Το μεγάλο ανθρωπάκι

 Το μεγάλο ανθρωπάκι

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


 

Φθινόπωρο του δύο χιλιάδες δεκαεννιά. Απόβραδο στη Θεσσαλονίκη. Κάτω από την Αψίδα του Γαλέριου, τη γνωστή ως Καμάρα. Επί της οδού Εγνατίας. Μερικές δεκάδες μέτρα πιο εκεί η Παναγία Δεξιά και ακριβώς στην απέναντι μεριά τού πασίγνωστου δρόμου, ο Ιερός Ναός της Υπαπαντής του Χριστού. Του δέκατου έκτου αιώνα. Ακριβώς στη γωνία της οδού Αγαπηνού με την οδό Εγνατίας. Μισοβυθισμένος στη γη ο ναός όπως σχεδόν όλα τα Aρχαία, Ρωμαϊκά, κι ακόμα και νεότερα κτίσματα στη Θεσσαλονίκη.

Σα να νιώθω όμως σήμερα, τώρα, πως και όλος ο κόσμος της, οι άνθρωποι της πόλης αυτής, μισοβυθισμένοι είναι και αυτοί. Χαμένοι και πώς;… Πώς έγιναν έτσι;

Διασχίζω κάθετα τον φαρδύ βαριοφορτωμένο από αυτοκίνητα δρόμο και στέκομαι στην αρχή της Αγαπηνού. Κάνω δυο τρία βήματα. Φευγάτο το μυαλό μου. Ταξιδεύω. Ζω για μερικά ελαστικά δευτερόλεπτα ανάμεσα στο τώρα και στο τότε. Σαν σε ένα θάμπος να βρίσκομαι. Κοιτώ στα αριστερά μου την είσοδο της πολυκατοικίας με το νούμερο δέκα. Απέναντι από την Υπαπαντή. Θολό τοπίο. Ακουμπώ σε ένα ψηλό πεζούλι και κοιτώ προς τα πάνω. Εκεί, στο δεύτερο όροφο έζησα μερικούς μήνες της ζωής μου. Από το τέλος του καλοκαιριού του εβδομήντα ένα ως τις αρχές του φθινοπώρου του εβδομήντα δύο. Μαθητής τελειόφοιτος. Της έκτης τάξης. Στο Δεύτερο Γυμνάσιο. Επί της οδού Ικτίνου. Στην Αγία Σοφία. Με κοιτώ στο μπαλκόνι να κοιτώ ένα γύρο.

Είμαι τώρα εδώ, η βρίσκομαι στο τότε;

Σίγουρα δεν είναι το τώρα, το τότε είναι. Στο τότε βρίσκομαι….ναι, στο τότε… πάντα έτσι γίνεται…σε ένα νησάκι στο πέλαγος της μνήμης μου βρίσκομαι. Σε εκείνο το τότε είμαι. Ήταν τότε που άρχισα να μακραίνω τα μαλλιά μου και να μετράω με τη μεζούρα το πλάτος τής καμπάνας τού παντελονιού μου.

Εδώ ήταν.

Εδώ ήταν που έζησα και τα πρώτα ερωτικά ανδρικά σκιρτήματα και τα αποσκιρτήματα του νου μου. Μόνος, δίχως τους γονείς μου να μου “ορίζουν” τη ζωή. Μονάχα η αδελφή μου, κηδεμόνας μου, φοιτήτρια της ιατρικής, μα που να με κάνει ζάφτι. Ελευθερία. Εδώ σε αυτή τη γειτονιά, στη πόλη αυτή άρχισα να ψάχνω και να ψάχνομαι. Εδώ και τότε άρχισα να “χαλώ”. Και ήταν από τα πιο όμορφα χαλάσματα της ζωής μου. Και το πιο σημαντικό. Αναρωτιόμουν ποιοί ήταν αυτοί που ήθελαν να μου ορίσουν, να με διατάξουν, να με καθοδηγήσουν, να μου μάθουν ποιος είμαι και πως πρέπει να γίνω. Να μου μάθουν να ξεχωρίζω ποιο είναι το καλό μου…το καλό για το καλό μου…

Ακούς εκεί, για το καλό μου.

Γιατί…γιατί λέει εγώ, δεν ήξερα. Και ήξεραν αυτοί με τα γαλόνια. Και τα ανθρωπάκια του φόβου. Ήθελαν να μου μάθουν ποιοι είναι οι καλοί, ποιοι οι κακοί, ποιους να αποφεύγω, ποιους να συναναστρέφομαι, πως να ντύνομαι, να περιποιούμαι τον εαυτό μου, να κουρεύομαι και να χτενίζομαι. Να μου διδάξουν τις ιδέες τους και εγώ να μην έχω ιδέα.

