• 3 Μαΐου 2024,

Τα καμώματα της Άμια Βρυσίτσας: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

 Τα καμώματα της Άμια Βρυσίτσας: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Η Άμια Βρισίτσα ήταν μια γειτόνισσά μου που ο Πλάστης της την έκανε για να παράγει γέλιο. Είχε το ταλέντο, όλες τις φάσεις της ζωής να τις αντιμετωπίζει σκωπτικά και να μεταδίδει το γέλιο στους γύρω της,  πηγαίο, άφθονο και μεταδοτικό.

Πρώτα θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Νουνός της, το όνομα που της έδωσε ήταν Βρισηίδα, όνομα αρχαιοπρεπές και Ομηρικό. Στην καθομιλουμένη όμως της γειτονίας το όνομα αυτό ήταν δυσκολοπρόφερτο και ακατανόητο.

Έτσι οι γειτόνισσες το έπλασαν σύμφωνα με τις δικές τους δυνατότητες και ανάγκες σε Βρυσίτσα. Της έδωσαν ένα όνομα όλο δροσιά, γάργαρο και ζωογόνο όπως ήταν και το πνεύμα της. Η Άμια Βρυσίτσα με τον Κυρ Απόστολο, τον άνδρα της, κατάγονταν από τα Μοσχονήσια ένα προάστιο των Κυδωνιών της Μικράς Ασίας, του γνωστού στα Τουρκικά Αϊβαλή.

Στην Ελλάδα ήρθαν αφού άφησαν στον τόπο τους δυο ψαροκάικα, μια μεγάλη περιουσία σε γη, τους τάφους των αγαπημένων τους και τον δεκαενίαχρονο γιο τους, τον Μιχάλη. Ο Μιχάλης δεν πήγε στα τάγματα εργασίας όταν κλήθηκε από τον Τούρκικο στρατό.

Τα τάγματα εργασίας στην πραγματικότητα ήταν μια εφιαλτική μέθοδος εθνοκάθαρσης για τους χριστιανούς και ιδιαίτερα για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Την μέθοδο αυτήν την δίδαξαν οι Γερμανοί στους συμμάχους τους τότε Τούρκους, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μόνο έτσι, τους είπαν, ότι μπορούσαν να ξεριζώσουν το μιλέτι των Ελλήνων από εκείνα τα χώματα. Οι  περισσότεροι δεν κατάφερναν να επιβιώσουν σ’ αυτά τα Τάγματα. Τα “αμελέ ταμπούρου” στα Τούρκικα  ήταν τόποι βασανισμού και εξόντωσης, αφού οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες ενώ το φαγητό και το νερό που τους έδιναν ελάχιστο και πολλές φορές ακατάλληλο.

Για τον λόγο αυτό τα παλικάρια των Ελλήνων προσπαθούσαν με κάθε μέσον να τα αποφύγουν. Ο Μιχάλης κρύβονταν στο «ΠΑΝΑΓΙΑ», ένα από τα καΐκια τους για πολύ καιρό. Δυο φορές το έψαξαν το καΐκι αλλά δεν τον βρήκαν.

Την αφέγγαρη βραδιά που ήταν έτοιμοι να σαλπάρουν για Μυτιλήνη τους έπιασαν. Ο κυρ Απόστολος έταξε στον Τσαούση που ήταν επικεφαλής στο απόσπασμα, να του δώσει ένα σακουλάκι με χρυσές λίρες για να τους αφήσει να φύγουν.

Η απάντηση του Τούρκου ήταν, αφού πήρε πρώτα το σακουλάκι, ένα ισχυρό χτύπημα με το πιστόλι του στο κεφάλι του Απόστολου που τον πήραν τα αίματα. Η συνέχεα που ακολούθησε, η λεηλασία σ’ ότι είχαν  μαζέψει για να στηριχθούν στην αρχή στην καινούργια Πατρίδα.

Τον Μιχάλη τον οδήγησαν στα μπουντρούμια και τον Απόστολο και την Βρυσίτσα την επομένη στο καράβι που μετέφερε τους πρόσφυγες απέναντι στην Μυτιλήνη. Στην Μυτιλήνη κατέβηκαν με τα ρούχα που φορούσαν μόνο.

Οι συμπατριώτες τους και οι Μυτιληνιοί τους συμπαραστάθηκαν στην αρχή. Στον τόπο εκείνο έμειναν δυο χρόνια έχοντας την κρυφή ελπίδα ότι θα συναντήσουν τον Μιχάλη. Ξέρανε ότι αν το παιδί τους έβρισκε ευκαιρία και έπεφτε στην θάλασσα θα μπορούσε, έστω και κολυμπώντας, να διασχίσει τα 5 μίλια που χώριζαν τις δυο ακτές.

