• 5 Μαΐου 2024,

Σημειώσεις προς συζήτηση για την αυτονομία και κριτική της επικαιρότητας.

 Σημειώσεις προς συζήτηση για την αυτονομία και κριτική της επικαιρότητας.

i) Μία από τις διαισθήσεις του ιταλικού αυτόνομου κινήματος ήταν εκείνη να μπορέσει να κατανοήσει πρακτικά την εξάντληση του Εργατικού Κινήματος και των αντιπροσωπευτικών του θεσμών ως υποτιθέμενης μηχανής της αντικαπιταλιστικής σύγκρουσης και πράγματι να επανερμηνεύσει την ιστορία του ως συνεχή σύγκρουση, εσωτερική και εξωτερική, ανάμεσα σε ένα κλάσμα του συλλογικού κεφαλαίου -το οποίο εύκολα ταυτίζουμε με την «αριστερά»- και ένα άλλο μέρος, ουσιαστικά επαναστατικό, που διαρκώς αποχωρίζεται από εκείνη. Η αυτονομία διαχέεται έξω και ενάντια σε κάθε υπόθεση εσωτερικής προσαρμογής στην καπιταλιστική διακυβέρνηση. Τελικά, η αριστερά είναι ένα από τα πιο δυσκίνητα-ογκώδη εμπόδια στο ξετύλιγμα της αληθινής ιστορικής συγκρουσιακής διάθεσης.

Στο παρόν είναι ακόμη πιο εμφανές απ’ ό,τι πριν από τριάντα χρόνια πως η εξέγερση δεν έχει μπροστά της, ως εχθρό, ένα υποκείμενο – την μπουρζουαζία, το Κράτος ή άλλο – αλλά την οργανωμένη ολότητα του κοινωνικού που εμφανίζεται αμέσως ως πεδίο εχθροπραξιών. Το δημοκρατικό-βιοπολιτικό καθεστώς, από μόνο του, αποτελείται από ένα σύνολο εξουδετερωτικών κοινωνικών σχέσεων που αναπαράγουν την «κοινωνία», μια άμορφη συσσώρευση που εκκρίνει τα χειρότερα αποτελέσματα-συνέπειες. Η Αυτοκρατορία, επομένως, δεν θα αποτελείται από μια λίγο πολύ ομοιογενή σειρά υπερεθνικών θεσμών, αλλά μπορεί να θεωρηθεί πολύ πιο ρεαλιστικά ως η στρατηγική κωδικοποίηση εκείνων των κοινωνικών σχέσεων, που έχουν καταστεί πλέον οι μόνοι λειτουργικοί θεσμοί και των οποίων η συνοχή διασφαλίζεται παγκοσμίως από την επιστήμη αστυνόμευσης. Το χρήμα και η αστυνομία είναι τα μόνα μέσα που δεσμεύουν και χωρίζουν τα όντα μέσα σε αυτές τις σχέσεις ταυτόχρονα, και η τρέχουσα ορμητική αποκάλυψη της «χρηματοδότησης» ως κεντρικού μηχανισμού της κυβέρνησης, μαζί με τις τεχνολογίες κατά της εξέγερσης είναι η επιβεβαίωση και η αποσαφήνιση σε καθολικό και μαζικό επίπεδο. Η ολοκληρωτική κυριαρχία της οικονομίας επί του πολιτικού, στην ουράνια αφαιρετικότητά της και στην αγγελική αραιότητα των υπουργικών της ενσαρκώσεων, αναδεικνύει ακόμη πιο ξεκάθαρα το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιο κυρίαρχο «υποκείμενο» απέναντί ​​μας. Από εδώ προκύπτει μια, εξίσου στρατηγική, θεώρηση, που στη δεκαετία του ’70 δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιηθεί πλήρως εκθέτοντας τα κινήματα στα πιο προφανή λάθη: κατά τη διάρκεια της μάχης δεν πρόκειται για εξόντωση υποκειμένων αλλά μάλλον για εκμηδένιση του περιβάλλοντος από τους μηχανισμούς παραγωγής-ελέγχου που καθιστούν δυνατή την κυβέρνηση. Επιπλέον, καθώς είναι η ίδια η κοινωνία που τελικά παρουσιάζεται ως ένας γιγάντιος μηχανισμός κυβερνητικού ελέγχου, φαίνεται ξεκάθαρο ότι καμία έκκληση στην «κοινωνία των πολιτών» θα έχει ως αποτέλεσμα μια εξέγερση ενάντια στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Η διάρρηξη της σχέσης παραγωγής σημαίνει λοιπόν υπονόμευση όλων εκείνων των μορφών κοινωνικής σχέσης που παράγουν αδιάκοπα το πανηγύρι της υποκειμενικότητας μέσα από το οποίο εκτιμούμε τον εαυτό μας, τονίζουμε την αξία μας και όπου φυλακίζεται η ύπαρξη. Υπό αυτή την έννοια, σήμερα η έννοια της «αυτοεκτίμησης-αυτοαξιοποίησης», που κάποτε ήταν πολύ δημοφιλής σε ορισμένα κλάσματα της αυτονομίας, όχι μόνο είναι άχρηστη αλλά φαίνεται ακόμη και εφαπτομένη στο πνεύμα της αντεπανάστασης. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να επισημανθεί για άλλη μια φορά ότι ούτε εμείς -το κόμμα που αντιτίθεται σε αυτό της τάξης- συνιστούμε ένα «ριζοσπαστικό υποκείμενο» που αντιμετωπίζει την κυριαρχία και ότι, αντιθέτως, κάθε υποκειμενοποίηση με αυτή την έννοια εισέρχεται στο παιχνίδι αυτού που είναι κυβερνήσιμο.

