Το πεζούλι – Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 Το πεζούλι – Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Είναι ψηλό, θεόρατο και με περνά πολύ στα χρόνια το χιλιοτραγουδισμένο δέντρο. Στέκει εκεί περήφανο στο μεγάλο πλάτωμα, λίγο πριν την κεντρική είσοδο και γω για μια ακόμα φορά είμαι εδώ. Στην άκρη του χαμηλού από τη μέσα μεριά πέτρινου τοίχου, για λίγο στέκομαι. Όρθιος. Από την έξω μεριά ο τοίχος είναι αρκετά ψηλός. Σαν ένα μεγάλο μπαλκόνι είναι το πλάτωμα. Κάτω χαμηλά στα ριζά του τοίχου βρίσκεται το παρεκκλήσι της Παναγίας, όπου τρέχει αγίασμα από μια βρυσούλα. Αγίασμα που ακόμα και σήμερα αναβλύζει από το δάπεδο του παρεκκλησίου της Αγίας Βαρβάρας. Πιο πέρα οι κήποι και οι μπαξέδες του μοναστηριού. Σηκώνω το βλέμμα μου πιο ψηλά, βλέπω την ομορφιά μπροστά μου, και μια γλυκιά αναπόληση με κατακλύζει. Η ψυχή μου ηρεμεί και χαλαρώνει το σώμα μου.

Δεν κάνει κρύο, μα φυσά λίγο. Ένα ψυχρό αεράκι φυσά και μια αραιή μπαμπακένια συννεφιά έχει στον ουρανό. Κάπου κάπου βγαίνει ο ήλιος πίσω από τα σύννεφα – σαν να τα παραμερά φαίνεται καθώς εκείνα τρέχουν – και ζεσταίνει τα γύρω μου όλα, αλλά και τα μέσα μου. Σαν….σαν και ένας άλλος ακόμα Ήλιος όμως μου φαίνεται πως τα μέσα μου ζεσταίνει. Είναι αυτός. Της αναπόλησης ο ήλιος. Τον ξέρω αυτόν τον ήλιο. Με κυνηγά τα τελευταία χρόνια. Γλυκαίνω.

Ακουμπώ τα χέρια μου στο πάνω μέρος του τοίχου που είναι σαν πεζούλι, με τις παλάμες να εφάπτονται πάνω στις κρύα επιφάνεια και με τα δάχτυλα προς τα μέσα. Αντάμα.

Σκαλίζει τον νου μου η σκέψη μου για λίγα λεπτά κι ύστερα στρέφομαι προς την πύλη και προχωρώ. Στα δεξιά μου υπάρχουν μερικές τσιμεντένιες αναβαθμίδες προχωρώ προς τα εκεί και με μια κίνηση μικρή πηδώ και κάθομαι πάνω σε μια, που είναι στο ψηλότερο σημείο. Φέρνω τα γόνατα στο στήθος μου, τα αγκαλιάζω, και κοιτώ πέρα. Πίσω από τα τείχη του περιβόλου του μοναστηριού κοιτώ, σμίγοντας τα φρύδια μου, που ατίθασα τώρα πια αυτά, άρχισαν να χάνουν το νεανικό τους σχήμα.Της εκκλησιάς τους τρούλους κοιτώ, δίχως όμως να τους βλέπω. Χαμένο το βλέμμα μου και ταξιδεύω.

Ακούω κάποιον να μου μιλά και σαν πέρα από μακριά κι από βαθύ πηγάδι μέσα να έρχεται μου φαίνεται η φωνή του:

“Πρόσεξε παιδί μου, θα πέσεις.” Έτσι μου λέει.

Τί “παιδί μου” λέει αυτή η παράξενη φωνή!

Άκου παιδί μου!

Είναι τώρα, ή μήπως είναι από τότε η φωνή.

“Ξέρεις πόσες φορές έχω καθήσει εδώ”, της απαντώ εγώ, μα η φωνή μου δεν έχει ήχο.

Χάνομαι στο χρόνο. Ο τόπος όλος γύρω μου ίδιος, κι ας τώρα μετά από τόσα χρόνια κάπως αλλαγμένος φαίνεται πως είναι. Μα εγώ ξέρω, τίποτα δεν “αλλάζει” κι ας έτσι φαίνεται.Τίποτα δεν αλλάζει. Είναι μικρός ο ανθρώπινος ο χρόνος και αχνές και αδιόρατες οι αλλαγές στα μάτια της ψυχής μου. Εικόνες περνούν μπροστά μου.

Με βλέπω.

Εκεί με βλέπω όρθιο. Ακουμπώ στην στρογγυλή μαρμάρινη κολώνα της εκκλησιάς.

