Το μνημείο

 Το μνημείο

 

 

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Του είχαν πει πως ο παππούς του ήταν αγνοούμενος απ’ την περίοδο της Κατοχής. Δεν είχε δώσει σημάδια ζωής στους δικούς του. Τον έχασαν. Θαρρείς άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Όσο μεγάλωνε ο ίδιος, τόσο περισσότερο τον κούρντιζε η ιδέα να μάθει επιτέλους τι απέγινε. Να ζούσε άραγε σε κάποια από τις χώρες του λεγόμενου Ανατολικού Μπλοκ; Ή, αν είχε πεθάνει, ας έβρισκε τουλάχιστο τον τάφο του, ν’ ανάψει ένα κερί ή ν’ απιθώσει ένα λουλούδι μαζί με μια του προσευχή…

Του έλεγαν πως ήταν λεβέντης, ελεύθερος, ατίθασος κι ατρόμητος. Ο φόβος ήταν άγνωστη γι’ αυτόν λέξη. Έμπαινε πάντα μέσα στη δίνη του ρούφουλα, αρκεί ο αγώνας να ήταν δίκαιος και να υπηρετούσε την ιδέα της ανθρωπιάς, της αλήθειας και της αρετής, καταπώς είχε μάθει απ’ τους δασκάλους της οικογένειας, της γειτονιάς και κάποιους του σχολείου. Μόλις σημειώθηκε κατάπαυση του πυρός μετά τη συνθηκολόγηση, αυτός δεν μπόραε τη σκλαβιά κι εντάχθηκε σε μιαν αντιστασιακή ομάδα. Απ’ ότι φαίνεται τον είχαν καταδώσει και χάθηκαν ολότελα τα ίχνη του. Μα δεν μπορούσε, κάποιο χνάρι του θα έβρισκε, να κάνει μιαν αρχή στην αναζήτηση της τύχης του…

Του είπαν κάποιοι φίλοι για ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε σε μία μεγάλη εφημερίδα της πρωτεύουσας. Ήταν κάποιου ιστοριοδίφη ταξίαρχου εν αποστρατεία και είχε τίτλο «Μια ξεχασμένη τραγωδία». Το έψαξε με αγωνία και το βρήκε. Από την εφημερίδα του έδωσαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με τον κύριο Θωμά. Η συζήτησή τους του αποκάλυψε όλη την αλήθεια. Του μίλησε για έναν άλλο Θωμά, το Θωμά Σκουρλή, έναν αντιστασιακό πατριώτη από το Κορωπί. Την άνοιξη του ‘42 τον κάρφωσαν κάτι ταβανόπροκες στους γερμανοτσολιάδες και οι τελευταίοι τον επισκέφθηκαν τάχα για να του πουλήσουν όπλα κι εκείνος τους ξανοίχτηκε, τους εμπιστεύθηκε και τέλος τους αποκάλυψε τα σημεία όπου είχε κρυμμένα δύο «Μάνλιχερ» και ένα όπλο του παππού του από τη Μικρασία. Εκείνοι τότε τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στους Ιταλούς.

Του είπε ακόμη ο κύριος Πρόφης ότι οι συγγενείς του Θωμά Σκουρλή υποψιαζόταν ότι μαζί με άλλους Έλληνες μεταφερόταν ως όμηρος κι αυτός με το ατμόπλοιο «Τσιτά ντι Τζένοβα» στην Ιταλία το Δεκέμβρη του ‘42, όταν το πλοίο τορπιλίσθηκε και βυθίστηκε αύτανδρο. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ο Θωμάς Σκουρλής μετά τη σύλληψή του είχε οδηγηθεί στην Ιταλία και είχε εγκλεισθεί στις φυλακές της Μάσα Καράρα, μαζί με άλλους αντιστασιακούς και αντιφασίστες.