Η αριστερά ήταν και είναι το κύριο εμπόδιο για τη διακοπή εκείνης της σύνδεσης και αυτών των σχέσεων. Μέχρι τώρα θα έπρεπε να έχει γίνει σαφές σε όλους ότι η σύγκρουση της αυτονομίας με την αριστερά, που καταναλώθηκε στην Ιταλία το ’77 με την επίθεση στο πάλκο του Λουτσιάνο Λάμα, ήταν κάτι οριστικό. Ωστόσο, δεν είναι έτσι και ακόμη σήμερα είναι απαραίτητο να επιβεβαιωθεί σθεναρά η εξωτερικότητα κάθε επαναστατικού κινήματος σε οποιαδήποτε υπόθεση αριστερής διαχείρισης της ιστορικής συγκρουσιμότητας. Μια διαχείριση που στοχεύει, χωρίς πολλά μυστήρια, να μειώσει τις δυνατότητές της μέχρι να την καταστήσει συμβατή με τα πιο διαφορετικά επίπεδα καταστροφής και αποξένωσης-αλλοτρίωσης του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ας πούμε καλύτερα: αυτή στοχεύει να μετατρέψει την ίδια τη συγκρουσιμότητα σε μηχανισμό κυβερνητικής ανανέωσης και ανάπτυξης του κεφαλαίου. Η μόνη αυτόνομη παραγωγή υποκειμενικότητας της αριστεράς και των σημερινών «εναλλακτικών» που στηρίζουν την ουρά της συνίσταται από την άλλη στην πιο άθλια σειριακότητα υπάρξεων που είναι αφιερωμένες στην πλήρη ταύτιση με τη μικροαστική τάξη – την κατ’ εξοχήν μη τάξη. εκείνο το πλήθος που στην πραγματικότητα είναι σήμερα λεία των χειρότερων καταδοτικών ενστίκτων. Αν το ’77 η σύγκρουση δεν ήταν μόνο μεταξύ κινημάτων και κρατικών θεσμών, αλλά και μεταξύ αυτονομίας και εργατικής γραφειοκρατίας, αυτό που έδινε στη μάχη μια νότα τραγικής αξιοπρέπειας, αυτό σήμερα λαμβάνει χώρα ενάντια σε «προσωπικότητες» εντελώς βυθισμένες στον κενό κόσμο του θεάματος, των υπερασπιστών των άδειων ερειπίων του Κράτους, των μικρών ηρώων της μισθωτής εργασίας, των αποτυχημένων διευθυντών του κινήματος, των οπαδών και των γκρουπ παρακμιακών θεσμών, των ανελέητων διωκτών κάθε πράξης ανατροπής που υπαινίσσεται να μετατρέψει το πραγματικό με διαφορετικό τρόπο από όπως θα οδηγούσε ένα talk show.

