• 25 Απριλίου 2024,

Τα άσωστα

 Τα άσωστα

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Στενός ο δρόμος για το χωριό. Ίσα ίσα δυο λωρίδες, μία πήγαινε και μία έλα. Μια ευθεία πεντακοσίων μέτρων ο ασφάλτινος δρόμος είναι. Σε πεδινό μέρος, δίχως κλίση.

Στη δημόσια κεντρική οδό Καβάλας – Ελευθερούπολης – Σερρών βρίσκεται η διασταύρωση για τούτο το προσφυγικό χωριό και γω με το αυτοκίνητό μου έχω αυτή την κατεύθυνση.

Ο προορισμός μου είναι το δικό μου χωριό, αλλά μια σκέψη περνά απ’το μυαλό μου. Θα κάνω μια παράκαμψη.

Κόβω ταχύτητα, ανάβω αριστερό φλας, πράσινος ο φωτεινός σηματοδότης με το βέλος και έφυγα.

Πήρα την ευθεία.

Μέχρι τους πρόποδες του όρους Συμβόλου έξω από χωριό θα πήγαινα, για να δω σε ένα μέρος που ξέρω, για μανιτάρια. Macrolepiota procera το είδος τους. Θα πήγαινα να δω αν έκαναν την εμφάνιση τους μετά και από τις τελευταίες λίγες βροχές που έπεσαν.

Δίχως ελπίδα πήγαινα.

Σαν τους ερωτευμένους που ξέρουν ότι το “ταίρι” τους για μια ακόμα φορά δεν θα είναι εκεί. Δεν θα τους περιμένει. Και αυτοί, μια απέλπιδα προσπάθεια ακόμα κάνουν. Για την γλυκιά τους προσμονή.

Που ξέρεις, μπορεί.

Βλέπω από μακριά τρεις μεσόκοπες έως ηλικιωμένες γυναίκες (αλήθεια ποιό είναι τό όριο ανάμεσα στον μεσόκοπο και τον ηλικιωμένο;) πάνω στον δρόμο στην δική μου δεξιά λωρίδα με σακούλες στα χέρια να έχουν στήσει ψιλή κουβέντα, που λένε.

Δεν θέλω να τις ενοχλήσω, να χαλάσω την παρέα τους και να διακόψω το κουβεντολόι τους και σιγά σιγά πιάνω την αριστερή λωρίδα.Της εξόδου από το χωριό ας πούμε. Περπατητός πηγαίνω, με δέκα χιλιόμετρα την ώρα και μόλις πλησιάζω την παρέα η μία απ’αυτές δίχως να δει καθόλου στον δρόμο, κάνει να περάσει απέναντι διότι προφανώς ήθελε να αποχωρήσει από την συνεδρίαση. Έχουμε και δουλειές βλέπεις. Μεσημέριασε, πότε θα μαγειρέψει; Φρενάρω απαλά και φιλιόμαστε. Εγώ με το δεξί φτερό και η κυρία με το πλάγιο αριστερό μέρος, του αριστερού γλουτού της, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήτο και αρκετά ευτραφής.

Χαμογελώ γλυκά και μου το ανταποδίδει.

Μου κάνει νεύμα για συγνώμη και της ξαναχαμογελώ. Πιο γλυκά αυτή τη φορά.

Ξεκινώ αργά και βλέπω πίσω μου από τον καθρέφτη την μεσόκοπη ευτραφή κυρία που τελικά αποφάσισε να μην αποχωρήσει. Ο ήλιος ανεβαίνει μου θαμπώνει τα μάτια και κατεβάζω το αλεξήλιο. Προχωρώ, βγαίνω έξω από το χωριό προς το βουνό, μπαίνω σε έναν ανηφορικό στενό χωματόδρομο και σταθμεύω σε ένα μικρό ξέφωτο.

Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και χώνομαι μέσα στο πευκοδάσος με τα σχίνα και τις κουμαριές.

Ίχνος μανιταριών.

Έρωτας πικρός, ατελέσφορος.

Γυρίζω πίσω στο αυτοκίνητο, τινάζω τα κλαράκια και τις πευκοβελόνες από πάνω μου, μπαίνω στο αυτοκίνητο, κάνω τις μανούβρες μου και ξεκινώ.

Θα είχαν περάσει περίπου είκοσι με εικοσιπέντε λεπτά από τον ασπασμό μου με την μεσόκοπη ευτραφή κυρία.

Παίρνω την έξοδο από το χωριό, φτάνω στην ευθεία και βλέπω αυτό που ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα δω. Στο ίδιο ακριβώς σημείο οι τρεις μεσόκοπες με τις σακούλες γυναίκες. Θα είχε περάσει πάνω από μισή ώρα από το θερμοφίλημα.

Λες;

Λες να έχουμε πάλι αγκαλιές και ασπασμούς;

Αναρωτήθηκα.

Για τούτο κόβω ταχύτητα και περνώ αργά και προσεκτικά από δίπλα τους. Άλλον ασπασμό δεν θα τον άντεχα.

Σταματώ και ανοίγω το παράθυρο.

“Σε είδα τώρα, μη σκιάζεσε”, μου λέει η παρ’ολίγον ερωμένη μου.

“Βλέπω ότι καλά κρατάει η κουβέντα σας, θα έχετε φαντάζομαι καιρό να τα πείτε”, λέω εγώ.

“Μπα, από χτες το απόγιομα έχουμε να τα πούμε, να αποσώσουμε τα χτεσινά θέλουμε, μα σώνονται τα δικά μας!”

“Πούθε είσαι παλικάρι μ’; Απού δω είσι;”

“Όχι, από το Παλαιοχώρι.”

“Ααααα έχουμι μια νυφαδιά από κει, τ’ν Δήμητρα, του Πιρικλή τ’ν κορ’ . Τ’ν ξερς;”

Ακούω κόρνα πίσω μου και κάνω να φύγω.

“Στάσου ντε να σε πω.”

Προχωρώ λίγο και σταθμεύω παρακάτω. Έρχονται και με βγάζουν από το αυτοκίνητο. Θέλω δεν θέλω προσχωρώ στην παρέα.

Κι άρχισε το κουβεντολόι. Νέο κεφάλαιο ξεκινά δίχως να αποσώσουν την προηγούμενη κουβέντα και να καταλήξουν κάπου. Να βγάλουν τα πορίσματα.

Έχουν καιρό. Κι ας φάνε και μια μέρα πρόχειρα. Δεν χάθηκε ο κόσμος.

Κάθε μέρα μαγείρεμα μαγείρεμα. Ε μα πια!

Και πιάσαμε την κουβέντα.

Και πόσα δεν είπαμε…. τόσα κι άλλα τόσα κι ακόμα περισσότερα…..και ούτε τα μισά δεν είπαμε…

Τελικά, δεν “σώνονται τα δικά μας”…..

Και το καλοκαίρι καλά κρατεί!

Παλαιοχώρι, Οκτώβριος 2018

Σαν νά ‘ταν χτες!

Διαβάστε επίσης