Dark Mode Light Mode

Το χαμοκέρασο

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


 

Έτσι γεννιόμαστε, με τη λαχτάρα τούτη γεννιόμαστε. Με τούτο το “αλλόκοτο” γλυκό συναίσθημα. Έτσι μας έφτιαξε του σύμπαντος ο κυβερνήτης. Ίσως το έκανε επί τούτου, για να μας τυραννά. Τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα των γεννητόρων μας. Και μάλιστα πολύ πριν, πριν καν καρπίσει το κορμί μας, άγουρο όσο στέκει ακόμα, ξυπνά μέσα μας τούτο το “όμορφα άγριο” συναίσθημα. Ο έρωτας. Γι αυτόν μιλώ. Για τον έρωτα λέω. Γεννοβολά και πολλαπλασιάζεται μέσα στα στήθια μας και μας παρασέρνει σε αχαρτογράφητα άγνωστα μέρη του νου και της καρδιάς, κι εμείς οι δύσμοιροι αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που μας συμβαίνει.

Θεανώ.

Έξι στα επτά, εγώ. Πρώτη δημοτικού. Ο πρώτος μου έρωτας είχε αυτό το όνομα. Δώδεκα χρονώ η Θεανώ. Μικροκαμωμένη. Όμορφη. Λουλούδι του παραδείσου. Ίον το εύοσμον που έλεγε κι ο δάσκαλός μας. Έτσι την έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια.

Τί μου έκανες; Ε;

Εσένα λέω, κορίτσι… γυναίκα… εσένα λέω…

Και πώς να σου το πω!

Πώς να σου μιλήσω για αυτό;

Πώς να σου μιλήσω για τις ατελείωτες μέρες που μου τριβέλιζες το μυαλό μου. Τα χτυποκάρδια μου. Να σου πω για τα περάσματα ολημερίς από το σπίτι σου, μα μεσημέρι ήταν, μα απόγευμα, μα τα πρωινά της Κυριακής. Σχολούσα κι ερχόμουν από τον δρόμο σου για το σπίτι μου. Εσύ με τη ξαδέλφη σου μπροστά και εγώ πίσω σας, ακόλουθός σας.

“Γιατί έρχεσαι από εδώ και κάνεις τη γύρα”, μου είπες μια φορά.

“Μου αρέσει να περνώ από το ρέμα με τα πλατάνια”, σου απάντησα, κι εσύ γέλασες. Με κορόιδεψες θαρρώ. Βλέπεις ήσουν μεγάλη και κοιτούσες αλλού.

Κι εγώ;

Εσένα λέω Θεανώ…

Σε σένα μιλώ…

Σε σένα μιλώ… και….πώς όμως να σου τα πω;

Εγώ ήμουν, εγώ ήμουν που έσπασα το τζάμι στο σπίτι του Βασίλη … συνέχεια με αυτόν ήσουν και χασκογελούσες στα διαλείμματα…. μ’αυτόν… για εκδίκηση το έκανα…και έκανα κι άλλα και πως να σου τα πω…..τα πάθη μου…

Κι ύστερα, ύστερα που πέρασαν μέρες πολλές, μια μέρα, θυμάσαι τη μέρα;

Τότε ήταν, εκείνο το απόγευμα ήταν που στο πάρκο με τις καστανιές είχα μια χούφτα κατακόκκινα χαμοκέρασα…

Κι ήσουν κι εσύ εκεί….

Σου έτεινα τη χούφτα μου και σου τα πρόσφερα, κι εσύ σήκωσες μπροστά το φουστάνι σου και το έδεσες στο πλάι, σαν ποδιά… κι είδα εγώ ως ψηλά… είδα…

Σε πλησίασα, ένιωσα τη μυρωδιά σου και γεύτηκα τον έρωτα στο φιλί σου δίχως να ξέρω τι ήταν αυτό που συνέβαινε στη παιδική ψυχή μου….