Η δύναμη διχασμού-διαίρεσης της αυτονομίας, σήμερα όπως και τότε, πρέπει επομένως να επαναπροταθεί όχι μόνο ως παράγοντας αποσύνθεσης της κυβερνητικής κοινωνίας αλλά και μέσα στα κοινωνικά κινήματα ως δύναμη που απελευθερώνει τη συγκρουσιακή θέληση από τα πλέγματα της διαμεσολάβησης, δηλαδή από εκείνο τον μηχανισμό που διαχωρίζει συνεχώς τη σκέψη από τη δράση και τη μορφή από τη ζωή, διαλύοντας τα πάντα μέσα στη τρικλίζουσα αδυναμία της κοινής γνώμης. «Διαίρει τη διαίρεση», να εξαλείψουμε τις ψεύτικες διαφορές για να δημιουργηθεί χώρος για εκείνες τις πραγματικές, είναι επομένως πλήρως μέρος ενός οράματος του πολιτικού που θέλει να είναι στρατηγικό.

ii) Αυτονομία σημαίνει ότι ο κομμουνισμός δεν έρχεται «μετά» ούτε «πριν», αλλά ότι αυτός συνίσταται σε μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα μέσα στην ίδια μας την επικαιρότητα. Να αγωνιζόμαστε για τον κομμουνισμό και να ζούμε τον κομμουνισμό είναι με αυτή την έννοια οι δύο πλευρές, αρνητική και θετική, της ίδιας χειρονομίας.

Τα αυτόνομα κινήματα μας έδειξαν ότι το ξεδίπλωμα της αρνητικότητας δεν είναι ο «πρόλογος» του μέλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι η μανία της εξέγερσης δεν διαχωρίζεται από τη νοημοσύνη, την ευφυία που χτίζει τη δυνατότητα να ζούμε διαφορετικά. Η συνεργασία που ζει στο σαμποτάζ της μητρόπολης είναι η ίδια που μπορεί να χτίσει μια κομμούνα. Το να ξέρεις να σηκώνεις ένα οδόφραγμα δεν σημαίνει πολλά, αν ταυτόχρονα δεν ξέρεις πώς να ζεις πίσω από αυτό. Έχουμε πολλά να μάθουμε, από τη μια άποψη όπως και από την άλλη.

Οι στοργές που κυκλοφορούν μεταξύ συντρόφων και των συντροφισσών δεν μοιράζονται ανάμεσα σε ένα μέσα και ένα έξω: ξεδιπλώνονται και γέρνουν ανάλογα με τις καταστάσεις που είναι σε θέση να ζουν. Μια επαναστατική κατάσταση είναι εκείνη η κατάσταση στην οποία η αποδιάρθρωση του εχθρικού περιβάλλοντος και θραύσματα κομμουνισμού κυκλοφορούν άναρχα, όπου δονείται μια ένταση ικανή να συγκεντρωθεί σε μια επιθετική ενέργεια με τον ίδιο τρόπο που προωθεί τη κατοικησιμότητα ενός κόσμου. Η επαναστατική κατάσταση τότε δεν είναι μόνο αυτή μέσω της οποίας σκιαγραφείται καλύτερα το αντικείμενο των εχθροπραξιών, αλλά είναι αυτό που κάνει τη φιλία να γίνεται τελικά και πάλι μια πολιτική έννοια.

