• 26 Απριλίου 2024,

Τα αχνάρια

 Τα αχνάρια

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Σάββατο επτά Μαρτίου του 2020. Ώρα 10:45′ πρωινή.

Βγαίνω από το πατρικό μου σπίτι, τραβώ απαλά και κλείνω πίσω μου την εξώθυρα. Ρίχνω λίγες ακόμα κροκέτες στο πιατάκι τής κοκκινότριχης γατούλας μου, που τρίβεται εδώ και ώρα πολλή στα πόδια μου χουρχουρίζοντας. Πιο πριν τη τάισα αλλά δείχνει να πεινά. Αχόρταγο το ζωντανό, μα έχει κι αυτό τις ιδιαίτερες ανάγκες του αυτή την εποχή. Εγκυμονεί.

Κάνω τρία τέσσερα βήματα πάνω στη ταράτσα, στέκομαι στο μέσον της και κοιτώ προς το βορά, κάτω στο κάμπο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ύστερα, στρέφω το βλέμμα μου ολόγυρα στις βουνοκορφές του Ορφικού Παγγαίου που αγκαλιάζουν τρυφερά, από νότο, ανατολή και δύση το χωριό μου, και για λίγο η ματιά μου στέκεται στο κάστρο. Εκεί που ανατέλλει ο ήλιος. Πάντα σα βγαίνω από το πατρικό μου το κάνω αυτό. Κοιτώ κάτω προς το κάμπο και πέρα απ’ αυτόν. Εκεί που χάνεται η ματιά μου. Εκεί που στα μικρά μου χρόνια, βρίσκονταν το άγνωστο. Και ύστερα…ύστερα κοιτώ, πίσω μου στο νότο. Πάντα η ματιά μου στη πιο ψηλή βουνοκορφή σαν βέλος χτυπά, εξοστρακίζεται και χάνεται στα ουράνια. Μαζί κι ο νους, κι η σκέψη μου σε μια μόνιμη αναζήτηση, του τί, του πώς και του γιατί του κόσμου. Ανάσα του μυαλού μου το βουνό κι ο κάμπος, είναι. Και το κάστρο. Εκεί, όπου σήμερα, είναι ο προορισμός μου, και που θαρρώ πως είμαι ένα με την αιώνια πέτρα του. Για μια ακόμα φορά στο κάστρο.

Ο ουρανός είναι καθαρός και καταγάλανος, με μονάχα δύο τρία μικρά κατάλευκα βαμβακένια σύννεφα, ψηλότερα από το κάστρο να σπάζουν τη μονοχρωμία του. Σαν να τον στολίζουν φαίνονται και σαν ακίνητα, σα ξεχασμένα από τη χθεσινή τη συννεφιά να είναι, μα σα τα κοιτώ καλύτερα τα βλέπω να γλιστρούν στο θόλο τον ουράνιο. Ένα ελαφρύ βοριαδάκι τα σπρώχνει και τα οδηγεί πίσω από τη ψηλότερη βουνοκορφή. Σε λίγο θα χαθούν.

Κατηφορίζω με το αυτοκίνητό μου προς το κέντρο του χωριού. Αμέσως μετά το πανέμορφο δημοτικό σχολείο που πρωτολειτούργησε και δέχθηκε τους πάνω από τρακόσιους πρώτους μαθητές του το 1936, στρίβω προς τα δεξιά στο κεντρικό το δρόμο που οδηγεί στη πλατεία. Περνώ από τη γέφυρα τής ρεματιάς που χωρίζει το χωριό μου σε δύο μαχαλάδες. Πανέμορφη ήταν η γέφυρα στης νιότης μου τα χρόνια με τα ψηλά αιώνια πλατάνια από τις δυο μεριές της. Στολίδι του χωριού η γέφυρα. Με τη δικιά της ιστορία. Εκεί, στις σκουροκαφετιές οριζόντιες σωλήνες που ήταν τα παραπέτια της, ακουμπούσαμε τα διψασμένα για τους πρώτους έρωτες εφηβικά κορμιά μας τα καλοκαιρινά απόβραδα των Κυριακών, χαζεύοντας και πειράζοντας τα κορίτσια που πήγαιναν πέρα δώθε στον κεντρικό το δρόμο, κάνοντας τη συνηθισμένη εκείνων των καιρών, της Κυριακής τη “βόλτα”. Μα τώρα, ούτε που διακρίνεται πια η γέφυρα. Άλλαξε, ασχήμυνε. Έχασε το λόγο τής ύπαρξής της. Έγιναν έργα, μπαζώθηκε μεγάλο τμήμα τής ρεματιάς, κι έγινε κήπος με παρτέρια και παγκάκια. Αφρόντιστος τις περισσότερες φορές. Δεν μου αρέσει τώρα, κι ας με συγχωρήσουν οι συντοπίτες μου.