*****

Μνήμες.

Μικρές, μεγάλες

σημαντικές, ασήμαντες.

Δεν έχει σημασία, έπαιξαν τον ρόλο τους.

Μας μεγάλωσαν. Με αυτές συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε.

Σπουδαίες γι αυτόν τον λόγο όλες οι μνήμες είναι.

Δεν ζούμε χωρίς αυτές.

Θαύματα για άλλους, απλές συμπτώσεις για πολλούς.

Αλήθειες;

Υπερβολές;

Το κυπαρίσσι στην στέγη στέκει εκεί, δίπλα στο καμπαναριό, πάνω στον κεντρικό τον τρούλο.

Ξεράθηκε εκείνο που θυμάμαι απ’ τα μικρά τα χρόνια μου και φύτρωσε και μεγάλωσε “καινούργιο”. Άλλο. Δεν μπορώ να το δω από χαμηλά, πρέπει να ανέβω ψηλά στον λόφο.

Θαύμα;….Μπορεί;…..

Βρήκε έδαφος ο σπόρος; Μάλλον.

Ούτε αυτό δεν έχει σημασία όμως.

Παραδόσεις.

Όμορφες παραδόσεις.

Εικοσιφοίνισσα.

“Στις μαρμάρινες πλάκες του εσωτερικού του ναού, βρίσκονται αποτυπωμένα, η μπότα, η θήκη του πιστολιού και το αίμα τού Βούλγαρου αξιωματικού που καθώς άγγιξε την εικόνα της Παναγίας επιχειρώντας την σύλησή της, εκτινάχθηκε στο μέσον του ναού και εξέπνευσε.”

Παναγία εικοσσιφοίνισα.

Θαύμα;…..

Ιστορίες φτιαγμένες, από, και με την φαντασία των ανθρώπων.

Καμιά σημασία δεν έχει όμως ούτε αυτό.

Χρόνια πολλά τις διηγούνται αυτές τις ιστορίες, τις στολίζουν, τις ομορφαίνουν και τις περνούν στις επόμενες γενιές.

Μνήμες, όμορφες ζωογόνες μνήμες.

Καθώς τα χρόνια περνούν, καταγράφονται νέες μνήμες, άλλες φεύγουν κι άλλες προστίθενται.

Στην σκέψη μας και στο μυαλό μας.

Αναβρασμός.

Έρχονται και φεύγουν οι μνήμες.

Κι αυτές που φεύγουν,  αφήνουν χώρο για νέες.

Μα τα θεμέλια είναι αυτές, αυτές που ζήσαμε, οι παλιές.

Πάνω σ’ αυτές χτίσαμε και θα συνεχίζουμε να χτίζουμε την ζωή μας, κι ας τα χρόνια λιγοστεύουν.

Και ας ο χρόνος στενεύει.

Κι ας φαίνεται το τέλος.

Υπάρχει όμως τέλος;

Ήταν το τέλος εκείνη η εικόνα που ζωντανεύει ακόμα εμπρός μου σαν ήμουνα παιδάκι;

Σαν τώρα να ήταν μου φαίνεται, όταν τελείωνε το πατρικό μου και έβλεπα το τελευταίο κεραμίδι στα χέρια των μαστόρων.

“Όταν έφταναν στη στέγη τού καινούργιου σπιτιού, τότε διαλαλούσαν την νέα αρχή οι παλιοί χτιστάδες.

Στο τελευταίο κεραμίδι.”

Το τέλος…..η νέα αρxή.

 

Σκέφτομαι….πώς θα είναι άραγε σαν χρόνια πολλά περάσουν και γω πατώ στη γη ακόμα. Με βλέπω πάλι εκεί στην άκρη του πέτρινου τοίχου. Όλος ο γύρω τόπος δεν θα έχει αλλάξει, κι αν λίγο πάλι έχει αλλάξει δεν θα τον δω εγώ. Ο πλάτανος, το πεζούλι, το μοναστήρι θα στέκουν εκεί. Τα βουνά, τα βράχια, ο κάμπος κάτω χαμηλά. Μονάχα εγώ θα έχω αλλάξει. Εξωτερικά. Όχι μέσα μου.

 

Και νά….με βλέπω να προσπαθώ να ανέβω στο πεζούλι να καθήσω όπως τόσες φορές, τόσα χρόνια πριν.

Μα….μα δεν με ακούν πια τα πόδια μου και είναι τα χέρια μου αδύναμα…..

 

Μια νέα αρχή θα είναι.

Αυτή η αρχή….η πριν το τέλος….

 

Μεγάλη Πέμπτη

25 Απριλίου 2019

 

 

Διαβάστε επίσης