α. Το νομικό καθεστώς
Μετά τις διπλωματικές πράξεις του 1830 και 1832, με τις οποίες αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία του και η ισότιμη θέση του στην κοινωνία των κρατών, μια από τις πρώτες φροντίδες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η διπλωματική και προξενική του εκπροσώπηση στο εξωτερικό. Τα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης ρυθμίστηκαν νομικά με το διάταγμα 3/15 Απριλίου 1833 “Περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Γραμματείας της Επικρατείας” και στις 27 Ιουνίου 1833 με ένα σχέδιο κανονισμού της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας, που όριζε τις βασικές υποχρεώσεις των διπλωματικών και προξενικών αρχών.
Η λειτουργία των προξενείων και οι αρμοδιότητες των προξενικών αντιπροσώπων καθορίστηκαν πληρέστερα και ακριβέστερα με τους νόμους της 15 Οκτωβρίου 1853 “Περί οργανισμού των προξενικών αρχών” και της 29 Οκτωβρίου 1856 “Περί δικαιοδοσίας και καθηκόντων των προξενικών αρχών”. Οι νόμοι αυτοί ίσχυσαν μέχρι της 1-1-1881, οπότε τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος ΧΝΣΤ΄ της 27 Δεκεμβρίου 1877 “Περί οργανισμού των προξενικών αρχών, δικαιοδοσίας αυτών κλπ.”.
Από τις αρχές ακόμη της δεκαετίας του 1830 ήταν ολοφάνερη η ανάγκη της εγκατάστασης ελληνικών προξενείων σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Μάιο του 1834 ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος, πρώτος πρεσβευτής του ελληνικού κράτους στην Κωνσταντινούπολη, ανέφερε στον πρωθυπουργό Αλ. Μαυροκορδάτο ότι σχεδόν σε κάθε πόλη του οθωμανικού κράτους υπήρχαν Έλληνες υπήκοοι, τους οποίους οι τοπικές αρχές αντιμετώπιζαν σκληρότερα απ’ ό,τι τους άλλους ξένους. Γι’ αυτό έκρινε απαραίτητη την εγκατάσταση ελληνικών προξενικών αρχών σε λιμάνια, μερικά νησιά και τις κυριότερες μεσόγειες πόλεις.
Στα τέλη του ίδιου έτους δόθηκε, μετά από σχετικό ελληνικό αίτημα, άδεια της Πύλης για την ίδρυση των πρώτων ελληνικών προξενείων (στη Σμύρνη, τα Δαρδανέλλια, τη Μολδοβλαχία, την Αλεξάνδρεια, το Ηράκλειο, την Πρέβεζα και τη Θεσσαλονίκη), υποπροξενείων και προξενικών πρακτορείων.
Στο μακεδονικό χώρο, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, έδρα του “Γενικού Προξενείου της Ελλάδος εν Μακεδονία”, κρίθηκε απαραίτητο να εγκατασταθεί ελληνική προξενική αρχή και στην Καβάλα.
β. Το Προξενικό Πρακτορείο της Καβάλας (1835-1867)
Το Προξενικό Πρακτορείο της Ελλάδας στην Καβάλα ιδρύθηκε στις 15/27 Σεπτεμβρίου του 1834 και άρχισε τη λειτουργία του το Μάρτιο του 1835, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο πρώτος προξενικός πράκτορας.
Την ίδρυσή του προξενικού πρακτορείου καθιστούσαν αναγκαία τα οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στο χώρο αυτό.
Θ. Βαλλιάνος |
Στα μέσα της δεκαετίας του 1830 το λιμάνι της πόλης αποτελούσε σημαντικό εμπορικό σταθμό για τα πλοία της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, που διακινούσαν μεγάλο μέρος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της περιοχής.
Ακόμη λόγω της επίκαιρης από εμπορική άποψη θέσης του τόπου, μεγάλος ήταν ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων που ανέπτυσσαν οικονομική δραστηριότητα στα παράλια της Καβάλας και στα γειτονικά της μέρη.