Το είχε ξανακάνει ο Μιχάλης σ’ ένα ναυάγιο που του έλαχε ανοικτά της Σάμου. Σώθηκε κολυμπώντας δυο μέρες και με δύσκολο καιρό. Είχαν άλλα δυο παιδιά ο κυρ Απόστολος και η Άμια Βρυσίτσα, τα οποία όταν  ήρθε στην Μικρά Ασία ο Ελληνικός Στρατός κατατάχτηκαν εθελοντές.

Επικοινωνούσαν τακτικά με τα παιδιά τους εκείνα μέχρι τον Ιούνιο του είκοσι δύο. Έχουν τις Ελπίδες τους ότι θα τα βρουν στην Ελλάδα. Την ιστορία αυτή ο κυρ Απόστολος την είχε πει πολλές φορές στην ουζοπαρέα, στο Μπακάλικο του Μπάρμπα Δήμου.

Τότε που το πνεύμα του οίνου ξεκλείδωνε όλα εκείνα τα ντουλαπάκια της μνήμης του και ξεπρόβαλαν από μέσα εκείνα τα ιερά για αυτόν που είχε φυλαγμένα και τα τοποθετούσε σαν άγια απόθετα επάνω στο κρασοβάρελο, την δική του Άγια Τράπεζά και τα κοινωνούσε στους γύρω του σα θεία μετάληψη.

Ο κυρ Αποστόλης ήταν ένας άνθρωπος που ενέπνεε τον σεβασμό. Ευθυτενής και σοβαρός, υψιπετής και ολιγόλογος. Όταν έπρεπε να μιλήσει ο λόγος του ήταν λακωνικός και γεμάτος. Εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα είχε η Άμια Βρυσίτσα.

Αυτή ήταν μόνη της μια γιορτή, ένα πανηγύρι που την χαίρονταν οι γύρω της και επιδίωκαν τη συντροφιά της. Στην πόλη μας ήρθαν μετά, αργότερα από τους άλλους πρόσφυγες και τους έδωσαν μια κάμαρη στο επάνω διαμέρισμα της προσφυγικής κατοικίας, στην οδό Νοταρά 8 και Δεληγιάννη γωνία.

Η τύχη το έφερε στην γωνία αυτή της Δεληγιάννη, κάτω από την μουριά που ήταν στο πεζούλι του σπιτιού τους, να βρίσκεται η μοναδική βρύση της Δεληγιάννη. Όταν αργότερα επί Δημαρχίας Μελησσάκη  τοποθετήθηκε και άλλη βρύση, η παλιά ήταν η βρύση της Βρυσίτσας.

Η Άμια Βρυσίτσα ήταν γεννημένη να δημιουργεί γέλιο. Όλα τα γελοιοποιούσε με τον τρόπο της και τα μετέτρεπε σε γέλιο. Γέλιο πηγαίο και ξεκαρδιστικό και το μετέδιδε σ’ αυτούς που την περιέβαλλαν που το απολάμβαναν.

Όταν κάτω στην βρύση, στην σειρά για το νερό άρχιζε η κλοτσοπατινάδα και οι γκαζοντενεκέδες έπαιρναν την κατηφόρα στα σκαλάκια της Νοταρά, κατέβαινε κάτω αναμαλλιασμένη, κάθονταν επάνω στο πεζούλι της βρύσης, φώναζε κοντά της με σοβαρό ύφος, αυτές που ήταν έτοιμες να ξεμαλλιαστούν για τη σειρά τους.

Άρχιζε να τις λέει την ιστορία της με πρωταγωνιστές την ίδια και τον άντρα της με φανταστικό ασφαλώς θέμα, συναφές όμως με το σημερινό συμβάν και στο τέλος ήταν τόσο αστείο που έτρεχαν τα μάτια όλων  δάκρια από το γέλιο.

Οι αντιμαχόμενες παραδόξως γελούσαν αγκαλιασμένες και λοιδορούσε η κάθε μια τον εαυτό της για την προηγούμενη ανοησία τους. Καμιά φορά για να την κατεβάσουν από πάνω δημιουργούσαν ψεύτικους  καβγάδες.

Η Άμια Βρυσίτσα κατέβαινε πάλι για να παίξει τον ειρηνοποιό ρόλο της και όταν καταλάβαινε το παιχνίδι που της παίξανε, γελούσε και τις έλεγε «Ναμικιόρες, με κατεβάσατε γριά γυναίκα τόσα σκαλιά δίχως λόγο.

Έχω μωρή το φαγητό στη φουφού και θα το κάψω και ποιος ακούει τον Αποστόλη». Η μεγάλη γιορτή για τις γυναίκες της γειτονία ήταν όταν τα ζεστά απογεύματα της άνοιξης και του καλοκαιριού έπαιρνε το εργόχειρο της μαζί με το κεντημένο συλτεδάκι της και κάθονταν στην σκιά της μουριάς.