Δυο μαχαλάδες έχει το χωριό μου. Τα εντόπια όπου βρίσκεται και το σπίτι μου που είναι ψηλά προς το βουνό, και τα προσφυγικά, που πριν το μεγάλο κακό και την ανταλλαγή των ανθρώπινων ψυχών, τα κατοικούσαν Τούρκοι. Πρόσφυγες κατατρεγμένοι και αποδεκατισμένοι τα κατοίκησαν τα γεμάτα πόνο εκείνα χρόνια τα σπίτια των Τούρκων. Άργησαν αρκετά να τους δεχθούν οι ντόπιοι, μα με το καιρό αμβλύνθηκαν τα πάθη που κάπως τους χώριζαν και απόμακρα τους κρατούσαν. Ένωσαν τη φτώχεια τους, τους χορούς και τα τραγούδια τους ντόπιοι και πρόσφυγες, τραγούδησαν μαζί και χόρεψαν κι έκλαψαν τους νεκρούς τους. Άρχισαν να γίνονται γάμοι μικτοί, συμπεθεριά και κουμπαριές κι ύστερα από χρόνια αρκετά, ενώθηκαν οι κάτοικοι. Και έγινε, ένα, το χωριό.

Φτάνω στη πλατεία και προχωρώ ευθεία. Διασχίζω τα προσφυγικά οδηγώντας ανατολικά και βγαίνω έξω από το χωριό. Μετά το τελευταίο όμορφο σπίτι του φίλου μου του Παντελή τελειώνει ο τσιμεντένιος δρόμος κι αρχίζει ο χωματόδρομος, ο δασικός. Ύστερα από λίγες δεκάδες μέτρα ακόμα φτάνω στο Κρυονέρι. Εκεί που ήταν το “Εξοχικόν κέντρον”, το Κρυονέρι. Αφήνω το αυτοκίνητο μου στην άκρη του δρόμου. Μια μισογκρεμισμένη παράγκα, σπασμένα διαλυμένα παγκάκια, πέτρες σκορπισμένες παντού από τα όμορφα άλλοτε πετρόχτιστα ντουβαράκια που συγκρατούσαν τα ανισόπεδα επίπεδα του δεντροστολισμένου κήπου τού εξοχικού κέντρου διασκέδασης. Χορταριασμένη και η στρογγυλή πίστα τού χορού…..ότι απέμεινε….

Μια λύπη και μια νοσταλγία με συνεπαίρνουν κι άξαφνα όλα αλλάζουν….

Απόγευμα είναι. Περασμένο. Λίγο πριν το μούχρωμα. Κοιτώ πίσω προς το δρόμο από όπου ανέβηκα πριν λίγο. Κοιτώ κι ολόγυρά μου. Άρχισε να πέφτει το σκοτάδι. Το Κρυονέρι είναι εκεί. Όμως, αλλιώς. Ζωντανό. Φώτα παντού χρωματιστά, λαμπιόνια στα δέντρα κρεμασμένα, τσίγκινα τραπεζάκια και γύρω τους ψάθινες καρέκλες όπου κάθονται παρέες, φίλοι, ζευγάρια αρραβωνιασμένα, αντρόγυνα με τα παιδιά τους. Πιο πίσω στα σκοτάδια, κρυμμένα ανάμεσα στα δέντρα, στις κρανιές και τις κυδωνιές, τα παράνομα ζευγαράκια ανταλλάσσουν φιλιά και όρκους παντοτινούς. Κόσμος πολύς. Και μουσική απ’το γραμμόφωνο του κέντρου. “Αχ Βαλεντίνα, αχ βρε τσαχπίνα….” Ακούω γύρω τριγύρω μου γέλια από παντού, τραγούδια και χαρούμενες φωνές. Ο Νίκος είναι εκεί. Και ο Διογένης, ο Τάσος, η Νούλα, ο Μπάμπης, η Νίτσα, η Χρυσάνθη. Όλοι, όλοι είναι εδώ κι εγώ μαζί τους.