Οι λόγοι αυτοί υπαγόρευσαν στο γενικό πρόξενο (Θεσσαλονίκης) Θεόδωρο Βαλλιάνο να προτείνει το διορισμό προξενικού πράκτορα επιφορτισμένου με την προστασία των συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών και της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας από τις αυθαίρετες φορολογίες και επεμβάσεις των τουρκικών αρχών.
Προ τινων ετών η πόλις της Θεσσαλονίκης διά την θέσιν της και διά την τότε ροπήν του εμπορίου, συνεκέντρωνεν όλον σχεδόν το εμπόριον Θεσσαλίας – Μακεδονίας και άλλων μερών της Ηπείρου, και ήτον ούτως ειπείν η γενική αποθήκη εις την οποίαν εναποταμιεύοντο τα προϊόντα των. Αι Σέρρες, Καβάλλα, Λάρισσα και άλλαι πόλεις τα διηύθυνον εις αυτήν ως μέρος διεξαγωγής. Αι κοινωνικαί του εμπορίου σχέσεις απαιτούσαι επομένως συντομωτέρας και ευκολωτέρας διεξόδους διήρεσαν το εμπόριον Θεσσαλονίκης και εκάστη των ειρημένων πόλεως έλαβεν διεύθυνσιν αναλογωτέραν ως προς την θέσιν της και προσφυεστέραν ως προς τα επιτόπια συμφέροντά της. Εντεύθεν τα προϊόντα της Ζίχνης και της Δράμας ήρχισαν να καταβιβάζωνται εις Καβάλλαν, τα των Σερρών εις Τσάγιαζι, της Λαρίσσης κτλ. εις Βόλον, ως μέρη διεξόδου.
Η Καβάλλα εκ της οποίας εξέρχονται οι καπνοί των μερών εκείνων κατέστη κατά τα τελευταία έτη λιμήν ενεργητικής τινος κινήσεως, προσφέρων εις την εκεί φοιτώσαν ελληνικήν ναυτιλίαν και ναύλους επωφελείς και εμπορικάς επιχειρήσεις επικερδεστάτας, αλλά τα συμφέροντά της απαιτούντα ιδιάζουσαν υπεράσπισιν, υπαγόρευον την ανάγκην της εγκαθιδρύσεως ενός πράκτορος, και ως τοιούτος είχεν ωνομασθή ο κύριος Π. Σκουτερίδης.
Αι εμπορικαί σχέσεις πολλών υπηκόων Ελλήνων με τα μέρη της Καβάλλας και τα πλησίον αυτής μέρη, κατ’ αυτήν την ώραν του έτους, και η εις αυτούς σύχνασις ελληνικών εμπορικών πλοίων με παρεκίνησαν να διευθύνω εις την θέσιν του τον κύριον Παναγιώτην Σκουτερίδη, προξενικόν πράκτορα της Ελλάδος, τον οποίον η υμετέρα εξοχότης ευηρεστήθη να εγκρίνη διά της υπ. αριθ. 2523 διαταγής της.
Εν ελλείψει τακτικών εγγράφων προς τας εκείσε επιτοπίους αρχάς, υπαγομένας υπό την κυριότητα του εν Κωνσταντινουπόλει Χαλήλ πασσά, γαμβρού της Α.Υ. του Σουλτάνου, παρεκάλεσα τους ενταύθα κυρίους προξένους της Συμμαχίας και εφοδίασαν τον κύριον Σκουτερίδην με συστατικά έγγραφα προς τον εκείσε διοικητήν καθώς και εγώ, και προ είκοσι σχεδόν ημερών διηυθύνθη εις την θέσιν του […]».