Όταν, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μετώπου και την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία, οι Γερμανοί άρχισαν ν’ αποχωρούν από τη Νότια Ιταλία προς τα βόρεια, κατέφθασε προς βοήθειά τους και ο συνταγματάρχης Βάλτερ Ρέντερ με μία Μεραρχία Πάντσερ και τις Μαύρες Ταξιαρχίες. Οπισθοχωρώντας παντού σκορπούσαν το θάνατο, κατέστρεψαν ολόκληρα χωριά και προχώρησαν σε μαζικές εκτελέσεις, για να σπάσουν το ηθικό των Ιταλών αντιστασιακών.

Μάλιστα, για να αισθάνονται πιο ασφαλείς οι ναζιστές, πήραν μαζί τους και τους 147 κρατούμενους των φυλακών Μαλασπίνα, ώστε να τους χρησιμοποιήσουν σαν ζωντανή ασπίδα που θ’ αποτρέψει τις από αέρος επιθέσεις των συμμάχων εναντίον τους. Τους ομήρους αυτούς τους οδήγησαν στην περιοχή Φόσε του ποταμού Φρίτζιντο και τους εκτέλεσαν όλους. Δυόμισι περίπου χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε η τραγωδία και η έρευνα στα αρχεία των φυλακών ταυτοποίησε τους εκτελεσμένους.

Ανάμεσα σε αυτούς, σύμφωνα με έρευνα των Ιταλικών Αρχών, ήταν ο Θωμάς Σκουρλής, ο Χρήστος Κωνσταντίνου, ο Νικόλαος Παπαναστασίου, ο Κώστας Ντούφης ή Ντούπης και ο Στυλιανός Ίσσαρης. Ο Δήμος της Μάσα έχει κατασκευάσει ένα μνημείο, στο οποίο αναγράφονται όλα τα ονόματα των εκτελεσμένων και κάθε 16 του Δεκέμβρη τιμούν τους πεσόντες, έστω κι αν έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1944.

Είχε μείνει αποσβολωμένος. Μόλις πριν λίγο είχε μάθει την τύχη του παππού του. Αμίλητος αγκάλιασε τον κύριο Πρόφη. Στο τέλος μόλις μπόρεσε να ψιθυρίσει στο αφτί του ένα τρεμάμενο, κρεμάμενο σ’ ένα λυγμό «ευχαριστώ». Την άλλη μέρα κιόλας βρίσκεται στην Ιταλία και την παραάλλη το πρωί στο ηρώο της Μάσα. Ένα μνημείο λιτό κι απέριττο. Τρεις ημικύκλιες κλίμακες που οδηγούν σε μία τέταρτη ανάγλυφη επιφάνεια για την κατάθεση στεφάνων δάφνινων και λουλουδιών! Στην κορυφή ένας κίονας μικρός. Και ένας περιβάλλον τοίχος με ένθεν και ένθεν κλιμακούμενα τοιχία που αγκαλιάζουν απ’ τη μια την πλακόστρωτη αυλή κι από την άλλη της πλαγιάς τις πρασινάδες. Παντού εντοιχισμένα μάρμαρα και ένα όνομα, 147 ψυχές ολότελα άδικα χαμένες.

Δίπλα τρία κοντάρια, στο ένα αναρτημένη μια σημαία ελληνική και παραδίπλα ένα λιγνό κυπαρισσάκι. Είχε μαζί του τρία μπουκέτα, το ένα με τριαντάφυλλα για τους Ιταλούς αντιφασίστες, το δεύτερο με γαρίφαλα για τους τέσσερις Έλληνες πατριώτες και το τρίτο με αγριολούλουδα για τον παππού του που δε γνώρισε και που θα ήθελε να του μοιάσει. Όσο περνούσε η ώρα το μνημείο του φαινόταν πιο οικείο και το τοπίο γύρω Ελληνικό. Τα πέντε ελληνικά ονόματα ανάμεσα στα τόσα ιταλικά του φαινόταν πως είναι πιο γαλήνια μακριά από τον Κρόνο ή τον Τάνταλο, που έμαθαν να τρώνε τα παιδιά τους…

Διαβάστε επίσης