• 5 Μαΐου 2024,

Τα δίδυμα

 Τα δίδυμα

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Δεν ήταν και το πιο ήσυχο από τα κορίτσια τής Χαρίκλειας, η Ανθούλα, που:

“Ζωή να έχουν μαρή Χαρίκλεια τα κορίτσια σου, μα πολύ ανάποδα είναι. Διάολοι μεταμορφωμένοι είναι”. Έτσι έλεγε στη μάνα τους, την Χαρίκλεια, η γειτόνισσά της η κυρία Φούλη. Και ήταν πολύ επιεικής ο χαρακτηρισμός “ανάποδα και διάολοι”, μπροστά σε  αυτά που υπέφερε η κυρά Φούλη σχεδόν καθημερινά από τα χνέρια που της έκαναν. Αλλά έδινε τόπο στην οργή. Ας όψεται η γειτονιά – μια αυλή τους χώριζε – κι ο άντρας τής Χαρίκλειας που ήταν όμορφος και είχε και μια όσο να πεις καλλιέργεια. Όχι σαν τον δικό της που μόνο από χωράφια, καλαμπόκια και καπνά ήξερε.

Έξι στον αριθμό ήταν τα κορίτσια και η Ανθούλα ήταν η μικρότερη, η πιο ανάποδη, δύστροπη αλλά και πονηρή και πανέξυπνη. Αυτή τα έκανε όλα, αυτή ήταν η αρχηγός. Αυτό το ήξερε η Φούλη καλά, το έζησε και το ένοιωσε πολύ καλά στο πετσί της λίγα χρόνια αργότερα.

Αααα και δυο αγόρια δίδυμα είχαν η Χαρίκλεια, τα μικρότερα, τα στερνοπαίδια τους. Η Χαρίκλεια με τον Θεόφιλο τον άντρα της, τον επονομαζόμενο “Στοχαστή”, πέτυχαν τα δίδυμα μετά από οκτώ αποτυχημένες γέννες. Δύο πεθαμένα στη γέννα κορίτσια και έξι ζωντανά. Και τί ζωντανά. Αυτά δεν ήταν κορίτσια, γαϊδάρες ξεσαμάρωτες ήταν. Καλά τα έλεγε η Φούλη, και λίγα έλεγε.

“Μπράβο ρε στοχαστή, δυνατό κανόνι έχεις.” Στοχαστή τον έλεγαν τον Θεόφιλο, το παρατσούκλι του ήταν γιατί διαρκώς σε μια περισυλλογή τον έβλεπαν.

“Μπράβο ρε στοχαστή τον πέτυχες τον στόχο σου. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.”

Έτσι του είχε πει ο άντρας τής κυρά Φούλης, που ήταν και κυνηγός, και κερατάς. Έτσι του είπε όταν γεννήθηκαν τα δίδυμα.

“Ευχαριστώ πολύ γείτονα, ευχαριστώ πολύ και μάλιστα διπλά ευχαριστώ, για να μη σου πω τριπλά.”

Και ήξερε καλά γιατί έλεγε τριπλά ο Θεόφιλος, όπως ήξερε καλά, και τι καλός κυνηγός ήταν ο γείτονάς του καθώς και πόσο κερατάς ήταν. Και αυτό καλά το ήξερε, γιατί, όταν έλειπε στο κυνήγι αυτός, η κυρά Φούλη έκανε τα μπάνια της, αρωματίζονταν και έβγαινε στο μικρό μπαλκονάκι που έβλεπε προς το σπίτι του. Αυτό ήταν το σήμα. Όταν όμως η κυνηγετική περίοδος τελείωνε, ο Θεόφιλος επανέρχονταν και τα έριχνε στην Χαρίκλεια.

“Βαρέθηκα πια Θεόφιλε να με ζουλάς. Δες τα χάλια μας. Έξι διάολοι, ζωή να έχουν. Θεε μου… θεε μου, συγχώραμε.”

“Μα ρε γυναίκα, και ένα παιδί να κάνουμε. Ποιος θα σταθεί στο πόδι μου σαν δε θα μπορώ πια εγώ;”

Και το πέτυχαν το παιδί, και όχι μόνο το πέτυχαν αλλά ήρθαν εις διπλούν. Δυο αγόρια.

Παναγίες σκέτες ήταν τα δίδυμα αντίθετα απ’ τα κορίτσια. Στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν και ούτε που ακούγονταν καθόλου στα παιχνίδια τους με τα άλλα παιδιά τής γειτονιάς. Ακόμα κι όταν μάλωναν μεταξύ τους, στα μουλωχτά μάλωναν και ο λόγος της αψιμαχίας ήταν πάντα το φαΐ και τα γλυκά. Στα γλυκά όμως άλλαζε λίγο το πράμα, εκεί ήταν η εξαίρεση, και ο καυγάς και οι τσιρίδες γίνονταν αντιληπτές, σε ολόκληρη την γειτονιά κι ακόμα παραπέρα. Στρουμπουλά στρουμπουλά σαν μεγάλα καρπούζια ήταν τα δίδυμα. “Αυτά είναι παιδιά”, έλεγε η κυρά Φούλη και τα ρούφαγε με τα φιλιά της και τα τσιμπολογούσε σε όλες τις μεριές τους, μέχρι που έγιναν παλικαράκια και τότε ήταν που το τσίμπημα έφευγε από τα μάγουλά τους και πήγαινε παρακάτω. Κι έβαζε τότε κι άλλα πράγματα στο νου της, πονηρά, πιπεράτα κι άνομα. Τέτοια πράγματα ανακατεύονταν στο μυαλό της και καρφώνονταν σαν πυρωμένα σίδερα στα μέσα της. Το είχε και στο αίμα της, και στο μυαλό της, και στο σωματικό της είναι, το ερωτικό το πάθος η Φούλη. Ήταν τόσο αθώα, τόσο αγνά αυτά τα παιδιά, τόσο έξυπνα και εξάλλου παιδιά τού όμορφου του γείτονα της ήταν, του στοχαστή. Μη χαθεί και η συνέχεια. “Αυτά είναι παιδιά” έλεγε, “όμορφα, καλά και μπορείς να τα ορίσεις κιόλας.”