Ο Παναγιώτης Σκουτερίδης έφτασε στην Καβάλα στις 9 Μαρτίου και την επομένη, εφοδιασμένος με τις οδηγίες του γενικού προξένου και τα συστατικά των εν Θεσσαλονίκη προξένων των τριών συμμαχικών δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας), παρουσιάστηκε στον Τούρκο διοικητή της Καβάλας για να υποβάλει τα διαπιστευτήριά του.
Κατά την προσδιορισθείσαν ταύτην ημέραν συμπαραλαβών τον γραμματέα και διερμηνέα μου, επαρουσιάσθην επισήμως ενώπιόν του, όστις μ’ εδέχθη με τον πλέον ευπροσήγορον τρόπον, διέταξεν αμέσως τζιμπούκι και καφέν, και πρώτον εις αυτόν έδωσαν, διέταξεν δε να δώσουν πρώτον εις εμέ, αυτό είναι ένα διακριτικόν σημείον το οποίον δεν έκαμε, ως με λέγουν, εισέτι εις ουδένα.
Η πρώτη ομιλία την οποίαν μοι διηύθυνε είχεν αντικείμενο του να μην επεμβαίνω εις τας υποθέσεις των υπηκόων οθωμανών ραγιάδων και τότε θέλομεν απεράσει με την μεγαλυτέραν αρμονίαν και ότι αι προσωπικαί και εμπορικαί σχέσεις μας θέλουν λαμβάνει την πλέον αίσιον έκβασιν. Με παρεκάλεσε προς τούτοις να δίδω διαταγάς εις τους πλοιάρχους έλληνας να μη δίδουν αιτίαν δυσαρεσκείας εις τους Οθωμανούς και ακολουθούν συνεχώς διαφωνίαι και αταξίαι, και ότι θέλει και αυτός διατάξει τους εδικούς του να μη δίδουν και αυτοί αιτίαν δυσαρεσκείας εις τους υπηκόους της Αυτού Μεγαλειότητος.
Ο ίδιος με είπεν του να έμβω αμέσως εις την έναρξιν των χρεών μου και συγχρόνως να υψώσω και την σημαίαν της Αυτού Μεγαλειότητος αλλά ευρεθείς κατ’ ατυχίαν εις την συνέντευξιν ταύτην ο πρώην Διοικητής της πόλεως ταύτης, δεν ηξεύρω οποίους λόγους τον είπε, και επανέλαβε ότι δεν ημπορεί να με δώσει την άδειαν διά την ύψωσιν της σημαίας, μέχρι της ελεύσεως των τακτικών μου εκτελεστηρίων».
Η ίδρυση του Προξενικού Πρακτορείου συνδέθηκε κατά δεύτερο λόγο και με την καταπολέμηση της πειρατείας στα βόρεια παράλια του Αιγαίου.
Στα καθήκοντα του προξενικού πράκτορα συμπεριλαμβανόταν η συνεργασία, για το θέμα αυτό, με τους Τούρκους διοικητές Καβάλας και Θάσου και η ενημέρωση των ελληνικών αρχών για ό,τι μπορούσε να συμβάλει στην εξάλειψη του φαινομένου, που κατά την περίοδο αυτή αποτελούσε μάστιγα για την εμπορική δραστηριότητα.
Αι συνεχείς πειρατείαι αι οποίαι συνεχώς συνέβησαν και συμβαίνουν περί τα πέριξ αυτής [της Καβάλας] και της Θάσου, η εξασφάλισις επίσης του εμπορίου και της ναυτιλίας των υπηκόων Ελλήνων, υπαγορεύουν την ανάγκην του να εγκαθιδρυθή όσον ένεστι ταχύτερον εις την θέσιν του ο πράκτωρ ούτος».
