Με έναν απολογισμό «κομμένο και ραμμένο» στην… επιτυχία, η διοίκηση του δήμου Καβάλας επαίρεται και θριαμβολογεί για το καλλιτεχνικό και οικονομικό αποτέλεσμα του Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου 2012. Θα ήμασταν απόλυτα ταυτισμένοι με τον ενθουσιασμό των υπευθύνων του, αν –προϊόντος του χρόνου– δεν προέκυπταν και οι δικές μας εκτιμήσεις.Υπέρμετρα ταλαντούχοι ως προς την αλχημεία των στοιχείων, οι «διαχειριστές» του Φεστιβάλ κατέθεσαν έναν απολογισμό – αντίπαλο της προηγούμενης διοργάνωσης (νεοελληνιστί: 54ο VS 55ο), «αποδεικνύοντας» δια της… τεθλασμένης τις αυξητικές τάσεις των αριθμών του. Με την ίδια ίσως λογική που κάποτε αυτοί… ευημερούσαν.
Με ζηλευτά ποσοστιαία μαγειρέματα, παρουσιάζεται αύξηση θεατών και εσόδων κυμαινόμενη από το 27% μέχρι το (αστρονομικό) 56%!!! Συγκεκριμένα: τα 26.504 εισιτήρια του 54ου Φεστιβάλ «ηττώνται κατά κράτος» από τα 23.378 του αντίστοιχου φετινού, με το εκπληκτικό εύρημα των… μειωμένων παραστάσεων. Με τον τρόπο αυτό, οι 18 παραστάσεις του 2012 καταγράφουν περηφανή εισπρακτική επιτυχία έναντι των 26 του 2011 και αυξάνουν το μέσο όρο των εισιτηρίων τους από 1.019 σε 1.299! Κάτι ανάλογο θα συμβεί και με τα έσοδα του Φεστιβάλ, αφού τα 43.608 ευρώ των 18 παραστάσεων του ‘12 (συγκρινόμενα με τα 40.332 ευρώ των 26 του ‘11) εκτοξεύουν το μέσο όρο των εισιτηρίων ανά παράσταση στα (κρατηθείτε!)… 2.423!!!
Με την απλή μέθοδο του ποτηριού, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διοργανώτρια αρχή του Φεστιβάλ «κλείνει» προς τη… μισογεμάτη εκδοχή του, ίνα επιβεβαιωθεί και η «επικοινωνιακή ικανότητα» των… διαφημιστών της. Όμως, μία πιο διεισδυτική και (ενδεχομένως) πιο «πονηρή» ματιά στα συγκρινόμενα, θα ανέτρεπε σε μεγάλο βαθμό τις «στατιστικές αναλύσεις» και θα αποκάλυπτε την πραγματική εικόνα της φετινής διοργάνωσης. Ταυτόχρονα, θα εξέθετε και θα υπονόμευε ανεπανόρθωτα το κομμάτι εκείνο των εκδηλώσεων που επί «εποχής Γκόνη» αποτέλεσε το «αισθητικό όπλο» του Φεστιβάλ. Διότι οι 8 παραστάσεις που «περισσεύουν» από τη διαφορά ανάμεσα στις 26 του 2011 και τις 18 του 2912, ουσιαστικά «φωτογραφίζουν» τις περυσινές (να πούμε «μισοάδειες»;) εκδηλώσεις της πόλης.
Απαραίτητη παρένθεση: οι φίλοι και τα μέλη της Συμπαράταξης Πολιτών θα ήταν μεταξύ εκείνων που εξ αρχής θα έσπευδαν να επικροτήσουν την όποια επιτυχία του Φεστιβάλ και θα χαιρόταν ιδιαίτερα από τη μεγάλη προσέλευση των θεατών και (βεβαίως) από τη συγκομιδή των εσόδων που αυτή θα επέφερε. Άλλωστε, αν κάτι σήμερα ενισχύει και θωρακίζει την απειλούμενη Δημοκρατία μας, αυτό είναι ΜΟΝΟΝ η άσκηση των πολιτών της στον Πολιτισμό και την Παιδεία. Μακριά λοιπόν από εμάς οποιαδήποτε «αντιπολιτευτική μιζέρια» με λαϊκίστικα «παραταξιακά χωσίματα». Ευτυχώς, ξέρουμε αρκετά καλά το ρόλο μας και τα όρια μας.
