Υπάρχουν κάποια ξαφνιάσματα στην ζωή που όταν τα συναντήσεις συνήθως προκαλούν πόνο.
Ιδίως όταν ανατρέπουν παγιωμένες και βεβαιωμένες θέσεις από το παρελθόν για ανθρώπους που τους έζησες, ταίριαξες και ταυτίστηκες μαζί τους. Αυτό το ξάφνιασμα και ταυτόχρονα οδυνηρό σπάραγμα για μένα το έζησα με τον αδελφό και φίλο μου τον Τάσο.
Με τον Τάσο γνωριστήκαμε στα δύσκολα φοιτητικά μας χρόνια, τότε που δεν υπήρχε η Δωρεάν Παιδεία και για να σπουδάσουμε εμείς της κατώτερης Τάξης, πολλά από τα έξοδα μας (Εξαμηνιαίες Εγγραφές, βιβλία, κ.λπ.) θα έπρεπε να τα πληρώνουμε μόνοι μας.
Συναντηθήκαμε τυχαία σε ένα γιαπί στην Θεσσαλονίκη, Μακεδονίας 36 αν θυμάμαι καλά. Ήταν η πρώτη μέρα που πιάναμε δουλειά και καθόμασταν δίπλα δίπλα στην ενημέρωση που μας έκανε ο Αρμόδιος. Με κοίταξε με τον πανικό να πλανιέται στην ματιά του.
Στο δικό μου βλέμμα συμπαράστασης ακούμπησε, στηριχτήκαμε ο ένας στον άλλον και ξεκινήσαμε. Η δουλειά άγνωστή, δύσκολη για τους 18χρονους ώμους μας και στο πρώτο μας διάλυμα κοιτάζαμε να θεραπεύσουμε τις βαθιές, κόκκινες χαρακιές που τους σημάδευαν και πονούσαν.
Ήταν τα σημάδια του κουβά με το μπετό που καβαλούσαμε. Η σχέση έδεσε στο μεσημεριανό μας γεύμα που έγινε κάτω από τα μαδέρια και τις σκαλωσιές. Απλώσαμε σε ένα μεγάλο μαδέρι, σαν κοινό μας τραπέζι, τις πετσέτες μας μια καρό κόκκινη πετσέτα η δική μου με την τρίχινη χωριάτικη του Τάσου.
Έβγαλε τον σουγιά και τεμάχισε στα τέσσερα τις δύο ντομάτες και το κρεμμύδι ,άπλωσε τις ελιές και το ξερό τυρί και απολαύσαμε το θείο μας γεύμα της συντροφικότητας, της αλληλοεκτίμησης και του σεβασμού της μιας προσωπικότητας προς την άλλη.
Η γνωριμία μας και το ταίριασμα μας κατέληξε σε δίχρονη συγκατοίκηση. Νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα από τα Εβραϊκά, κοντά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Το νοίκι προσιτό, οι συνθήκες όμως διαβίωσης ανυπόφορες και ακατάλληλες.
Το οίκημα δεν συντηρήθηκε ποτέ μετά την βίαιη εγκατάλειψη του από τους ιδιοκτήτες του. Όταν φυσούσε ο Βαρδάρης δεν τον σταματούσε τίποτε εκεί μέσα. Έμπαζε από παντού. Δεν ήταν λίγες οι διανυκτερεύσεις στον φιλόξενο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Η πορεία μας κοινή, οι κατευθύνσεις μας διαφορετικές. Οι επαφές μας σχεδόν καθημερινές με τα μέσα που διαθέταμε τότε. Η μεγάλη προσήλωση στους στόχους μας δεν μας άφηναν πολύ χρόνο. Όταν τον βρίσκαμε τον εξαντλούσαμε μέχρι το ελαχιστότατο όριό του.
Πετύχαμε, ο καθένας στον τομέα του. Η μοίρα μας έταξε σε γεωγραφικούς χώρους όχι κοντινούς. Αυτό για μας δεν ήταν εμπόδιο, οι επικοινωνίες μας καθημερινές και οι προσωπικές συναντήσεις, παλιότερα πολύ συχνές και τελευταία που πέρασαν τα χρόνια μία οπωσδήποτε τον χρόνο.
Η φετινή δεν θα γίνει. Την προγραμματίσαμε για Παραμονές Χριστουγέννων στην Θεσσαλονίκη. Ο Τάσος έφυγε ξαφνικά και απροσδόκητα. Η φτώχεια μου ανείπωτη και η ορφάνια μου μεγάλη. Είναι ανυπόφορο να βλέπεις να περνάν από μπροστά σου και να φεύγουν τα ωραία της ζωής σου και να μη μπορείς να τα σταματήσεις γιατί αυτή δυστυχώς είναι η μοίρα σου.
Παναγιώτης Φώτου