Η ανταγωνιστική ρητορική για την «επιστροφή στα εδάφη» είναι αφόρητη: δεν υπάρχει κάποιο έδαφος ανεξάρτητα από την ικανότητα αγώνα, όπως δεν υπάρχει ικανότητα για επίθεση χωρίς την παρουσία υλικών βάσεων. Διαφορετικά η μόνη πραγματική επιστροφή θα είναι αυτή προς το πουθενά. Μόνο η διασταύρωση μιας εκτεταμένης σύγκρουσης με τον τοπικό πειραματισμό μιας μορφής-ζωής μπορεί να «κάνει την επικράτεια, το έδαφος”. Στην πραγματικότητα, η παραπονεμένη επωδός του «πάμε πίσω στα εδάφη» επανεμφανίζεται κάθε φορά, ίσως μετά από μια πολύ έντονη στιγμή εξέγερσης, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε γιατί όχι μόνο δεν υπάρχει το θάρρος να εμβαθύνουμε εκείνη τη στιγμή της αναστολής, αλλά δεν έχουμε κανένα πραγματικό δεσμό με τις ζώσες καταστάσεις και καμία πολιτική φιλία με την οποία να μοιραζόμαστε έναν οποιοδήποτε χώρο. Εάν, για παράδειγμα, μια «απελευθερωμένη γειτονιά» είναι μια γειτονιά στην οποία οι εμπορικές σχέσεις έχουν ελάχιστη ή καθόλου ισχύ, ένας τόπος όπου η οικονομία των μηχανισμών σταματά να λειτουργεί, ήτοι το τέλος της κοινωνικής ερήμου, αυτονομία θα σημαίνει πρώτα απ’ όλα να δίνεις τον εαυτό σου τα υλικά μέσα και να επεξεργάζεσαι τις συναισθηματικές σχέσεις που επιτρέπουν σε αυτή την ανεξαρτησία να διαρκέσει και να εξαπλωθεί. Υπό αυτή την έννοια, δεν μιλάμε τόσο να «καταλάβουμε» τόπους, εδάφη ή ακόμη άλλα, αλλά να απελευθερώσουμε αυτά από την κατοχή της αστυνομίας και τις εμπορευματοποιημένες σχέσεις που, μέσω των μηχανισμών, επικυρώνουν τη μη κατοικησιμότητα τους, αφού λειτουργούν διαχωρίζοντας φορά τη φορά το αντικείμενο από τη χρήση του, τη λέξη από τη δύναμή της, τη σκέψη από τη δράση, την εικόνα από το πάθος της κ.λπ. Κάθε βήμα προς τα εμπρός στην ανατροπή αυτών των εμποδίων να ζούμε τον κόσμο είναι μια πιθανότητα εντατικοποίησης του κομμουνισμού. «Αυτονομία διάχυτη», χθες όπως σήμερα, σημαίνει την εξάπλωση παντού πρακτικών που, ενώ πειραματίζονται την κοινή χρήση, είναι σε θέση να σπάσουν την περικύκλωση των μηχανισμών που αντιτίθενται στην εφαρμογή, πραγματοποίηση της.

Δεν υπάρχει κανένα «κοινό καλό» χωρισμένο από την κοινή χρήση που μπορεί να γίνει στους κόσμους που κατοικούν τα σώματα και στα σώματα που τους διασχίζουν. Για το λόγο αυτό, το να ζούμε τον κομμουνισμό σημαίνει επίσης αμφισβήτηση όλων των ειδών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων: όχι στην κοινή ιδιοκτησία αλλά σε μια χρήση εκτός του δικαίου η ύπαρξή του πρέπει να είναι ανάλογη. Έχουμε χορτάσει πραγματικά από σοσιαλισμό και όσο περιπλανιόμαστε γύρω από τη μεταφυσική της ιδιοκτησίας και του δικαίου δεν θα καταφέρουμε να δούμε το τέλος του πολιτισμού του κεφαλαίου. Κάθε φορά που είμαστε σε θέση να αφήσουμε στην άκρη το νόμο και να ελευθερώσουμε τη χρήση εκείνο το τέλος, ο στόχος, ο σκοπός είναι πιο κοντά. Το να βγαίνουμε από το παράδειγμα της οικονομίας συμβαδίζει απαραίτητα με την ανατροπή αυτού της κυβέρνησης.

Θα πρέπει να είναι προφανές ότι κάθε φορά που λέμε κομμουνισμός δεν μιλάμε καθόλου μόνο για αντικείμενα που πρέπει να παραχθούν ή μηχανές για παραγωγή, αλλά για μια σχέση με πράγματα, μηχανές, φυτά, με τον κόσμο, στον οποίο κυκλοφορούν συναισθήματα και σώματα τα οποία έχουν πρόσβαση σε μια μορφή ζωής που προσδιορίζεται υλιστικά ως κοινή. Είναι η χρήση και μόνο που επιτρέπει να ελευθερώσουμε σε κάθε αντικείμενο και σε κάθε σώμα, σε κάθε λέξη και σε κάθε εικόνα τη μορφή ζωής μέσω της οποίας ένα κοινό μοναδικοποιείται και το αντίστροφο, δηλαδή επιτρέποντας να είναι η δική του ελευθερία. Το ζήτημα του κομμουνισμού συνίσταται στην επεξεργασία της χρήσης μεταξύ εκείνων που ζουν και μοιράζονται έναν ίδιο κόσμο. Τέλος, τον κομμουνισμό δεν γίνεται να τον κατέχουμε ή να τον επιθυμούμε: συμβαίνει δωρεάν.