H αποστολή μου αύτη δεν αφορά εις άλλο, ει μη του να προστατεύω τα συμφέροντα των υπηκόων της Α.Μ. του Σεβαστού Βασιλέως και Κυρίου μου και να δίδω όπου ανήκει όλας τας πληροφορίας, όσαι εδύναντο να συντελέσωσι εις την παντελή εξάλειψιν της επαράτου πειρατείας, ήτις μαστίζει προ πολλού τα μέρη ταύτα και φέρει ενταυτώ πρόσκομμα μέγα εις την ναυτιλίαν και το εμπόριον, και ότι επειδή το αντικείμενον τούτο της πειρατείας κατήντησεν σπουδαίον, διετάχθη να μεταβαίνω ενίοτε και εις την νήσον της Θάσσου -ένθα η πειρατεία επροξένησεν όχι ολίγην ζημίαν- διά να συνεννοούμαι μετά του Διοικητού αυτής εις παν ό,τι αφορά την εξόντωσιν της μάστιγος ταύτης […]».
Στο Μέγαρο Τόκου στεγάστηκε το 1911 το Ελληνικό Υποπροξενείο |
Σύμφωνα με την Προξενική Οδηγία της 30-1-1835 “Περί οροθεσίας των προξενικών καταστημάτων, τμημάτων και περιφερειών” όλη η παράλια περιοχή από τα Δαρδανέλλια μέχρι τα ελληνικά σύνορα υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης. Για τη γεωγραφική και διοικητική διαίρεση του εκτεταμένου αυτού χώρου προβλεπόταν η ίδρυση τριών υποπροξενείων, στο Βόλο, την Κασσάνδρα (τελικά δε λειτούργησε) και την Αίνο, παράλια πόλη στην τουρκική όχθη του Έβρου.
Κατά την παραπάνω διαίρεση, η περιοχή της Καβάλας ανήκε στην περιφέρεια του Υποπροξενείου της Αίνου. Ωστόσο, όπως προκύπτει με βεβαιότητα από την προξενική αλληλογραφία, το Προξενικό Πρακτορείο Καβάλας υπαγόταν από την ημέρα της ίδρυσής του απευθείας στο Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στη μεγάλη απόσταση Αίνου – Καβάλας, που καθιστούσε αδύνατη τη συνεχή εποπτεία της περιοχής, την επίλυση επειγόντων προβλημάτων και την καθοδήγηση του προξενικού πράκτορα από τον άμεσο προϊστάμενό του, υποπρόξενο της Αίνου.
Μέχρι το 1855 όλα τα ελληνικά προξενεία στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λειτουργούσαν στη βάση της προσωρινότητας, όπως τονίζεται και στις βεζιρικές διαταγές με τις οποίες παραχωρείται το δικαίωμα εγκατάστασης ελληνικών προξενικών αρχών: «Επειδή δεν υπάρχει μέχρι τούδε η ανήκουσα ως προς το εμπόριον συνθήκη μετά της Ελλάδος, δίδεται προσωρινώς άδεια εις την καθίδρυσιν του ειρημένου Υποπροξενείου εν τω λιμένι της Καβάλας».
Στο παραπάνω απόσπασμα επισημαίνεται και η αιτία της προσωρινότητας: Δεν είχε καταστεί δυνατή έως τότε η σύναψη ιδιαίτερης ελληνοτουρκικής συνθήκης που να καθορίζει τους όρους διεξαγωγής του εμπορίου από τους υπηκόους των δύο χωρών και να διακανονίζει τις διπλωματικές και προξενικές σχέσεις των δύο κρατών. Μια πρώτη προσπάθεια διακανονισμού των ζητημάτων αυτών έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1840, όμως το σχέδιο ελληνοτουρκικής εμπορικής συνθήκης που υπογράφηκε ανάμεσα στον Κ. Ζωγράφο και το Μεχμέτ Ρεσήτ πασά το Μάρτιο του 1840 δεν επικυρώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και τον Όθωνα λόγω των λαϊκών αντιδράσεων.
Ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι Έλληνες προξενικοί αντιπρόσωποι κατά την περίοδο αυτή είναι ότι ο προξενικός πράκτορας της Καβάλας δεν είχε εξασφαλίσει μέχρι το 1846 “εκτελεστήριο” από την Πύλη και γι’ αυτό αναγκαζόταν να εγκαταλείπει για μεγάλα χρονικά διαστήματα την έδρα του.