Από το σημείο αυτό όμως μέχρι τους αυτάρεσκους διθυράμβους της διοίκησης του κυρίου Σιμιτσή, υπάρχει μία απόσταση… αλήθειας και ήθους. Απόσταση που ακυρώνει οποιαδήποτε «νομιμότητα» παρέχουν τα πλουμιστά (βοηθούντος και του γραφιστικού κάλλους) στοιχεία του απολογισμού.
Κατ’ αρχάς, θεωρούμε απαράδεκτη (και εντελώς απαξιωτική προς τους ανθρώπους που στήριξαν τις παραστάσεις του Φεστιβάλ) τη «θεαματική έξοδο» του Καλλιτεχνικού Διευθυντή από την παρουσίαση του απολογισμού. Ένα καλλιτεχνικό γεγονός που θέλει (και ορθώς) να κατακτήσει τη θέση του κορυφαίου πολιτιστικού θεσμού της Βορείου Ελλάδος (άμα τι και ισάξιου αυτού της Επιδαύρου), δεν μπορεί να «απολογείται» (άρα και να κρίνεται) μόνον επί των αριθμών και (κυρίως) ερήμην του δημιουργού του. Έτσι λοιπόν, ερωτήματα, απορίες, αλλά και αγωνίες που θα παραθέσουμε παρακάτω, αναζητούν (έστω και τώρα) την απάντησή τους.
Επί παραδείγματι: πώς, αλήθεια, θα εξηγούσε ο κύριος Γκόνης την παταγώδη αποτυχία σε ό,τι αφορά την προσέλευση του κοινού σε παραστάσεις που κατά γενική ομολογία «κόσμησαν θεατρικά» το Φεστιβάλ («Αμφιτρύων», «Περικλής», «Δον Ζουάν») την ίδια στιγμή που οι τηλεοπτικές περσόνες έκαναν για άλλη μια χρονιά «εισπρακτικό πάρτι» κακοποιώντας βάναυσα (οποία έκπληξη!) τον Αριστοφανικό Λόγο; Πώς, επίσης, θα δικαιολογούσε (αυτός και μόνον αυτός) την παρουσία συναυλιών επιπέδου Πλιάτσικα στο Αρχαίο Θέατρο, γεγονός που ουσιαστικά ακυρώνει την παλαιότερη (σωστή, σωστότατη) άποψή του ότι το «είδος» δεν έχει θέση στην θυμέλη των Φιλίππων; Τέλος, πώς ο ίδιος θα αξιολογούσε συνολικά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα του Φεστιβάλ και με ποια (εκ της αξιολόγησης) εφόδια και εμπειρίες θα σχεδίαζε το επόμενο;
Δυστυχώς, η απουσία αυτή του κυρίου Γκόνη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη σοβαρότητα του θεσμού, υποσκάπτει το κύρος του και τον ορίζει στον πολιτιστικό χάρτη της χώρας ως μία απλή «υπόθεση επαρχίας». Αρκεί μόνο μία ματιά στην «αυτοκριτική προσέγγιση» του κυρίου Λούκου για το Φεστιβάλ Αθηνών για να γίνει κατανοητό και το «ποιοτικό χάος» που χωρίζει τους δύο απολογισμούς.
