Στον αστερισμό της μνήμης

 Στον αστερισμό της μνήμης
Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Διάφανη, λεπτή κρυστάλλινη ήταν η επιδερμίδα στο πρόσωπό του. Στολισμένη με μελανοκόκκινες σπασμένες μικρές φλεβίτσες. Μικροσκοπικά αιμάτινα ρυάκια. Περισσότερο τα προεξέχοντα μήλα στολισμένα ήταν, χαρίζοντας σ’ όλο το πρόσωπό του, ένα
απαλό ροδοκόκκινο χρώμα.
Σαν από ντροπή.
Μύτη λεπτή και μάτια σκούρα καφετιά, γυαλιστερά σαν των πουλιών.
Όμορφη όψη, γοητευτική.
Πουκάμισο λευκό κουμπωμένο ως και το τελευταίο κουμπί, στριμώχνοντας και αναγκάζοντας την επιδερμίδα του λαιμού του να ξεχειλίζει.
Γιλέκο σκούρο, και στο τσεπάκι του το ασημί ρολόι με την αλυσιδίτσα του να κρέμεται απ’ έξω.
Σακάκι επίσης σκούρο με πολύ ψιλές δυσδιάκριτες χρωματιστές ρίγες.
Παντελόνι μαύρο, τσόχινο, φαρδύ, με το υφασμάτινο ζωνάρι τυλιγμένο δυο τρεις φορές γύρω από τη μέση του.
Απαραίτητη και η τραγιάσκα.
Tον χειμώνα για το κρύο και το καλοκαίρι για τον ήλιο.
Σκληρά και γερά μαύρα παπούτσια.
Για το περπάτημα.
Ατέλειωτο περπάτημα. Λόγω της δουλειάς του.
Μόνιμο πηγαίο χαμόγελο και μια σπάνια ευγένεια και καλοσύνη τα επιπλέον στολίδια στο πρόσωπό του.
Ωραία παρουσία, όμορφο πρόσωπο και με πολλές επιτυχίες στις γυναίκες.
Καρδιοκατακτητής.
Και η φωνή του, γλυκιά καμπάνα.
Ως και έκθεση στη τρίτη Δημοτικού μια φορά είχε βάλει ο δάσκαλος, με θέμα:
«Ο μπάρμπα Μανώλης, το αηδόνι του χωριού μας».
Σε όλο το χωριό ακούγονταν. Κελαριστή, μελωδική, με μια γλυκιά ζεστή βραχνάδα απόλυτα ερωτική, ήταν η φωνή του. Καρδιοχτυπούσαν οι γυναίκες ακούγοντάς τον.
Ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές σταμπόλια και καμπάδικες, λάχανα, πράσα, κουνουπίδια και ότι άλλο ζαρζαβατικό καλλιεργούσε στο χωράφι του.
Όλα τα χωριά γυρνούσε ο μπάρμπα Μανώλης με το άλογό του στην αρχή και το γαϊδουράκι με το κάρο τα επόμενα χρόνια. Και αυτός ανεβασμένος πάνω όταν ήταν ισιάδα, ποδαράτα δίπλα στο ζωντανό κρατώντας το καπίστρι όταν ο δρόμος ήταν ανηφορικός.
Και είχε μπόλικες ανηφόρες στα χωριά μας, χτισμένα τα πιο πολλά στους πρόποδες του βουνού τού Ορφέα, του όμορφου κατάφυτου και δροσερού Παγγαίου.
Από τα χαράματα ξεκινούσε η μέρα του.
Μάζευε τα ζαρζαβατικά τής εποχής, τα αράδιαζε όμορφα στα ξύλινα κασάκια, τα φόρτωνε στο κάρο, έζευε το ζωντανό και ξεκινούσε παίρνοντας τον δημόσιο δρόμο, ενόσω ακόμα ο Αυγερινός δήλωνε με την παρουσία του το τελείωμα της νύχτας και το ξεκίνημα της μέρας.
Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή δυτικά, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο ανατολικά.
Όταν η κατεύθυνσή του ήταν προς τα δυτικά περνούσε πρώτα από ένα χωριό χαμηλά στον κάμπο και μετά από μια ισιάδα δύο περίπου χιλιομέτρων, έπαιρνε τον δύσκολο ανηφορικό δρόμο για το δικό μου χωριό.
Από τα πρώτα ακόμα σπίτια της Δρυάδας χαμηλά στην είσοδο του χωριού ακούγονταν. Από κει έφτανε η φωνή του στα τελευταία σπίτια, ψηλά, στις καστανιές.