iii) Η αυτονομία δεν έλυσε ποτέ το πρόβλημα του κόμματος, μακριά από αυτό, ενώ το έκανε με αυτό της Οργάνωσης. Aυτονομία σημαίνει προσπάθεια να αναλυθεί ασταμάτητα το ζήτημα του επαναστατικού κόμματος ως το πρόβλημα του πώς οργανωνόμαστε ξεκινώντας από αυτό που υπάρχει, αυτό που βιώνουμε και αισθανόμαστε συλλογικά, δηλαδή ξεκινώντας από την πολλαπλότητα για να επιστρέψουμε στην πολλαπλότητα προχωρώντας σε μια κατεύθυνση, κατά μια έννοια ούτε κάθετη ούτε οριζόντια αλλά εγκάρσια. Το κόμμα της αυτονομίας είναι ένας λαβύρινθος δίχως κέντρο που επεκτείνεται άναρχα: αρχίζει να ζει στον διαλυμένο εαυτό, δια/σχίζει τη μικρή ομάδα, το συλλογικό σπίτι, τις στοργές, τις διαδηλώσεις, τα όπλα, την παραγωγή, να προσβάλει, με τη βίαιη ικανότητά του να επικοινωνεί, το σύνολο της κοινωνικής οργάνωσης με σκοπό να διαρρήξει τους αυτοματισμούς της λειτουργίας της. Για να κάνει αυτό, δεν υπάρχει ανάγκη για μια Οργάνωση που να ελέγχει τα πάντα ή να εκφράζει μια «γενική βούληση», αλλά ένα σχέδιο συνέπειας-συνοχής που είναι τόσο εφικτό όσο ισχυρό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το αυτόνομο κίνημα ηττήθηκε και λόγω της επανεδαφικότητας σε φόρμουλες οργάνωσης που έβλεπαν περισσότερο στη διαχείριση της σύγκρουσης παρά στη διακίνηση των μέσων, των γνώσεων και των στοργών του, δηλαδή ως μεταδοτικότητα της εμπειρίας του. Για το λόγο αυτό, σήμερα η επανοικειοποίηση εκείνης της εμπειρίας δεν είναι καθόλου ένα ιστορικό-διαθηκικό ζήτημα αλλά, και αυτή, αποκλειστικά χρήσης.

Το κόμμα ανασυνθέτει εγκάρσια αυτό που φαίνεται να είναι διαχωρισμένο. Ένας κόσμος στον οποίο θα θέλαμε η «πολιτική» να είναι κάτι διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο είναι ένας κόσμος στον οποίο η ύπαρξη χωρίζεται σε «παραγωγικούς τομείς» όπως η φροντίδα του εαυτού, ο πολιτισμός, η εργασία, η αγάπη ή η τέχνη, ο καθένας στερημένος της δύναμής του. Έτσι, η πολιτική δεν φαίνεται να είναι άλλο παρά ένας μηχανισμός διαχωρισμού και δυστυχίας, γι’ αυτό και την περιφρονούν παντού. Το κόμμα, από την άλλη, είναι μια πολεμική μηχανή, δεν κοιτάζει την πολιτική αλλά το πολιτικό, δεν ξεκινά από τον διαχωρισμό αλλά από το κοινό που υπάρχει ήδη εκεί. Σε αυτόν τον κόσμο, η ανακατάκτηση μιας παρτιζάνικης άποψης φέρνει στο φως την απλή κοινή αλήθεια πως δεν υπάρχει τόπος, συλλογικός ή ατομικός, που να είναι έξω από το πολιτικό. Το διαδεδομένο μίσος για την πολιτική πρέπει να μεταφραστεί στην επανοικειοποίηση αυτής της αλήθειας.