Και τότε ήταν που άρχισα να αναποδιάζω. Το είχα αυτό το αμάρτημα. “Τζαναμπέτκο παιδί”, με έλεγε ο παππούς μου. Χωριατόπαιδο εγώ, μαθημένος στην ελευθερία του βουνού, του κάμπου και της θάλασσας και άρχισα να μη χαμπαριάζω.

Τι ήταν αυτά τα πρέπει και τα μη;

Και μπήκα στον κινηματογράφο “Θυμέλη”. Κουλτουριάρικος λέγαν “σινεμάς”. Είδα στον “Βακούρα”, την “Ανάκριση τρίτου βαθμού.” Είδα τον Βιολιστή στη στέγη, το μεγάλο ανθρωπάκι είδα, είδα, είδα και γνώρισα, διάβασα κι έμαθα…

Και με έμαθα….

Και έγινα….

Έγινα αυτό που ‘’έπρεπε’’ να γίνω, έγινα κακός…

Προχωρώ προς το παραλιακό μέτωπο, προς την Ιπποδρομίου. Εκεί στο τέλος της Αγαπηνού ο θείος Γιώρης, αδελφός της γιαγιάς μου, η κυρά του η θεία Μαριάνθη, ο Χρίστος, η Βέφα. Έφυγαν απ’ το χωριό για μια καλύτερη ζωή. Ημιυπόγειο διαμέρισμα σπίτι και εργαστήριο μαζί. Αυτοματοποιημένο πλεκτήριο. Έβρισκα πολλές φορές καταφύγιο εκεί. Γεμιστά, κανένα σαρμαδάκι και καμιά χορτόπιτα.

Προχωρώ αργά, στρίβω δεξιά στη Πρίγκιπος Νικολάου. Στην απέναντι γωνία ήταν – τώρα όχι πια – το εστιατόριο “Χρυσό Παγώνι”. Τεσσεράμισι δραχμές τα λαδερά, πακέτο. Πλατεία Ναυαρίνου. Συνάντηση με τους συμμαθητές μου. Σαράντα επτά χρόνια μετά. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Προχωρώ προς την Αγία Σοφία. Φτάνω στο σχολείο μου. Βγάζω φωτογραφίες και επιστρέφω στη πλατεία Ναυαρίνου. Λίγους γνώρισα, λίγοι με θυμήθηκαν. Ήπιαμε και είπαμε. Και ζαλιστήκαμε. Και συγκινηθήκαμε. Στα πενήντα είπαμε η συνάντηση ξανά.

Αρκετά ζαλισμένος γυρνώ πάλι στους δρόμους. Βρίσκομαι πάλι έξω από το πλεκτήριο. Βλέπω τη θεία Μαριάνθη να κρατά το αμάνικο με ρίγες πολύχρωμες, πουλόβερ – γιλεκάκι. Της υπόσχεσης. Μου το δίνει. Μου το είχε τάξει αν περνούσα στο Πανεπιστήμιο.

Σκύβω να τη φιλήσω και σβήνει η εικόνα της.

Προχωρώ πιο πάνω. Εκεί στο νούμερο δέκα με βλέπω να κατεβαίνω με μια βαλίτσα φορώντας την μπλε εικοσιτριάποντη καμπάνα παντελόνι με τις λεπτές λευκές ρίγες, και το γιλεκάκι με τις πολύχρωμες φαρδιές ρίγες. Σταματώ ένα ταξί. Ο ταξιτζής κατεβαίνει και βάζει τη βαλίτσα μου στη μπαγκαζιέρα.

Μπαίνω μπροστά.

“Στο σταθμό υπεραστικών Ιωαννίνων”, του λέω.

“Φοιτητής;” με ρωτά.

“Ναι”, του απαντώ, “τώρα πέρασα”.

“Καλές σπουδές”.

“Ευχαριστώ πολύ”.

 

Στέκομαι μπροστά στο εκκλησάκι της Υπαπαντής, σηκώνω το χέρι μου, σταματά ένα ταξί και μπαίνω μέσα.

“Στο πάρκινγκ του λευκού Πύργου, παρακαλώ”.

“Μάλιστα κύριε”…..

 

Νοέμβριος του 2019

Διαβάστε επίσης