• 9 Μαΐου 2024,

Στον ποιητικό κόσμο της Άννας Πετράκη κομβική και εξέχουσα θέση κατέχει ο έρωτας

 Στον ποιητικό κόσμο της Άννας Πετράκη κομβική και εξέχουσα θέση κατέχει ο έρωτας

Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς


Πολύπειρη και πολυγραφότατη η Άννα Ε. Πετράκη παρουσιάζει τη δωδέκατη ποιητική συλλογή της με τον υποβλητικό τίτλο Σχεδίασμα σιωπής (εκδόσεις Κάκτος, 2023).

Η ποιήτρια με το μέχρι στιγμής έργο της γνωρίζει πολύ καλά αφενός τα λογοτεχνικά τεκταινόμενα, ούσα υποψιασμένη και συστηματική αναγνώστρια, και αφετέρου την ποιητική τέχνη, καθώς φαίνεται να έχει βρει τη δική της θέση στο σύμπαν της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

Τα θέματα που πραγματεύεται τεχνουργώντας στίχους τόσο μοντέρνους όσο και λυρικούς, τόσο ελεύθερους όσο και ρυθμικούς, μπορεί να είναι κοινοί “ποιητικοί” τόποι, ωστόσο, ξεχωρίζει η διακριτικότητα αλλά και η μεστότητα με την οποία τα προσεγγίζει αφήνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να διαφανεί η βαθιά ανθρώπινη – αισθαντική και ευαίσθητη – ποιητική της φωνή.

Συνδιαλέγεται με τις λογοτεχνικές πηγές σε μια αγαστή και πολύτιμη συνομιλία, ενώ δεν διστάζει να παρέμβει στην παράδοση και να την εξελίξει, κάτι που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από το εναρκτήριο, εν είδει προλόγου, ποίημα της ανά χείρας συλλογής.

Εκεί η ποιήτρια συνομιλεί με την παραδοσιακή – άρρητη στο ποίημα – παρουσία της Μούσας. Στην ποίηση της Πετράκη δεν είναι ο ποιητής αυτός που επικαλείται τη Μούσα, για να του εμφυσήσει την έμπνευση, αλλά είναι η ίδια η Μούσα ή αλλιώς η ιστορία που ζητά απ’ τον δημιουργό να τη διηγηθεί, να την πει ή – αν μιλήσουμε με όρους του αρχαίου δράματος εκμεταλλευόμενοι υπαινικτικά τη φιλολογική ιδιότητα και της ποιήτριας – να την διδάξει.

Η ιστορία, δηλαδή, έχει την ανάγκη να ειπωθεί και γυρεύει τη διέξοδο, τη δραπέτευση στα χείλη του ποιητή. Εντούτοις, η ποιήτρια προχωρεί σε μια εξίσου ενδιαφέρουσα καινοτομία: γράφοντας ή λέγοντας αυτήν την ιστορία, “προδίδει” το αίτημα της τελευταίας και την “ανασταίνει”.

Στην ουσία η ποιητική φωνή δεν υπακούει απόλυτα στην ιστορία που διηγείται, αλλά χειραφετείται και διαγράφει τη δική της πορεία στον καμβά μιας ιστορίας ήδη υπάρχουσας. Και ασφαλώς δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από την ιστορία του έρωτα, την οποία όμως ο καθένας βιώνει ολότελα διαφορετικά.

Φίλησα τους λυγμούς σου/ στου κόσμου τα πέρατα να σκορπιστούν/ και έγραψα μια ιστορία για σένα/ αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά,/ μια ιστορία εξέγερση ενάντια στον χρόνο/ ακροτελεύτια απόκριση/ για τις αβυσσαλέες ερωτήσεις μας/ μια εξιλέωση/ για κείνα που θ’ αφήσουμε μισά (Από το ποίημα «Ώς το άπειρο», σ. 27).

Στον ποιητικό κόσμο της Πετράκη κομβική και εξέχουσα θέση κατέχει ο έρωτας. Από τις εποχές του χρόνου η άνοιξη γίνεται συνώνυμη της ζωής αλλά και το καλοκαίρι με το αυγουστιάτικο φεγγάρι είναι το ταιριαστό συνώνυμο του έρωτα.

