Το «Τετρακόσια»

 Το «Τετρακόσια»

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

“Ένα”, το ένα δαχτυλάκι. Το μικρό. “Δύο”, το άλλο δαχτυλάκι του. Αυτό που ήταν κοντά στο “Ένα”. Ήταν λέει το μεγαλύτερο αδερφάκι, του “Ένα”. Αδελφάκι, το έλεγε εκείνος που τώρα λείπει.
Το μικρό το δαχτυλάκι το ακουμπούσε με κείνο που το έλεγαν αντίχειρα και άρχιζε να μετρά, “Ένα”. Μετά, ήταν το άλλο δαχτυλάκι, το “Δύο”.
Από το δύο και μετά όμως, για το τρίτο δαχτυλάκι, δεν ξέρει γιατί, τον έπιανε βιασύνη και έλεγε όποιον αριθμό του έρχονταν στον νου ή είχε τελευταία ακούσει, “Επτά”, “Πέντε”, “Δέκα”, “Εκατό”. Αλλά, αμέσως ύστερα, το τέταρτο δαχτυλάκι το έλεγε, το “Τετρακόσια”. Με τη δικιά του γλώσσα το έλεγε. Σίγουρα ήταν το τετρακόσια. Δεν το μπέρδευε ποτέ αυτό το “Τετρακόσια”. “Τετρακόσια” έλεγε, το δάχτυλο αυτό που όλοι έδειχναν και έλεγαν: “Δες εκεί”.

“Κοίτα εκεί Βασιλάκη, κοίτα εκεί κάτω στον κάμπο μακριά”, έλεγε ο παππούς του και του έδειχνε με εκείνο το δάχτυλο, που αυτός το έλεγε τετρακόσια.
“Εκεί είναι ο μπαμπάς και η μαμά. Το βράδυ θα γυρίσουν”.
Έδειχνε κι αυτός με το δαχτυλάκι του κάτω στον κάμπο και αμέσως μετά με το ίδιο δαχτυλάκι έδειχνε το κεφάλι του. Εκεί λίγο πάνω από το αυτάκι του.
Εκείνος……ο παππούς του……δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί ο μικρός του εγγονός είχε αυτό το χούι, αλλά ούτε που τον ρωτούσε ποτέ.
Εκείνος, δεν ρωτούσε ποτέ τίποτα τον εγγονό του. Μόνο απαντούσε στις ακατάπαυστες ερωτήσεις του.
Γιατί; Πώς; Τι; Πότε;
Τον ζάλιζε ο Βασιλάκης αλλά αυτό το πλασματάκι ήταν η μεγαλύτερη χαρά τής ζωής του.
Ο δάσκαλος του, η νταντά του, ο προστάτης του, ο εκπαιδευτής του, ο φίλος του, ο μάστορας, ο μέντοράς του, ο συνταξιδιώτης του στον κόσμο ήταν.
Ο παππούς του.
Ο γλυκός του παππούλης.
Μόνιμα στολίδια τα χτυπήματα στο κεφάλι του. Με τον καιρό, έγιναν ανεξίτηλα σημάδια. Κοντοκουρεμένα τα λιγοστά κάτασπρα μαλλιά του. Σαν καρφάκια ήταν. Χτυπημένο συνέχεια και ματωμένο ήταν το κεφάλι του.
“Δεν έχω μαλλιά να με προειδοποιούν Βασιλάκη, όπως τα μουστάκια της γάτας”, του έλεγε, “και έτσι το χτυπώ συνέχεια.”
Μέσα στις αποθήκες που έκανε δουλειές και στα δέντρα το χτυπούσε.
Έτσι τον θυμάται ο Βασιλάκης. Και με ένα ανεπαίσθητο – μόνιμο κι αυτό – κούνημα του κεφαλιού του δεξιά – αριστερά τον θυμάται, που γινόταν εντονότερο όταν σκεφτόταν. Και σκεφτόταν συνέχεια. Έτσι τον θυμάται.
Του μάθαινε να μετρά, του μάθαινε τους πρωθυπουργούς και τους βασιλιάδες των χωρών και του μάθαινε ακόμα ποιο είναι το μυστρί και η τανάλια.
Έτσι τον θυμάται, με το σκεπάρνι στο χέρι και το καρφί στο στόμα. Έβγαζε το καρφί από το στόμα, κάρφωνε το σανίδι με το σκεπάρνι και του έλεγε.
“Φέρε μου Βασιλάκη δύο καρφιά.”
“Ένα, δύο”, μετρούσε αυτός και του τα έδινε.
Ακόμα και τώρα, μεγάλος πια, όταν μετρά σιωπηλά μέσα του, στην σκέψη του, ξεκινά με τον αντίχειρά του από το μικρό δάχτυλό του.
Ένα, δύο, τρία και στο τέταρτο δάχτυλο, τον δείκτη, “Τετρακόσια” λέει.
Ποτέ δεν τον ρώτησε ο παππούς του, γιατί έλεγε τον δείκτη, “Τετρακόσια.”
Χρόνια πολλά μετά, ξαπλωμένος στο κρεβάτι και άρρωστος βαριά δέχτηκε την επίσκεψη του Βασιλάκη.
Μετά από ώρα, όταν πια τα είπαν όλα και ο Βασιλάκης διαπίστωσε ότι ο παππούς του ήταν μια χαρά στα μυαλά του, εκείνος, πήρε την απάντηση από τον εγγονό του στην ερώτηση που ποτέ δεν του είχε κάνει.
“Δεν σε ρώτησα ποτέ Βασιλάκη γιατί το τέταρτο δάχτυλο, τον δείκτη, το έλεγες Τετρακόσια. Γιατί;”
“Τετρακόσια τα έχεις παππού”, τού είπε και έδειξε, με τον δείκτη τού χεριού του το κεφάλι του. Εκεί στον κρόταφο.
Από τον παππού του το είχε μάθει. Έτσι συνήθιζε να λέει ο παππούς του όταν ήταν μικρός και να δείχνει τον κρόταφό του με τον δείκτη. Ποτέ δεν το είχε προσέξει εκείνος. Μόνο τώρα….

Τετρακόσια Βασιλάκη……..
Τετρακόσια παππού….

Παλαιοχώρι 2016

Διαβάστε επίσης