Η έλλειψη επίσημης αναγνώρισης καθιστούσε τη θέση του επισφαλή και εξαρτώμενη από τις διαθέσεις των τουρκικών αρχών, οι οποίες άλλωστε είχαν οδηγίες να μη δέχονται και να μην αναγνωρίζουν όσους Έλληνες προξενικούς αντιπροσώπους δεν ήταν εφοδιασμένοι με επίσημο εκτελεστήριο. Ενίοτε οι τοπικοί διοικητές ήταν διατεθειμένοι να παραβλέψουν την έλλειψη επισήμου “εκτελεστηρίου” (σουλτανικού διατάγματος), όμως υποχρεώνονταν να συμμορφωθούν με τις θελήσεις των ισχυρών μπέηδων και των ακραίων στοιχείων που διαπνέονταν από ανθελληνικά αισθήματα.
Ο Μουσελίμης μ’ εδέχθη με την απαιτουμένην και συνήθη του ευπροσηγορίαν και αφού μ’ ωμίλησεν περί διαφόρων πραγμάτων, μοι επρόσθεσεν μ’ όχι ολίγην λύπην ότι οι Οθωμανοί Καβαλιώται μετά την ύψωσιν της ελληνικής σημαίας άνευ τακτικού εκτελεστηρίου ανεφέρθησαν εις Κωνσταντινούπολιν κατά του Μουσελίμου, λέγοντες ότι επέτρεψεν την ύψωσιν της σημαίας άνευ τακτικού εκτελεστηρίου και το έκαμον διά να βλάψουν τον Μουσελίμην τον οποίον προ πολλού κατατρέχουν.
Ο Ρεΐζ εφέντης ένεκα της αναφοράς των Καβαλιωτών διηύθυνε διαταγήν προς τον Μουσελίμην να μη επιτρέψη πλέον την ύψωσιν της εθνικής σημαίας και να μη συγχωρήση να ενεργώ τα χρέη μου άνευ ανωτέρας διαταγής.
Μετά την ανάκληση της επίσημης αναγνώρισής του ο Σκουτερίδης υποχρεώθηκε (και εξαιτίας της επιδημίας πανώλης) να εγκαταλείψει τη θέση του για τρία ολόκληρα χρόνια, γεγονός που έβλαψε τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή. Επανήλθε στην Καβάλα το 1838, όταν αντικαταστάθηκε ο τοπικός διοικητής.
Περιστάσεις απροσδόκητοι απεμάκρυνον αυτόν της θέσεώς του και η εις Καβάλλαν ναυτιλία μας και αι εμπορικαί της επιχειρήσεις έμειναν ως και πρότερον απροστάτευτοι. Πολλά κατά συνέχειαν παράπονά μας διευθύνοντο παρ’ Ελλήνων πλοιάρχων και εμπόρων και επίσης πολλαί παρατηρήσεις περί της ανάγκης να διορισθή είς πράκτωρ εκείσε. Εκ τούτων ορμώμενος ενήργησα ό,τι ηδυνάμην και οι περιστάσεις μ’ επέτρεπον διά να μη μείνη κενή μία θέσις ήτις, κατά το λέγειν πολλών, είναι και θέλει είσθαι ουσιώδης εις το ελληνικόν εμπόριον, πλην κατά δυστυχίαν τα κινήματά μας δεν ηυτύχησαν να λάβουν την προσδωκομένην επιτυχίαν […]. Ούτω έρρεπον τα πράγματα μέχρι εμάθομεν ότι ο πρώην διοικητής της Καβάλλας επαύθη των χρεών του διαδεχθείς παρ’ άλλου δικαιοτέρου […] εμβάντες όθεν εις εμμέσους και πλαγίας διαπραγματεύσεις ηδυνήθημεν να εξάγωμεν μ’ ευχαρίστησιν ότι ο νέος ούτος Διοικητής εμπνεόμενος από αισθήματα άλλα παρά του προκατόχου του, είχεν διάθεσιν να τον δεχθή και αναγνωρίση.