Οι στίχοι της αποπνέουν διάχυτο ερωτισμό, ενώ έκδηλη είναι η θηλυκότητα του ποιητικού εγώ, καθώς η σωματοποίηση του έρωτα δεν είναι κάτι που φοβίζει την ποιήτρια, αντιθέτως την αποδίδει μαεστρικά.

Παρ’ όλα αυτά ο έρωτας σκιαγραφείται, κυρίως, ως ανάμνηση με έντονη νοσταλγική διάθεση. Μοιάζει να μην ανήκει στο παρόν. Στο τώρα, μάλλον, ανήκει ο απόηχός του. Ως προς αυτήν τη διαπίστωση είναι χαρακτηριστικά αφενός η λογοτεχνική εκμετάλλευση του ονείρου και αφετέρου η συσχέτιση των εποχών, στις οποίες η ποιήτρια αναφέρεται επανειλημμένως, με τον έρωτα.

Η αχλή του ονείρου επιμένει στωικά ακόμα και όταν το φθινόπωρο βρίσκεται στην πλήρη ακμή του και το καλοκαίρι έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το όνειρο προσμένει “να δει” μια ρωγμή λιακάδας, που θα τού χαρίσει την ελπίδα.

Από την άλλη, το θάμπος και η πάχνη του χειμώνα αντιπαρατίθενται στην αλλοτινή ζεστασιά του αγαπημένου σώματος, ενώ η φωνή του υπήρξε “πανωφόρι ζεστό” για το ποιητικό υποκείμενο που επιχειρεί να εξισορροπήσει στιχουργικά και, κυρίως, συναισθηματικά, τον έκρυθμο έρωτα που άλλοτε κατέλυε τη λειτουργικότητα των αισθήσεων με την τωρινή απουσία του, η οποία καθιστά τις μέρες “άνευρες ράγες”.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο έρωτας για την ποιήτρια στη διαχρονία του και ιδωμένος πλέον από μια απόσταση αναπαριστά μια σχέση δράσης – αντίδρασης και έλξης – απώθησης. Η ορμή του πάθους είναι ανεξέλεγκτη και η όποια προσπάθεια συγκρατημού της καταδικασμένη.

Είναι μια χαοτική μάχη αντιθέτων δυνάμεων και η ποιήτρια, ψύχραιμα και συνειδητά, έχει από καιρό αποδεχτεί τη θητεία σε αυτήν τη μάχη. Σε εισπνέω με κάθε μου κύτταρο/ Θριαμβικά σε εκπνέω/ με στίχους σε πλήρη αταξία/ ομιχλώδεις, ερεβώδεις, υποσυνειδησιακούς/ με άρρητα ενδιάμεσα κενά/ πιο κραυγαλέα κι από τις ίδιες μου τις λέξεις (Από το ποίημα «Σαρωτικό», σ. 22).

Ενδιαφέρουσα, επίσης, είναι η συσχέτιση του έρωτα με τον θάνατο και το μίσος, οι οποίες αμφότερες θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ως σχέσεις αιτίου – αιτιατού. Άραγε είναι ο έρωτας “λαβωμένη νίκη” ή “ήττα συντριπτική”;

Το σίγουρο είναι ότι η βίωση του έρωτα μεθά το σώμα και τον νου και δρα εθιστικά. Από την άλλη πλευρά του νομίσματος, όμως, η απώλεια του έρωτα, η έλλειψη αμοιβαιότητας, ο ανανταπόδοτος έρωτας, η προδοσία, η αυταπάτη, η ψευδαίσθηση σκορπίζουν την ανθρώπινη ψυχή και η ποιήτρια με ευγένεια, αξιοπρέπεια, συμπόνια και κατανόηση αγγίζει αυτές τις αιμάσσουσες, κακοφορμισμένες απ’ τον έρωτα πληγές.

Αυτές τις πληγές που οδηγούν στη μοναξιά, στην κενότητα. Άλλωστε είναι βέβαιο ότι κάποτε έρχεται η στιγμή της αλήθειας, της αναμέτρησης με τον εαυτό και τους άλλους, η στιγμή της αποκάλυψης και της διάλυσης της πλάνης.

Ψευδεπίγραφη η κραταιή μας ιστορία/ φιδιού διχαλωτό δηλητήριο συρίζει/ Την καρφώνω με λύσσα στο άγραφο χαρτί/ (Στου μολυβιού την άκρη το παραμιλητό μελιρροεί./ Μην είναι και η συντριβή μια ενοχή, ασθενική ηδονή;) (Από το ποίημα «Συντριβή», σ. 37).