Και είναι μακρύ το χωριό μου καθώς απλώνεται ανάμεσα σε δυο λοφώδεις απολήξεις του Παγγαίου, με την ανατολική να στολίζεται από το κάστρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου – όπως έμεινε σε μας από την παράδοση -πριν σβήσει κάτω στην διασταύρωση των δρόμων.
Στη γειτονιά που ήταν πάνω από το Δημοτικό Σχολείο στα τελευταία σπίτια, στην γειτονιά μου, έφτανε νωρίς το μεσημέρι. Σταματούσε σε ένα κεντρικό σημείο στην ανηφόρα και έβαζε το σιδερένιο φρένο στη μια ρόδα του κάρου.
Μαζεύονταν οι νοικοκυρές, μερικά χαμόγελα με τον όμορφο μπαξεβάνο, αγγίγματα δήθεν τυχαία, λίγες κουβέντες και έφευγαν με τις ποδιές γεμάτες.
Σειρά είχαν οι άλλες γειτονιές και τα άλλα χωριά.
Κάθε μέρα, όλες τις εποχές και για πολλά χρόνια.
Γενιές μεγάλωσαν μαζί του.
Και πέρασαν κι άλλα χρόνια κι ήρθαν τα αυτοκίνητα με τα σκληρόφωνα μεγάφωνα, χάθηκε ο Μπάρμπα Μανώλης, έλειψε η φωνή του, έφυγαν και “έφυγαν” οι άνθρωποι. Άλλοι σε ξένα μέρη πήγαν και άλλοι ψηλά ταξίδεψαν. Πολλά σπίτια έκλεισαν και ερήμωσαν οι γειτονιές.
Χρόνια και χρόνια πέρασαν, σαν μια στιγμή να ήταν, ούτε καν μιας ανάσας χρόνος.
Κάποια σπίτια ξανάνοιξαν με τους ξενιτεμένους  που ξαναγύρισαν μεγάλοι πια, για να περάσουν τα τελευταία τους χρόνια στο χωριό τους, στην πατρίδα τους.
Μια πατρίδα που τους έδιωξε σε κείνα τα δύσκολα χρόνια με ολάκερη την ευθύνη στις πράξεις των πολιτικών, υπάκουων όπως και τώρα στους μεγάλους, στον
πλούτο και στο χρήμα.
Κάποια άλλα πουλήθηκαν, ανακαινίστηκαν και κατοικήθηκαν από ανθρώπους των πόλεων. Εξοχικά τα λένε τώρα τα όμορφα τα αγροτόσπιτα με τα δροσερά χαγιάτια……ας είναι.
Ήρθαν και κάποιοι από τις γειτονικές χώρες, ελπίζοντας να βρουν την τύχη τους στη χώρα μας.
Στα μισογκρεμισμένα σπίτια αφού λίγο τα διόρθωσαν, στέγασαν την φτώχεια τους. Ήσυχοι άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες στην οικοδομή και στη γη.
Η γειτονιά μου, όπως και όλες οι γειτονιές τού χωριού μου, γλυκιά πικρή ανάμνηση έγινε και η παρουσία του μπάρμπα Μανώλη, όμορφη ασπρόμαυρη εικόνα, γεμάτη όμως με τα χρώματα της ψυχής μου.
Έτσι ιριδοχρωματισμένη στη θύμησή μου καταγράφηκε.
Πίνακας ζωγραφικής.
Το σπιτάκι του στους μπαξέδες του, λίγα μόλις μέτρα από τον δημόσιο δρόμο, μισογκρεμισμένο πια, ερήμωσε.
Κάποια κατσαρολικά πεταμένα γύρω, μια καρέκλα, ένας μαστραπάς, γκρεμισμένο το τζάκι, μισοκαμμένο το ξύλινο πάτωμα του ορόφου.
Η εξωτερική σκάλα όμως σχεδόν ανέπαφη.
Πόσες φορές άραγε να την ανέβηκε τα αηδόνι του Παγγαίου;
Ίσως αν μπορούσαμε να μετρήσουμε τις φορές και να ανεβαίναμε όλα τα σκαλιά, ίσως και να φτάναμε ως τον ουρανό.
Και κείνος έφτασε.
Κάπου από εκεί ψηλά πήγε και κάπως σαν τις νύχτες να ακούγεται.
Ένα αστεράκι έγινε στον αστερισμό των απλών ανθρώπων της ομορφιάς και του μόχθου.

Διαβάστε επίσης