Πράγματι η βιοεξουσία συνίσταται κυρίως στο ότι η πολιτική εισέρχεται μέχρι μέσα στη βιολογική λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης για να την αποπολιτικοποιήσει, διαχωρίζοντάς την έτσι από την ισχύ της, γι’ αυτό η έννοια του κόμματος που χρειαζόμαστε αφορά το γεγονός ότι η ύπαρξη είναι από μόνη της πολιτική σε κάθε πτυχή της και ότι επομένως αυτό δεν συνίσταται στην εξωτερική οργάνωση που θα έπρεπε ή μπορεί να πολιτικοποιήσει τις μάζες, την τάξη ή το πλήθος – αυτή που θα ήταν ουσιαστικά μια «βιοπολιτική» – αλλά μόνο το μέσο της επανοικειοποίησης και μοιράσματος αυτής της ανυποχώρητης ισχύος της ζωής. Αυτή είναι πράγματι το κύριο αντικείμενο των δραστηριοτήτων της κυβέρνησης με σκοπό να την σπρώξει προς τα πίσω και να την κρατήσει σε ένα είδος παθητικής παρανομίας. Το κόμμα της εξέγερσης προσλαμβάνει θετικά αυτή τη μορφή ύπαρξης, μετατρέποντάς την από παθητική σε ενεργητική, μετατρέποντας δηλαδή την αορατότητα του πολιτικού σε οποιαδήποτε ύπαρξη σε όπλο διαθέσιμο σε όσους οργανώνονται για να αγωνιστούν και να ζουν διαφορετικά. Παραφράζοντας κάποιον που ήξερε από αυτά: αόρατος στην εξουσία, όχι σε αυτούς που της ξεφεύγουν. Όταν η αυτονομία έλεγε «μαζική παρανομία», τότε ίσως πρέπει να γίνει κατανοητή όχι μόνο ως η άσκηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής δραστηριότητας – αυτομείωση, απαλλοτρίωση κ.λπ. – αλλά ως η ίδια η ποιότητα που διατρέχει μια αυτόνομη ύπαρξη. Η «αληθινή ζωή» σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί παρά να είναι παράνομη, ακυβέρνητη ακριβώς επειδή ζει ενάντια και έξω από το νόμο, το δίκαιο. Το κόμμα είναι η συνειδητή οργάνωση αυτής της εξωτερικότητας, ή καλύτερα, η διαδικασία που μετατρέπει την εξωγενικότητα σε οικειότητα μεταξύ ίσων, πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει ότι το επαναστατικό κόμμα είναι μια οργάνωση των ευαισθησιών μέσω της οποίας αναπτύσσονται όλο και πιο έντονες μορφές επίθεσης και πολιτικής φιλίας. Η γραμμή του μετώπου που σχεδιάζει καθώς περπατά κατά μήκος της είναι ακανόνιστη, δεν προχωρά γραμμικά: η σύγκρουση δεν προχωρά με ταξικές γραμμές ή από υποκείμενα με σχέσεις συνάφειας, αλλά μάλλον εξαπλώνεται με αντήχηση, με κύκλους έντασης, μέσω της πόλωσης κοινών εμπειριών. Το κόμμα της εξέγερσης σημαίνει την επικοινωνία των πιο τολμηρών πειραματισμών μεταξύ αυτών των εμπειριών ζωής, ήτοι την οργάνωση μεταξύ εκείνων που αναγνωρίζουν στο ίδιο τους το ξετύλιγμα μια μορφή απόλυτης εχθρότητας απέναντι στη βασιλεία του γενικού ισοδύναμου. Υπό αυτή την έννοια, το μόνο επαναστατικό υποκείμενο, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον αρχαίο όρο, είναι η ίδια η κοινή ζωή, οι υπάρξεις που κατοικούν μια κοινή επίγνωση της πολιτικής τους φύσης και συνεπώς της δύναμής τους. Κι όμως: ακριβώς επειδή αυτή η ισχυρή ζωή είναι κάτι που κυκλοφορεί χωρίς να καθηλώνεται ποτέ σε μια ταυτότητα, μια εξεγερτική πολιτική είναι αυτή που μπορεί να ονομαστεί μια πολιτική του μη υποκειμένου που κατοικεί προσβλητικά-επιθετικά στους προσδιορισμούς της όποιας ύπαρξής του.

Η «κρίση» που ανησυχεί τόσο πολύ τη σημερινή κοινή γνώμη, που διασχίζεται από εξεγέρσεις και εξεγερτικές γραμμές διαφυγής, μπορεί στην πραγματικότητα να κατανοηθεί πολιτικά ως η ανάδυση από την παρανομία όλων εκείνων των υπάρξεων που δεν είναι πλέον πρόθυμες να παρακολουθούν παθητικά τη θεαματική μηδενιστική κατάρρευση της Αυτοκρατορίας. Το επαναστατικό κόμμα είναι παντού αυτή η τάση γίνεται εξεγερτική πρακτική, ένοπλο λεξιλόγιο, γιορτή της χρήσης.

Long Live Communism!

Iταλία, μετά τις 15 oκτωβρίου 2011

*Επίλογος από τον συγγραφέα στην ιταλική έκδοση του: Marcello Tarì, Ο πάγος ήταν λεπτός. Για μια ιστορία αυτονομίας, Il ghiaccio era sottile. Per una storia dell’autonomia, Deriveapprodi 2011

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος   sinistrainrete

Διαβάστε επίσης