• 25 Απριλίου 2024,

Σαν αστροναύτης

 Σαν αστροναύτης

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Πολλά πολλά χρόνια πέρασαν από τότε. Επτά οκτώ χρονώ θα ήμουν όταν ένας άνθρωπος, ο πρώτος άνθρωπος έμελλε να ήταν, αυτός, που μπήκε μέσα σε ένα πύραυλο και εκτοξεύτηκε στο διάστημα. Έτσι έλεγαν, εκτοξεύτηκε στο διάστημα έλεγαν. Με πύραυλο έλεγαν. Τι ήταν αυτός ο πύραυλος και το διάστημα; Έξω από την Γη τον έστειλαν. Έβαλαν φωτιά στον πύραυλο και πάει. Ρώσος ήταν. Γκαγκάριν τον έλεγαν. Ποτέ δεν θα ξεχνούσα το όνομά του. Έναν ολόκληρο γύρο, γύρω γύρω από τη Γη έκανε γιατί η γη στρόγγυλη είναι. Πετώντας ψηλά στον ουρανό τον έκανε τον γύρο, σε αυτό που διάστημα το λεν. Κι ύστερα από ‘να χρόνο, να και ο Αμερικάνος που Τζον Γκλεν τον έλεγαν. Τον Φεβρουάριο του χίλια εννιακόσια εξήντα δύο ήταν, κι αυτό εγώ το θυμάμαι γιατί το έλεγε η μαμά μου, γιατί ήταν τότε που πολλά χιόνια στο χωριό μου είχαν πέσει, βαρυχειμωνιά μεγάλη, και σαν τεράστια γυάλινα σπαθιά κρέμονταν οι κρύσταλλοι από τα κεραμίδια γύρω γύρω από το σπίτι μας. Τρεις γύρους, γύρω από τη γη μας, έκανε αυτός ο Αμερικάνος. Σαν αστραπή, σε πεντέμισι ώρες έλεγαν και αυτό εγώ το άκουσα και από το ράδιο. Ίσα που να πάει το λεωφορείο από το Πράβι στη Θεσσαλονίκη έλεγαν, κι αυτός στο φεγγάρι κόντεψε να φτάσει. Κι είδε τη Γη από ψηλά. Και αυτός, και ο Γκαγκάριν. Κι είδαν τη Γη γαλάζια και μαύρο τον ουρανό. Είναι ο ουρανός μαύρος από κει ψηλά και καταγάλανη η Γη. Έτσι είπαν. Τι κι αν ο Σεφέρης όπως διάβασα αργότερα σαν μεγάλωσα, έλεγε, ότι ο Θεός ξόδεψε όλο το μπλε τού κόσμου και έβαψε μπλε τον ουρανό. Για να μην τον βλέπουμε έλεγε τον Θεό. Έτσι είπε ο Σεφέρης, μα ο Θεός στο μαύρο είναι κρυμμένος λέω εγώ. Στο διάστημα από πίσω κρυμμένος είναι και ούτε που βγαίνει να μας δει και να τον δούμε λιγάκι. Στο έλεός του μας αφήνει….

