Dark Mode Light Mode

Το Χαϊβάνι

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


 

Λέω πρώτα να σας συστηθώ. Με αρέσει να συστήνομαι. Εγώ….εγώ είμαι ο Θόδωρος Θυμιούδης απ’ τη Νικόργιανη, και με αρέσει να συστήνομαι. Έτσι είδα πως κάνουν και οι άλλοι ανθρώποι, και το είδα και στο σινεμά όταν έγινα λίγο και πολύ μεγάλος. Το χωριό μου είναι καταμεσής στα μαύρα χώματα και έχει δύο μαχαλάδες. Τα προσφυγικά και τα εντόπια. Ανάμεσα στους μαχαλάδες κυλά ήσυχα ήσυχα, αυτό, που κεντρικό κανάλι το λένε. Κάθε μέρα εγώ ανεβαίνω στη μεγάλη γέφυρα και ψαρεύω ψάρια. Από μικρός που ήμανε. Με αρέσει να ψαρεύω και να κοιτώ τα ψάρια να σπαρταρούν. Εγώ…εγώ τότες είμαι ο Θεός τους. Τώρα που με βλέπεις εσύ και οι άλλοι, είμαι μεγάλος. Είμαι εικοσιεπτά χρονώ τώρα, αλλά μπορεί και εικοσιεννιά. Ψηλά από τη γέφυρα ψαρεύω. Αγριβάδια ψαρεύω. Μερικοί τα λένε και σαζάνια. Για δόλωμα βάζω σπυριά καλαμπόκι. Τις πιο πολλές φορές δεν πιάνω κανένα ή μοναχά ένα. Μερικές φορές όμως που με παίρνει ο Γιώργος με τη βάρκα, ψαρεύω κανένα παραπάνω. Ο Γιώργος ρίχνει πολλά αγκίστρια μαζί. Παραγάδι το λέει. Πιάνει πολλά αγριβάδια, τα περνάει σε ένα σύρμα από το στόμα δυο δυο και τρία τρία, τα έχει κρεμαστά, και τα πουλάει στην πλατέα του χωριού. Κάθεται στο καφενείο, πίνει το ούζο του, περνά ο κόσμος, τα κοιτά, διαλέγουν ένα δυο και τα αγοράζει Τα παζαρεύουν κιόλας. Οι μπαμπάδες τα αγοράζουν. Εμένα με αρέσουν τα αγριβάδια. Να τα τρώω λέω πως με αρέσουν, μα δεν έχω μπαμπά να με τα αγοράσει, και η μαμά μου δεν έχει λεφτά. Από μικρός που ήμανε δεν είχα μπαμπά. Μερικές φορές όμως με δίνει από κανένα αγριβάδι ο Γιώργος.

Με αρέσει το χωριό μου. Πολύ με αρέσει. Εμένανε με λένε Θόδωρο. Με βάφτισαν Θεόδωρο γιατί η μαμά μου λέει ότι είμαι του Θεού δώρο. Επειδή είμαι λίγο μπουνταλάς, λέει. Έτσι λέει γεννήθηκα. Κάτι συνέβηκε, κάτι έπαθε η μαμά μου όταν με γέννησε και έγινα χαζούλης. Πτωχός τω πνεύματι. Έτσι με λέει ο κυρ-δάσκαλος. Μετά πάλι, σαν ήμανε μικρός, έπαθα και μια αρρώστια που τη λένε πολιομυελίτιδα και έγινα και κουτσός. Και έτσι, έγινα δυο φορές του Θεού δώρο. Ύστερα σκοτώθηκε ο μπαμπάς μου στο μεγάλο πόλεμο κι ήρθαν και οι Βουλγάροι στο χωριό μου. Αυτοί οι Βουλγάροι σα καλοί να ήτανε με φαίνονταν γιατί έρχονταν στο σπίτι μας, πείραζαν τη μαμά μου, γελούσαν πολύ, εμένα με έδιναν καμιά σοκολάτα και με έδιωχναν από το σπίτι. Ύστερα όταν γυρνούσα, η μαμά μου έκλαιγε, και τότε εγώ καταλάβαινα πως μπορεί να είναι και πολύ κακοί οι Βουλγάροι. Και αυτό εγώ το καταλάβαινα γιατί μερικοί άλλοι ανθρώποι, έλεγαν πως τους δέρνουν και τους χτυπούν κιόλας πολύ, οι Βουλγάροι. Και τους κλέβουν κιόλας. Τα φαγιά. Μετά είχα και μια αδερφή που γεννήθηκε. Ασπασία την έλεγαν. Και αυτή δεν είχε μπαμπά. Ήταν λέει μπάσταρδο και την κορόιδευαν. Μούλα την έλεγαν. Εεεεεε….καλά.

Εγώ έμαθα και στην Ασπασία να συστήνεται. Με το χέρι την έμαθα να συστήνεται όπως το είδα μια φορά όταν λίγο μεγάλωσα, που συστήθηκε η δασκάλα σε ένα γιατρό που ήρθε στο χωριό να μας μιλήσει για αρρώστιες. Τον έπιασε το χέρι, το κούνησε πάνω κάτω, είπε πως την λένε, και το ίδιο έκανε και ο γιατρός. Όμορφη που ήτανε. Η δασκάλα, σε λέω. Και σε σένα το λέω, και στους άλλους. Πολύ όμορφη ήτανε και πολύ τη κοιτούσε ο γιατρός, κι εγώ τότες ήθελα να του ρίξω μια κλωτσιά. Μα όμως, πάλι ήτανε γιατρός, πως εγώ να το κάνω αυτό. Εγώ πρώτη φορά έμαθα να συστήνομαι στο χωράφι. Με μια καλαμποκιά. Έπιασα με το χέρι μου ένα μεγάλο φύλλο της σα να ήταν γυναίκα η καλαμποκιά και το φύλλο το χέρι της, και την είπα:

“Με λένε Θόδωρο”.

Ύστερα πήγα από την άλλη μεριά σαν να ήμανε εγώ η γυναίκα και με είπα:

“Χαίρω πολύ, εμένα Μισιρνιά”.

Κι ύστερα πάλι, έγινα εγώ, και είπα και εγώ:

“Χαίρω πολύ”.

Έτσι έμαθα να συστήνομαι εγώ, και το έμαθα και στην αδερφή μου. Εγώ, εγώ δεν έχω γυναίκα… . πολύ θα ήθελα να συστηθώ σε ένα άλλο αληθινό κορίτσι που να είναι σα γυναίκα και ύστερα να τη κάνω γυναίκα μου, αλλά η μαμά με λέει πως είμαι χαϊβάνι και είμαι και σακάτης….. ποιά θα με πάρει εμένανε;

Και εγώ λέω πως χαϊβάνι δεν είμαι… και…και….και….ωωωωω….άσεμε και εσύ τώρα…παρατάτε με όλοι σας….

Φεύγω….φεύγω τώρα….πάω στη γέφυρα τώρα…πάω μήπως πιάσω και κανένα αγριβάδι…

 

Από τα παλιά… Φεβρουάριος 2020

*****

Στην Πολίτικη διάλεκτο, “μισίρι” είναι το καλαμπόκι, “μισιρνιά” το φυτό καλαμποκιά.

—-

Αγριβάδια: Τα έλεγαν και έτσι κάποιοι παλιοί τα γριβάδια.

Προηγούμενο άρθρο

ΕΟΔΥ: 2.301 νέα κρούσματα, 18 στο Ν. Καβάλας

Επόμενο άρθρο

Αλλαγή διοικητή στη ΧΧ Μεραρχία Τεθωρακισμένων