Η ποιήτρια αναφερόμενη στα τετριμμένα των ανθρωπίνων σχέσεων ξεσκεπάζει με τους στίχους της κάθε μορφή συναισθηματικής φενάκης και επιλέγει τη γυμνή αλήθεια, ακόμα κι αν η μορφή της είναι αποκρουστική.

Εξάλλου όταν κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη δεν διακρίνει πια την φερέλπιδα νέα που ήταν κάποτε· νιώθει σαν η γυναίκα που έχει μπροστά της να έχει διαψεύσει τα όνειρα, τις ιδέες και τις προσδοκίες του κοριτσιού που ήταν κάποτε.

Ο αναγνώστης αισθάνεται αυτήν τη μελαγχολικά απολογητική διάθεση της ποιητικής φωνής και παρακολουθεί τον ανισότιμο διάλογό της με τον ανήλεο και, συγχρόνως, πανδαμάτορα χρόνο. Και στο σημείο αυτό έγκειται, θα λέγαμε, η τραγικότητα της ανθρώπινης υπόστασης, την οποία η ποιήτρια εν προόδω αποκαλύπτει αριστοτεχνικά.

Στην αρχή, δηλαδή, σκηνοθετεί τα ποιητικά κείμενα της συλλογής της με εικόνες από τη φύση και, κυρίως, από την καθημερινή ζωή, όπως για παράδειγμα τις δουλειές ρουτίνας ενός νοικοκυριού, όπου έχει ριζώσει η δύναμη της συνήθειας και της αενάως επαναλαμβανόμενης μηχανοποιημένης ζωής.

Στη συνέχεια ψήγματα αντιδραστικά και μια διάθεση εξέγερσης έρχονται να κλονίσουν το σκηνικό. Η υπέρβαση του εαυτού και η πραγμάτωση του vivere pericolosamente συνωμοτούν με την ποιητική φωνή, διακριτικά και χαμηλόφωνα, για την επερχόμενη και επιβεβλημένη ρήξη, ώσπου η ανάγκη αυτή γίνεται κραυγή και λυγμός, όταν πια η ζωή μοιάζει με “νεκρή φύση” σε έναν πίνακα ζωγραφικής που πλέον εγκλωβίζει και πνίγει την ποιήτρια.

Αν στις γωνίες δεις να χορεύουν σκιές/ φαντάσματα είναι/ πεθυμιές, προσμονές/ που δεν μπορούν να χωρέσουνε μέσα μου πια/ κι ούτε εγώ μέσα τους πια δεν χωράω (Από το ποίημα «Νεκρή φύση», σ. 56-57).

Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά ακόμα για την ποίηση της Άννας Πετράκη και το Σχεδίασμα σιωπής, ωστόσο στο πλαίσιο αυτού του κριτικού σημειώματος η παρουσίαση δεν μπορεί να είναι εξαντλητική.

Θα επιλέξουμε να ολοκληρώσουμε αυτές τις σκέψεις με αναφορά στα δύο τελευταία ποιήματα, τα οποία δανείζουν τον τίτλο στη συλλογή. Σε αυτά η ποιήτρια επιλέγει να προβεί σε μια διαπίστωση στυφή και στην αποτύπωση μιας ελπίδας κι ενός φόβου.

Η μνήμη δεν θάβεται με τυμπανοκρουσίες και ηχηρές δηλώσεις, η απουσία και η απώλεια πάντα κλωθογυρίζουν στο μυαλό. Ο καθένας μέσα του φωνάζει και διατρανώνει τη δική του αλήθεια. Και η ποιήτρια αυτό που παραδέχεται πικρά είναι το γεγονός ότι μεγαλώνοντας αυτή η αλήθεια ξεθωριάζει, το ουρλιαχτό αποδυναμώνεται και, εν τέλει, δίνει τη θέση του στη σιωπή.

Ήξερες πως πάντα φοβόμουν/ αυτά που μέσα μου ούρλιαζα/ και δεν τολμούσα να τα πω/ Μα τώρα κοίτα…/ Μεγάλωσα/ Άρχισα σιγά – σιγά/ και μέσα μου να σωπαίνω (Από το ποίημα «Σχεδίασμα σιωπής αρ. 2, Μεγαλώνω», σ. 74-75).

πηγή: Literature.gr

Διαβάστε επίσης