Ένδεκα πρωινή χτυπάει το ρολόι της εκκλησιάς του Αποστόλου Θωμά και όλα γύρω μου σβήνουν. Χάνονται τα λαμπιόνια, τα φώτα. Και είναι τώρα ένας ήλιος δυνατός. Σάββατο επτά Μαρτίου του είκοσι είκοσι.

Αφήνω πίσω μου το Κρυονέρι. Στη τρανταχτή σιωπή του. Στο σκοτάδι τού παρελθόντος του και στην ερημιά του. Στα όνειρα. Προχωρώ, και μετά από δυο τρεις εκατοντάδες βήματα στο χωματόδρομο, φθάνω στη ρεματιά με το ξύλινο γεφυράκι και χώνομαι αριστερά στο φρεσκοφροντισμένο μονοπάτι. Το κάστρο φαίνεται τώρα πιο κοντά μου.

Βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Πατώ πάνω στα αχνάρια εκείνου. Διακρίνω και τις μικρές πατημασιές του εγγονού του. Του γιου μου. Συνήθιζε να πηγαίνει πολλές φορές στο κάστρο. Κι έπαιρνε μαζί του και το εγγόνι του. Τον “συνεχιστή” του. Φαίνονται και οι δικές μου οι πατημασιές. Διατηρημένες σαν τις πατημασιές του Νηλ Άρμστρονγκ στο φεγγάρι. Και της Βασιλικής. Και της Ελένης. Και της Χρυσούλας. Και της Γιωργιάς. Όλο το μονοπάτι πατημασιές ανθρώπων γεμάτο είναι. Όλα τα χρόνια κι όλες τις εποχές, όλων ο προορισμός ήταν ψηλά να ανέβουν. Ψηλά στο κάστρο. Στο κάστρο του μεγάλου Αλεξάνδρου. Στο Βρανόκαστρο. Στο κάστρο του Παλαιοχωρίου, των Αντιφιλίππων. Στο χαρούμενο, το πονεμένο, στο κάστρο της ζωής τους.

Ανταμώνομαι με πρόσωπα αγαπημένα, φιλικά, συγχωριανών μου πρόσωπα γνωστά, μα κι άλλων ξένων. Πολλοί ανεβαίνοντας με προσπερνούν, και άλλοι κατεβαίνουν. Και με κοιτούν. Και όλοι τους είναι σιωπηλοί…..Κάνω στην άκρη να του αφήσω τόπο να περάσουν.

Μα όμως όχι, δεν είναι σιωπηλοί, μιλούν. Μιλούν μα δεν ακούγεται η φωνή τους….

Χτυπά το κινητό μου και κάπως σαν να τρομάζω. Ο Τάσος είναι. Ερχόμαστε μου λέει. Με τον Χρήστο. Χάρηκα που θα έχω τη παρέα τους.

Είναι έθιμο μεσαιωνικό να ανεβαίνουμε στο κάστρο το Σάββατο μετά τη καθαρά Δευτέρα. Των Αγίων Θεοδώρων. Πάνω στο κάστρο είναι χτισμένο ένα μικρό ξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου. Έγιναν τα αρμόζοντα της μέρας ιερατικά, απολαύσαμε τη θέα, γευτήκαμε τα νηστίσιμα εδέσματα που με κόπο ανέβασαν τα παιδιά του συλλόγου πάνω στο κάστρο, ήπιαμε και καναδυό ποτηράκια. Από τον οίνο του Διονύσου και του Ορφέα. Ύστερα, πήραμε του γυρισμού το ίδιο μονοπάτι. Όλη μας η ζωή ένα μονοπάτι είναι. Σαν του πατέρα μου το μονοπάτι.

“Το παλιό το μονοπάτι”.

Κατέβηκα από το κάστρο παρέα με τον Τάσο και τον Χρήστο. Στο δρόμο ανταμωθήκαμε με πολλούς γνωστούς κι αγνώστους. Ανταλλάξαμε καλημέρες και ευχές.

Φτάνω στο αυτοκίνητό μου. Μανουβράρω και ξεκινώ. Κοιτώ από τον καθρέφτη πίσω μου το Κρυονέρι. Πιο πίσω αχνοδιακρίνεται το κάστρο.

Πατώ ελαφριά το γκάζι και παίρνω τον δρόμο του γυρισμού…

Του γυρισμού;

Για που;

Παλαιοχώρι Παγγαίου

Επτά Μαρτίου του δύο χιλιάδες είκοσι.

Διαβάστε επίσης