Από το ραδιόφωνο το άκουσα. Από κείνο το ραδιόφωνο που ράδιο το λέγαμε. Που η μάρκα του ήταν μπλάουπουνχ καιπου είχε μια κεραία σαν σούστα. Σαν από χρυσαφένιο σύρμα να ήταν η σούστα. Ένα ελατήριο που έπιανε από τη μια γωνιά της κουζίνας στην άλλη. Καρφωμένη ψηλά στο ταβάνι. Και το ράδιο ψηλά σε ένα ράφι που κάρφωσε στον τοίχο ο μπαμπάς μου, ήταν. Έβαζα μια καρέκλα να το φτάσω, να το ανοίξω, και σαν να κρεμιόμουν στο ράφι λίγο και έτσι μια φορά ξεκαρφώθηκε το ράφι και καλά που το έπιασα το ράδιο στον αέρα και πέσαμε κάτω και οι δυο και δεν πάθαμε τίποτα, αλλιώς….ούτε να σκεφτώ ήθελα… Αργούσε πολύ το ράδιο για να ανοίξει. Να ζεσταθεί πρώτα έπρεπε, έλεγε ο μπαμπάς μου. Έτσι έλεγε. Σαν στη Γυμναστική που μας έβαζε ο δάσκαλος γύρους στην αυλή του σχολείου να κάνουμε. Για να ζεσταθούμε και κείνος, έλεγε. Μα εγώ ούτε που ζεσταινόμουν τον χειμώνα, γιατί κρύο πολύ έκανε. Μονάχα λαχάνιαζα κι έβγαζα άσπρο χνώτο σαν καπνό από το στόμα μου και να σταματήσω ήθελα. Μα σαν κοιτούσα την βίτσα στα χέρια τού δάσκαλου, πιο γρήγορα έτρεχα και τον φίλο μου τον Διογένη μπροστά μου πατούσα. Και μια φορά, πολύ τον πάτησα και έπεσε ο Διογένης κάτω στο σκάμμα που πηδούσαμε, αυτό το πήδημα, που τριπλούν το λέγαμε. Και ύστερα έπεσα κι εγώ από πάνω του κι όλα τα παιδιά γελούσαν τότε. Και ο δάσκαλος γέλασε πολύ τότε και γω χάρηκα που γέλασε ο δάσκαλος. Το καλοκαίρι όμως, ζεστός πολύ ήμουνα και ίδρωνα κιόλας και ούτε που χρειάζονταν να τρέξω για να ζεσταθώ.
Κι άλλο να ζεσταθώ;
Να σκάσω;
Έτσι ο παππούς μου έλεγε.
“Μη τρέχεις παιδάκι μ. Θα σκάσεις μ’ αυτήν τη ζέστα έτσι που ξαμολιέσαι. Καίγεται ο τόπος όλος γύρω.”
Και τι ήμουν να σκάσω, φούσκα ήμουν; Και ούτε ο τόπος γύρω καίγονταν. Τώρα που το έβλεπε ο παππούς μου πως καίγονταν ο τόπος, “τρέχα γύρευε”, που η έλεγε και η θεία η Βανθία. Και η μαμά μου το έλεγε αυτό το “τρέχα γύρευε”, και άλλοι πολλοί το έλεγαν, και νομίζω όλοι στο χωριό το έλεγαν, αλλά κι εγώ απορούσα, ποιόν θα έτρεχαν να γυρεύουν. Ούτε ήξερα κι ούτε που καταλάβαινα. Τέλος πάντων.
“Τέλος πάντων” που έλεγαν όλοι όταν ήθελαν να τελειώσουν την κουβέντα αναμεταξύ τους, αλλά τις πιο πολλές φορές δεν σταματούσαν και συνέχιζαν να κουβεντιάζουν μέχρι να πουν το άλλο “τέλος πάντων”.Αυτό το “τέλος πάντων” το έλεγαν και το ξαναέλεγαν και ποτέ το “τέλος” δεν έρχονταν. Ούτε και “των πάντων” όμως έρχονταν ποτέ. Μόνο όταν εγώ τους ρωτούσα, και ρωτούσα συνέχεια γιατί, για να μάθω ήθελα, και επειδή πολλές φορές ρωτούσα και ξαναρωτούσα και συνέχεια ρωτούσα …. γι αυτό και εκείνοι στο πρώτο “τέλος πάντων”, με έδιωχναν. Και έτσι, τέλειωνε το δικό μου τέλος πάντων.
” Άντε, σύρε τώρα από δω, μας έπρηξες τα σκώτια”, με έλεγαν. Μα και εκείνη την ώρα όμως εγώ, ήθελα να μάθω πως γίνεται να πρήζονται τα σκώτια, αλλά καταλάβαινα ότι πολύ θα θυμώσουν και θα έτρωγα και καμιά ξυλιά αν ρωτούσα πως πρήζονταν τα σκώτια. Γι αυτό, έφευγα. Και πήγαινα τότε βόλτα στο βουνό και στο εκκλησάκι της Παναγίας. Στον βράχο πήγαινα και ανέβαινα ψηλά και σκεφτόμουν. Μια φορά θυμάμαι και νύχτα ανέβηκα στον βράχο και ξάπλωσα και κοιτούσα στον ουρανό και σκεφτόμουν τον Γκαγκάριν. Σαν τώρα τον θυμάμαι τον Γκαγκάριν. Και σαν τώρα, και σαν να τον βλέπω κιόλας και τον Αμερικάνο. Πήγαν λέει στο διάστημα με πύραυλο. Τι ήταν το διάστημα ούτε που ήξερα. Στο ράδιο το άκουσα, και η γιαγιά μου η Γιωργιά το άκουσε όμως, και με έλεγε:
“Μη τα πιστεύεις, παιδάκι μ αυτά”, με έλεγε.