“Σύρε ρε Αλεξάκη να με πάρεις απ’ τον μπακάλη λουλάκι να βάνω στο καζάνι με τα ασπρόρουχα που έχω στην φωτιά”, τον όριζε η κυρά Φούλη. Σφαίρα ο Αλέξανδρος, ο Αλεξάκης όπως τον έλεγε, σφαίρα από πίσω και ο Αχιλλέας. Ήξερε ο Αχιλλέας την συνέχεια για αυτό έτρεχε κι αυτός από πίσω. Όταν επέστρεφαν τους περίμενε από ένα λουκούμι ή υποβρύχιο σε ένα ποτήρι με δροσερό νερό. Αυτά ήταν παιδιά. Στρουμπουλά και όμορφα κι όσο μεγάλωναν τόσο πιο όμορφα και ζουμερά γίνονταν.

Και τότε, τότε ήταν εκείνη η στιγμή, τότε που έφτασε η κατάλληλη ώρα και ταυτόχρονα η ώρα που οι αντοχές της Φούλης είχαν εκπέσει. Δεν άντεχε άλλο.

Ο άντρας της στο κυνήγι, ο συλλογιστής είχε φύγει πρωί πρωί με τα ζώα για τα χωράφια, τα μεγάλα κορίτσια με την μάνα τους στο βουνό για ξύλα, τα ασπρόρουχά της στο καζάνι να τα ζεματά, τα δίδυμα μικρά όμορφα και ζουμερά αντράκια στον μπακάλη για λουλάκι, ο διάβολος η Ανθούλα στο σχολείο, και η Φούλη μέσα στο σπίτι στο πάνω πάτωμα, φορώντας μόνο τα λουλακιασμένα της λευκά εσώρουχα.

Και κει, πάνω στην κρεβατοκάμαρά της παίχτηκε η τελευταία σκηνή ενός αλόγιστου ερωτικού πάθους και ταυτοχρόνως δράματος, που είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν και το φινάλε του το είχε σκηνοθετήσει ο διάβολος, η Ανθούλα.

Όλα τα είχε καταλάβει το διαολάκι και τα είπε στον άντρα τής Φούλης, στην μάνα της και στις αδελφές της και εκείνη την μέρα τάχα έφυγαν όλοι και κείνη πήγε στο σχολείο. Κατάλαβαν όλοι βέβαια ότι ο συλλογιστής προσποιήθηκε ότι θα πάει στα χωράφια και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή κρυμμένοι όλοι στον αχυρώνα και κοιτούσαν από τις χαραμάδες των σάπιων σανίδων.

Πρώτα ανέβηκαν τα μικρά επάνω, τα τράβηξε η Φούλη μέσα στην κρεβατοκάμαρά της και άρχισε να τα εκπαιδεύει στην δοκιμή ενός άλλου είδους γλυκισμάτων, τα οποία τρώγονταν χωρίς ρούχα όπως εξήγησε η Φούλη στα “ζουμπουρλούδικά μου εσείς”.

Εν τω μεταξύ ο συλλογιστής που ήταν κρυμμένος στο πλυσταριό ανέβηκε από την εσωτερική σκάλα του ισογείου ολόγυμνος για να κάνει έκπληξη στην, ”Φουλάρα μου εσύ”, είπε μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρά της όπου πάνω στο κρεβάτι αντίκρυσε γυμνά τα δίδυμα με την Φουλάρα του.

Κανένας σκηνοθέτης δεν θα μπορούσε να φανταστεί και να καταγράψει την σκηνή που ακολούθησε, όταν εκείνη την στιγμή μπουκάρισαν μέσα οι έγκλειστοι της αποθήκης και όσοι γείτονες είχαν πάρει είδηση το περιστατικό.

 

Όλα τα λουλάκια του κόσμου δεν μπόρεσαν να ξασπρίσουν την μαυρίλα από το σώμα τής Φούλης. Ο κυνηγός σταμάτησε να κυνηγά, η Φούλη στα χωράφια, τα δίδυμα έκοψαν τα γλυκά με ζάχαρη και όσον αφορά τον συλλογιστή, από τότε και μετά και μέχρι τα βαθιά γεράματά του, έμεινε χαμένος στον κόσμο του, παραδομένος σε ένα είδος μιας μόνιμης περισυλλογής.

 

Νοέμβριος 2016

Διαβάστε επίσης