• 17 Μαΐου 2024,

Το έγκλημα της εξόντωσης του Ποντιακού Ελληνισμού με τις πορείες θανάτου

 Το έγκλημα της εξόντωσης του Ποντιακού Ελληνισμού με τις πορείες θανάτου

Παρακάτω ένα κομμάτι από την αφήγηση της Θείας μου Σοφίας που συμμετείχε σε μια τέτοια πορεία στην ηλικία των οκτώ ετών και είχε αρχή την Οινόη του Πόντου και κατάληξη το Χαλέπι της Συρίας.

Ξεκίνησαν 1524 άτομα και έφτασαν λιγότεροι από 250 στο Χαλέπι.

«Το πρωί της άλλης μέρας η φρουρά μας έχει αλλάξει. Τώρα είχαμε για φρουρούς στρατιώτες έφιππους και τον αξιωματικό τους να ιππεύει ένα περήφανο κάτασπρο άλογο. Η ανθρώπινη κορδέλα που ξεκίνησε σήμερα για την πορεία μας ήταν η μισή και λιγότερο από την αρχική.

Ο δρόμος του πουθενά  σήμερα ήταν κατηφορικός. Οι φύλακες μας ξεκούραστοι και περισσότερο σκληροί προσπάθησαν με τα γνωστά μέσα του βούρδουλα και της κλωτσιάς να δώσουν μεγαλύτερη ταχύτητα στην κίνηση μας.

Αυτό όμως ήταν δύσκολο γιατί η ταλαιπωρία, η ασιτία και οι ασθένειες είχαν βάλει βαρίδια πολλών δραμιών στα πόδια μας και η κίνηση γίνονταν με το δικό μας ρυθμό και όχι των βασανιστών μας. Πολλοί δεν άντεχαν και έπεφταν κάτω. Πήγαιναν κοντά τους δυο στρατιώτες και προσπαθούσαν να τους βάλουν πάλι στην πορεία.

Όταν δε γίνονταν αυτό εφικτό και ο βούρδουλας και ο υποκόπανος δεν έκαναν δουλειά, τότε έκαναν νόημα στον επικεφαλής τους, που παρακολουθούσε από μακριά, κουνώντας τα δύο τους χέρια οριζόντια, ότι είναι τελειωμένος. Τον άφηναν και προχωρούσαν σε άλλον.

Κοντά στο μεσημέρι μας σταμάτησαν σε ένα μέρος για να ποτίσουν τα άλογα τους και να τα ξεκουράσουν. Ήρθαν πάλι τα ανθρώπινα κοράκια, οι Ντολμέδες (Εβραίοι που αλλαξοπίστησαν και ο Θείος  Κώστας έδωσε τα τελευταία του χρήματα για να πάρει δυο οκάδες σιτάρι.

Άλλο τίποτε δεν είχαν στην πραμάτεια τους και εμείς δε φάγαμε τίποτε ούτε το πρωί σήμερα γιατί και τα τελευταία πράγματα που είχε στη διάθεση του ο Θείος, είχαν τελειώσει. Μας έδινε ο Θείος Κώστας σιτάρι και το μασούσαμε σπυρί, σπυρί και έτσι ξεχνούσαμε την πείνα μας.

Πήγαμε στις βρύσες που ήταν στο δρόμο να πιούμε νερό και να γεμίσουμε τα φλασκιά μας. Δεν μας άφησαν. Διψούσα πολύ. Σήκωσε το βούρδουλα ένας στρατιώτης να με χτυπήσει.

Γύρισα και τον κοίταξα ξαφνιασμένη αλλά πρέπει ο θυμός που είχα μέσα μου να ανέβηκε από τη ψυχή μου στα ματιάς και έπεσε το χέρι που κρατούσε το βούρδουλα κάτω και πήρε τα μάτια του από πάνω μου και είπε μόνο».                                                                                                            

    — Γκιτ , γκιτ . —–

Παναγιώτης Φώτου

Διαβάστε επίσης