Για πότε θα μαζεύονταν γύρω της το γυναικομάνι της γειτονιάς δεν το έπαιρνες είδηση. Το τι λέγονταν εκεί για μας τους πιτσιρικάδες ήταν αυστηρώς ακατάλληλα και απαγορευμένα. Όταν καμιά φορά πλησιάζαμε με τον ενδεχόμενο δόλο σε σημείο από το οποίο θα μπορούσαμε να ακούσουμε αυτά που έλεγε η Άμια Βρυσίτσα, τότε γινόμασταν στόχος από παντόφλες, τσόκαρα και ότι άλλο υπήρχε διαθέσιμο και απομακρυνόμασταν αμέσως.

Εμείς την απολαμβάναμε στις Αποκριές. Θα ντύνονταν με πολύ γούστο κυρίως θέματα Αριστοφανικά. Άλλοτε φορούσε την φορεσιά Οδαλίσκης και την ακολουθούσαμε σ’ όλα τα Πεντακόσια, ιδίως στα στέκια που σύχναζαν άντρες και χόρευε παθιασμένα ανατολίτικους ρυθμούς και ξεσήκωνε τον κόσμο.

Άλλοτε πάλι έπαιρνε την μορφή βαρβάτου αρσενικού κρεμώντας μπροστά της το γουδοχέρι της σκορδαλιάς μαζί με δυο στρόγγυλα κρεμμύδια και κυνηγούσε τις γυναίκες. Ένα  πρωινό την είδαμε να κατεβαίνει με έναν γκαζοντενεκέ στο χέρι και να τον χτυπά ρυθμικά με το γουδοχέρι.

Μας φώναξε να την ακολουθήσουμε. Το  κάναμε με πολύ χαρά γιατί ξέραμε ότι θα είχε γέλιο. Γυρνούσαμε γύρω-γύρω από το σπίτι της Μαρούλας. Η Μαρούλα ήταν μια όμορφη γυναίκα της γειτονιάς μας, παντρεμένη με τον Τάκη, ένα όμορφο παλικάρι που δούλευε οικοδόμος.

Είχαν τρία παιδιά. Το κουσούρι, έλεγαν, της Μαρούλας, ήταν ερωτευμένη με την εικόνα της, με τον εαυτό της. Έπασχε δηλαδή από ναρκισσισμό. Πολλές φορές ακούγαμε καυγάδες από το σπίτι τους. Αιτία τα χρήματα για τις ανάγκες της οικογένειας που άφηνε ο Τάκης πήγαιναν σε κρέμες και πατσούλια για να αλείβεται.

Την ημέρα εκείνη εμείς ακολουθούσαμε την Άμια Βρυσίτσα δίχως να γνωρίζουμε τον λόγο. Ο κόσμος όμως που βγήκε στα παράθυρα πρέπει να ήξερε. Αργότερα μάθαμε ότι εκείνη την ημέρα η Μαρούλα είχε σπιτώσει τον Θανασάκη, έναν νεαρό μουσικό που ήταν νεόφερτος στην γειτονία μας.

Η Θεία Βρυσίτσα είχε αντιληφθεί την πράξη της Μαρούλας και της χτυπούσε τα νταούλια. Έτσι διαπόμπευαν τότε πράξεις που αντέβαιναν την κοινωνική ηθική και το άγραφο δίκαιο της κοινωνίας της γειτονίας  μας.

Όλα τα γελοιοποιούσε η Άμια Βρυσίτσα και τα μετέτρεπε σε γέλιο. Ακόμη και την κηδεία του άντρα της, του Απόστολου, την έκανε γέλιο. Την βραδιά που τον ξενύχτισαν ακούγονταν πάνω από την κάμαρη τρανταχτά γέλια.

Κατά την τελετή της κηδείας στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, όταν ο Πάτερ Στράτος έσκυψε να την συλλυπηθεί, δεν ξέρω τι του είπε, παράτησε την τελετή ο παπάς και πήγε γρήγορα μέσα στο ιερό για να μη του ξεφύγουν τα γέλια.

Αυτή ήταν η Άμια Βρυσίτσα και έφυγε πλήρης ημερών από αυτόν τον κόσμο πάνω από τα ενενήντα της χρόνια. Λένε ότι ο μορφασμός της τελευταίας εικόνας της στο νεκροκρέβατο της ήταν τόσο αστείος που όταν την έβλεπες δεν μπορούσες να συγκρατήσεις τα γέλια. Εγώ δεν έτυχε να είμαι παρών…

Παναγιώτης Φώτου

Διαβάστε επίσης