“Πήγαν λέει στον ουρανό, κοντά στο φεγγάρι. Του διαόλου πράματα είν’αυτά μ’ αυτουνούς τους δυο, τους Ρώσους και τους Αμερικάνους, τους αντίχριστους, τους διαολεμένους, που ψέματα όλο λεν κι αναμεταξύ τους τρώγονται, που κακό χρόνο νά’χουν.”
Με πύραυλο λέει πήγαν στο διάστημα.
Και τί ήταν ο πύραυλος, τί ήταν το διάστημα;
Να μάθω ήθελα.
Κι αυτό εγώ το έμαθα καλά από τον δάσκαλο στο σχολείο, μα καλύτερα το έμαθα όταν ο Φώτης, ο Μάκης και μερικοί άλλοι από το χωριό που ήταν πιο μεγάλοι από μένα, έφτιαξαν έναν μεγάλο πύραυλο στην αυλή του σχολείου. Πάνω σε μια καρότσα, στο τρακτέρ, τον έφτιαξαν τον πύραυλο γιατί την άλλη χρονιά ήταν τα καρναβάλια. Με ξύλα και χαρτιά τον έφτιαξαν. Και ξεκίνησε το τρακτέρ από το σχολείο και πέρασε όλον τον δρόμο που ήταν τα μαγαζιά και ο κόσμος όλος που χειροκροτούσε. Ύστερα έφτασε πέρα στην πλατεία το τρακτέρ με τον πύραυλο στην καρότσα και μαζεύτηκε όλος ο κόσμος εκεί.

Και απέμεινα ώρα πολλή εγώ εκεί να τον κοιτώ. Και κάποια στιγμή χάθηκαν με μιας όλοι οι ανθρώποι γύρω μου. Και απέμεινα μονάχος μου εγώ εκεί. Χρόνια άξαφνα πέρασαν πολλά και χάθηκε και ο χρόνος όλος. Έτσι ο χρόνος είναι. Έρχεται και χάνεται και σβήνει.

Ήταν νομίζω τότε που αποφάσισα κι εγώ κάτι σαν “αστροναύτης” να γίνω και στο διάστημα, στο φεγγάρι και στα αστέρια να πετάξω. Και άρχισε από τότε η ζωή μου γεμάτη αστέρια νάναι. Το φεγγάρι να κοιτώ να αποθαυμάζω και τον γαλαξία που έσκιζε στα δυο τον ουρανό να ονειρεύομαι. Και γέμισε ο νους μου ήλιους καταφώτεινους και πλανήτες ζωή γεμάτους. Και πήρα να ζήσω τη ζωή…

Σαν αστροναύτης στο διάστημα….

Διαβάστε επίσης