• 23 Απριλίου 2024,

Πριν ο Αλέκτωρ

 Πριν ο Αλέκτωρ

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Στα οχτακόσια τριάντα μέτρα υψόμετρο. Χωριό Χαραυγή. Καφενείον, οινομαγειρείον, μεζεδοπωλείον: “Ο Κρασάτος Κόκκορας”. Μάγειρας, η Λιάκαινα, του Λιάκου του Σούρα η κυρά, του επονομαζόμενου και “Ο Αλίμονος”. Σπεσιαλιτέ του καταστήματος, ο κρασάτος κόκορας, εξ ου και τ’ όνομα του ταβερνιδίου.

Από ένα χωριό του Έβρου την έφερε ο Ηλίας Σούρας τη Λιάκαινα. Φαντάρος έκανε εκεί. Εκεί την “υπανδρεύθει” ως έλεγεν ο Σούρας, όστις ενίοτε αλλά και πολλάς φοράς ομιλούσε την απλήν καθαρεύουσαν, άτινα εδιδάχθην εις τα γυμνασιακά του χρόνια. Δυο χρονιές στη πρώτη, στάσιμος στη δευτέρα, τά ‘κοψε μαχαίρι τα γράμματα και τράβηξε για τα βουνά. Με τις γίδες και με τη φλογέρα. Μονήρης ωσάν τον Όσιο Ιάκωβο τον ασκητή. Και ήρθε η ώρα της στράτευσής του που συνέπεσε με την επιστράτευση του εβδομήντα τέσσερα, και έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού της ίδιας χρονιάς, βρέθηκε φαντάρος στον Έβρο. Εικοσιοχτώ μήνες, υπηρέτησε. Στην μεγάλη αγκαλιά της πατρίδας μετρούσε με τις χτένες τις ζοφερές ατέλειωτες ημέρες και νύχτες του φανταρικού του, βρίσκοντας όμως παρηγοριά και θαλπωρή στη ζεστή τοιαύτη της νεαράς Εβρίτισσας κορασίδας, της μετέπειτα συζύγου του. Στα γρήγορα και λόγω ανωτέρας βίας τον κουκούλωσαν στη Γκατζολία, και γύρισε στο χωριό του, στη Χαραυγή του Δήμου Ευρυκλείας, με τη Λιάκαινα στις μέρες της. Τούρλα η κοιλιά της…πέρα. Κι αυτή, ήταν δεν ήταν σαράντα κιλά και σα τσουκάλι μαυριδερή.

Το όνομα της ευτυχιστάτης συζύγου του Λιάκου κανένας δεν το έμαθε ποτές, κι ούτε χρειάστηκε ποτές κανένας να το μάθει. Ούτε ο παπά Στέφανος, ο οποίος και για τον λόγο αυτό αρνούνταν να τη μεταλάβει, ως που πείστηκε από τον Λιάκο μετά από το πανηγύρι τ’ Αη Γιαννιού στις εικοσιεννιά του Αυγούστου. Σούρα έγινε ο παππάς εκείνη τη βραδιά με τον Λιάκο τον Σούρα να τον κερνά συνέχεια. Πιε και πιε και πιε παππά μ, κι είπε το ναι ο παπά Στέφανος.

“Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού”…κόμπιασε για λίγο… “Λιάκαινα”, το είπε. “Σώμα και αίμα του Χριστού”, και αμέσως μετά συμπλήρωσε σιγανά: “Και αμαρτίαν ουκ έχω”.

“Ας όψεται ο Αη Γιάννης”, είπε στον Ηλία τον Σούρα τον επονομαζόμενο “Αλίμονο” μετά το σχόλασμα στο πρώτο Κυριακάτικο πρωινό τσίπουρο, στον καφενέ του ανωτέρω. “Κι ο κόκορας της Λιάκαινας και το δικό μου τσίπουρο”, συμπλήρωσε ο Αλίμονος.

“Αμήν, παπά μου”, είπε και η Λιάκαινα.

 

Δεν θυμάμαι ποια συγκυρία εκείνο το τελευταίο του Αυγούστου Σάββατο οδήγησε τα βήματά μου ή το σωστότερο το ταλαίπωρο από τα κατσάβραχα γιωταχί μου στη πρωτεύουσα της επαρχίας Ευρύκλειας, στην Κατωραχιά. Η κωμόπολη απλώνονταν χτισμένη σε μια ευρύχωρη ράχη λίγο πιο πάνω από τους πρόποδες του βουνού. Από μακριά, φαίνονταν ωσάν να αναπαύεται σε μια θεόρατη κλίνη και ψηλότερα σε μια άλλη ράχη διακρίνονταν τα λιγοστά σπίτια της Χαραυγής. Απογευματινές ώρες φτάσαμε. Λέω φτάσαμε και θυμήθηκα, ότι ξέχασα να σας πω, πως ήμασταν τρεις. Ο αδελφοποιτός από εκείνα τα χρόνια συγκάτοικός μου, μαθηματικός κι αυτός μα κατά λάθος, και του ωραίου φίλου εράσμιος και ως εκ τούτου εραστής δεινός. Ο φίλτατος εκ Τριπόλεως ορμώμενος δικηγόρος παρ’ Αρείου Πάγου, εραστής της σάρκας – μα μη πάει μονάχα στο πονηρό ο νους σας -, μιλώ και για τη σπαλομπριζόλα, τη προβατίνα και τον κόκορα. Και εγώ. Εραστής του βουνού εγώ, άνευ άλλων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, αλλά ακόλουθος των πάντων αμαρτιών, παρασυρόμενος, μα συμμετέχων με μια αναντίρρητη, αντίρρηση. Τάχατες και δήθεν.