Επτά χρονώ…

Θυμάσαι;

“Πάμε”, μου είπες. “Πάμε, προς τα πάνω… πιο πάνω από τις καστανιές πάμε, εκεί, εκεί κάτω από τις φτέρες έχει πολλά χαμοκέρασα…”

Έτσι είπες κι έβαλες μπροστά μια τρεχάλα.

Θυμάσαι;

Σκλάβος σου εγώ…σε ακολούθησα…

Μια ματιά σου, μια σου λέξη…

Μέρες πολλές κοιμόμουν με τη σκέψη σου…

Ποτέ δεν σου τα είπα…

Επτά χρονώ…

Έρωτας;

Έρωτας.

Θυμάσαι που στις σχολικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς, ήσουν ντυμένη μαργαρίτα, καθιστή στο χώμα στην αυλή κι εγώ ντυμένος μελισσούλα ερχόμουν από πάνω σου τάχατες πετώντας, σε μύριζα κι έκλεβα τη γύρη σου;

Θυμάσαι;

Έπρεπε λέει να πηγαίνω γύρω γύρω και στις άλλες μαργαρίτες μα εγώ ήθελα μονάχα να έρχομαι σε σένα.

Θυμάσαι;

Κι ύστερα όμως, ύστερα έφυγε το καλοκαίρι κι έφυγες κι εσύ μαζί του. Στη πόλη. Μακριά. Στο οικοτροφείο. Για να πας στο γυμνάσιο μου είπες ένα απόγευμα που περνούσα πάλι από το σπίτι σου.

Κι έμεινα μόνος. Και δεν ξαναγύρισες ποτέ. Πήγαινα στο πάρκο μάζευα χαμοκέρασα κι ήταν που λες Θεανώ μου ξινά κι ας ήταν κατακόκκινα.

Κι ύστερα έφυγα κι εγώ.

Χαθήκαμε.

Δεν στο έχω πει ποτέ αυτό…

Ποτέ δε σου μίλησα.

Επτά χρονώ.

Θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά;

Με θυμάσαι;

Ποτέ δεν σε ξέχασα…

Πάνε τώρα χρόνια και χρόνια… πολλά χρόνια..

*****

Το νερό της θάλασσας ζεματάει…

Γύρω μου κεφάλια με ψαθάκια ξεπροβάλλουν πάνω από την επιφάνεια της ακύμαντης θάλασσας…

Σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος…

Βυθίζομαι μέσα στην αλμύρα της ….

Κρατώ λίγα δευτερόλεπτα την αναπνοή μου, ανέρχομαι στην επιφάνεια, κοιτώ γύρω μου και καταφέρνω μερικές δυνατές απλωτές…

Ισορροπώ, δεν πατάω…

Γυρίζω προς τα πίσω το κεφάλι μου…

Την βλέπω…

Είναι εκείνη…

Θυμάσαι; ψιθυρίζω….

Σε σένα μιλώ…

Σε σένα με το ψάθινο καπέλο…

Δε με θυμάσαι ε;

Πέρασαν χρόνια…

Ποτέ μου δεν σου μίλησα…

Ήμουν επτά και ήσουν δώδεκα…

Ήσουν το χαμοκέρασό μου…

Για πολλά πολλά χρόνια…

Είσαι από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου…

Μαύρη επιθυμία…

 

Χτυπά η καμπάνα της Αγίας Ειρήνης…

Όπως κάθε πρωί…

Ο ήλιος ανέτειλε κι εγώ έβαλα πλώρη προς τα βαθιά κι ας ήξερα ότι αυτό που νικά είναι τα άπατα νερά….

 

Ακτή Καλαμίτσας

Αύγουστος 2021

Προηγούμενο άρθρο

Συνάντηση του Κώστα Βακιρτζή με την Παραολυμπιακή ομάδα Άρσης Βαρών στο «Αλεξάνδρα Δήμογλου»

Επόμενο άρθρο

Μακάριος Λαζαρίδης: «Ο κ. Τσίπρας και οι… σύντροφοί του κρίνονται μετεξεταστέοι»