Η κατάσταση εξομαλύνθηκε με τη συνθήκη Εμπορίου και Ναυτιλίας, η οποία υπογράφηκε στις 27 Μαΐου / 8 Ιουνίου 1855 στην Κάλιτζα της Κωνσταντινούπολης –από τον Ανδρέα Κουντουριώτη, έκτακτο απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης, και το Μεχμέτ Φουάτ πασά, υπουργό εξωτερικών του σουλτάνου– και επικυρώθηκε από την ελληνική πλευρά στις 9 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Με αυτήν παραχωρούνταν και στους Έλληνες προξένους τα δικαιώματα και προνόμια που απολάμβαναν οι ομόλογοί τους των άλλων κρατών.
Η ελληνοτουρκική αυτή ρύθμιση αφενός κατοχύρωνε τη θέση του Προξενικού Πρακτορείου και αφετέρου νομιμοποιούσε τις εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων υπηκόων και της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στα παράλια της Ανατολής Μακεδονίας.
Οι προξενικοί αντιπρόσωποι μπορούσαν με σχετική πλέον ασφάλεια να εργάζονται, μέσα στα πλαίσια των περιορισμένων αρμοδιοτήτων τους,για την προστασία των ελληνικών συμφερόντων: Να επιβλέπουν την πιστή τήρηση των Διομολογήσεων, να υπερασπίζονται τα προνόμια των Ελλήνων εμπόρων, να καταγράφουν τον κατάπλου και απόπλου των πλοίων και τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα, να επιθεωρούν τα ναυτολόγια και τα δηλωτικά υγείας, να επικυρώνουν τα διαμονητήρια και τα διαβατήρια, να ανακοινώνουν στις προϊστάμενες αρχές τις αναφορές και διαμαρτυρήσεις των Ελλήνων υπηκόων και να μεσολαβούν για τα ζητήματά τους στις τοπικές οθωμανικές αρχές. Όπως φαίνεται από την απαρίθμηση των αρμοδιοτήτων τους, οι προξενικοί πράκτορες δεν είχαν εξουσία προξενική ή υποπροξενική ούτε βέβαια τα αντίστοιχα προνόμια και δικαιώματα. Αντίθετα ενεργούσαν υπ’ ευθύνη των προϊσταμένων τους προξένων ή υποπροξένων, των οποίων ήταν απλοί αντεπιστέλλοντες.
Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί επακριβώς η έκταση της περιφέρειας επί της οποίας εκτείνονταν οι αρμοδιότητες του προξενικού πράκτορα της Καβάλας.
Στα εκτελεστήρια, όπου κατά κανόνα οριζόταν η περιφέρεια επί της οποίας μπορούσε ο κάθε προξενικός αντιπρόσωπος να ενασκήσει τη δικαιοδοσία του, υπήρχε ρητή αναφορά ότι ο εκάστοτε προξενικός πράκτορας είχε το δικαίωμα «να θεωρεί τας υποθέσεις των εις τον λιμένα της Καβάλας φοιτώντων υπηκόων και εμπόρων Ελλήνων». Η άποψη πως οι αρμοδιότητες του Έλληνα προξενικού πράκτορα περιορίζονταν στην πόλη της Καβάλας ενισχύεται και από έγγραφα του Προξενείου Θεσσαλονίκης.
Από άλλα όμως έγγραφα, του Προξενικού Πρακτορείου Καβάλας, προκύπτει ότι στη δικαιοδοσία του προξενικού πράκτορα υπάγονταν από τα τέλη της δεκαετίας του 1850 και οι Έλληνες υπήκοοι της Θάσου, ίσως δε και των γειτονικών προς την Καβάλα περιοχών.
πηγή:lykourinos-kavala.blogspot