Βολευτήκαμε στον ξενώνα, ξαπλώσαμε να ξεκουραστούμε και ξυπνήσαμε – ζωή νάχουμε – τρεις ώρες μετά, με τα στομάχια μας να έχουν κάψει και τη ρεζέρβα από τα σουβλάκια που είχαμε καταβροχθίσει στη Νέα Χαλκηδόνα. Θα ξεμέναμε από καύσιμα.

Παραγγείλαμε καφέ και καθίσαμε στο μπαλκόνι με θέα το βουνό και τη Χαραυγή, για να συνέλθουμε από τον ύπνο και την αποχαύνωση. Έκανε ζέστη. Αρκετή. Ξαφνικά είδαμε τον δικηγόρο να φερμάρει σαν σέττερ Αγγλικό και:

“Σκασμός ρε”. Απορέσαμε, καθότι ο φίλος μας ήταν συνήθως ευγενής. Ο λόγος της αγένειάς του, ήταν, ο Κόκορας.

“Ρε, δεν ακούσατε τον κόκορα;”

Η αδυναμία που λέγαμε του φίλου μας για τον κόκορα, συγχώρεσε την αγένειά του. Για δεύτερη φορά λάλησε ο κόκορας, τον ακούσαμε κι εμείς, και πριν ο κόκορας “λαλήσει τρεις” και με την επιβεβαίωση του σπιτονοικοκύρη μας για τις τερψιλαρυγγιώδεις γεύσεις του ταβερνιδίου, βρεθήκαμε να καθόμαστε στη βεράντα του Κρασάτου Κόκορα. Τίγκα ο Κόκορας. Ίσα που προλάβαμε. Τελευταίο τραπέζι.

Μετά από αρκετή και βασανιστική ώρα, ήρθε η ευλογημένη στιγμή της παραγγελίας.

“Παρακαλώ;” ο Λιάκος.

“Κόκορα έχουμε;” ο δικηγόρος.

“Αλίμονο, τί γράφει η ταμπέλα, δε βλέπεις;” ο Λιάκος.

“Τρεις κρασάτους με χοντρό μακαρόνι”. Ούτε που μας ρώτησε ο φίλος μας.

Παρήγγειλε κι άλλα τερψιλαρύγγια συνοδευτικά εδέσματα και:

“Μήπως έχεις βλήτα;”

“Αλίμονο”.

“Θα φέρεις και μια βλήτα;”

“Αλίμονο”.

Αυτό το αλίμονο μου την έδωσε στα νεύρα και όταν άκουσα ένα πελάτη από το παραδιπλανό τραπέζι να φωνάζει τον ταβερνιάρη “Αλίμονο” τον ρώτησα γιατί τον καλεί μ’ αυτό το όνομα. Μου είπε ότι λέει συνέχεια “αλίμονο αλίμονο” και πάρα πολλές φορές του τελειώνουν τα εδέσματα, δεν παίρνει χαμπάρι και του μένει το αλίμονο.

Σε λίγο εμφανίστηκε ο Αλίμονος.

“Κόκορας, βλήτα, χτυπητή… τέλος”.

Κοιταχτήκαμε…Αλίμονο!

Παραγγείλαμε παϊδάκια και όταν ρωτήθηκε και είπε αλίμονο, ξανακοιταχτήκαμε. Ευτυχώς.

Καλά ήταν.

Πέσαμε για ύπνο καλοφαγομένοι και χαράματα μέσα στον ύπνο μου, μου φάνηκε σαν να είδα το δικηγόρο να βγαίνει από το δωμάτιο και να κλείνει πίσω του τη πόρτα. Μπα, όνειρο πρόλαβα κάπως να σκεφτώ πως ήταν, και ξανακοιμήθηκα αμέσως. Σαν βγήκε ο ήλιος ξύπνησα για κατούρημα. Ο δικηγόρος ροχάλιζε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που καθώς μπήκα στη τουαλέτα είδα έναν κόκορα μέσα στη μπανιέρα σφαγμένο…

Σφίγγα ο δικηγόρος… κουβέντα δεν έλεγε, μα

αργότερα καθώς παίρναμε το πρωινό μας, τα είπε όλα μαζεμένα. Τον ξύπνησε λέει το λάλημα του κόκορα. Πρώτο, δεύτερο λάλημα. Στο τρίτο είπε δεν άντεξε, σηκώθηκε, πήρε το αυτοκίνητό μου, πήγε στη Χαραυγή, τον βρήκε και τον έσφαξε επί τόπου με ένα τσεκούρι που βρήκε στην αυλή του σπιτιού. Άφησε κι ένα τριαντάρι στον κόρμο που τον έσφαξε, πατηκομμένο με το τσεκούρι.

Άπιστοι εμείς, σταυροκοπηθήκαμε…τρις…

Την άλλη ημέρα το βράδυ, στη ταράτσα τού πατρικού μου, τρώγαμε κόκορα κρασάτο με χοντρό μακαρόνι…

Και βλήτα απ’ τον κήπο…

Αλίμονο… ..

Εκείνο το καλοκαίρι…

Διαβάστε επίσης