Σε ό,τι αφορά την παρουσία και το έργο του κυρίου Γκόνη, θα θέλαμε να σημειώσουμε τα εξής: Έχουμε την τύχη να γνωρίζουμε το Θοδωρή Γκόνη πολλά χρόνια πριν τον «ανακαλύψουν» οι όψιμοι της «πολιτιστικής μας πιάτσας». Ξέρουμε πολύ καλά τις ικανότητές του και εκτιμούμε ιδιαίτερα το πνευματικό και καλλιτεχνικό του έργο. Και μάλιστα… εκ των έσω. Δυστυχώς, η παρουσία του στη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή συνδέθηκε με τις αντινομίες της Δημοτικές Αρχής, τα οργανωτικά χάσματά της και τους πολιτικαντισμούς των ολίγιστων παραγόντων της. Η συνύπαρξή του με αυτό το «διοικητικό νέφος» τον βάζει αυτομάτως στο «στόχο» και ωθεί πολλούς εξ ημών σε μία κριτική που, πολλές φορές, υπερβαίνει τις καλλιτεχνικές του επιλογές και γίνεται μέρος της συνολικής απαξίας του «έργου Σιμιτσή». Κατά τη γνώμη μας, ο κύριος Γκόνης όφειλε εξ αρχής να είχε απαιτήσει «ξεκάθαρους ρόλους» και δια των (αναμφισβήτητων) χαρισμάτων του να οδηγούσε το θεσμό του Φεστιβάλ έξω από οποιαδήποτε «αυλή» και «παρέα». Δεν το έπραξε και απλά τώρα εισπράττει τα… δέοντα.
Η κανονική ροή της κριτικής μας θα έπρεπε να συνεχίσει με τις αναφορές και τις παρατηρήσεις μας επί των οικονομικών, αλλά κρίνουμε απαραίτητη εδώ μία μικρή «στάση» στους «τοίχους» του Φεστιβάλ. Δε γνωρίζουμε ποιας εμπνεύσεως αποτέλεσμα υπήρξε αυτή η «έρευνα» δια μέσω γνωστής σελίδας κοινωνικής δικτύωσης, μπορούμε όμως να «διαβάσουμε» καλά τα «αποτελέσματά» της. Από πότε τα «πατήματα» στα Facebookικά like συνιστούν και… σταθερά μέλη (εν προκειμένω 737); Μπορεί η (με το στανιό) «διεθνοποίηση» του Φεστιβάλ να στοιχειοθετηθεί με μερικούς «φίλους» που στέλνουν χαιρετίσματα από τις (ενίοτε και… εξωτικές) χώρες τους; Τι άραγε σημαίνει ότι 264 άτομα «μιλούν για την σελίδα»; Κι αν η γλώσσα τους δε… στάζει μέλι; Και εν τέλει, τι προσφέρει μία «έρευνα» με ερωτήσεις «πολιτιστικού νηπιαγωγείου» και με τις περισσότερες από αυτές να «κάνουν μπαμ» για… επιβεβαίωση;
Και μιας και βρισκόμαστε στο διαδικτυακό σύμπαν, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίζαμε τη διαχείριση και την επισκεψιμότητα της επίσημης ιστοσελίδας του Φεστιβάλ. Πάντως, μέχρι αυτήν την ώρα που συντάσσεται αυτό το κείμενο, δεν είχε «ανέβει»… ίχνος απολογισμού. Πιθανά να χάθηκε κάπου μεταξύ Ταϊλάνδης και Ακτής Ελεφαντοστού…
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή μας στα του απολογισμού, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στην πολύ ενδιαφέρουσα (άλλα και «ζουμερή») λίστα των εξόδων του Φεστιβάλ, εκεί όπου θα εντοπίσουμε μερικές παράδοξες και… παράξενες αμοιβές. Διαβάζουμε: 2.500 ευρώ για ανάρτηση, τοποθέτηση (των banners) και μοίρασμα προγραμμάτων και αφίσας, 4.500 ευρώ για ειδικές ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, 2.500 ευρώ για ταμία εισόδων, 5.000 ευρώ για τη γραμματεία του Φεστιβάλ, 2.000 ευρώ για καθαριότητα Αρχαίου Θεάτρου και τέλος, 1.500 ευρώ για την καθαριότητα σε καμαρίνια και τουαλέτες. Ρωτάμε: Όλες αυτές οι εργασίες αποτελούν υπερωριακές αμοιβές σε δημοτικούς υπαλλήλους; Αν ναι, γιατί δεν κατανέμονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εμφανίζονται τα (υπερωριακά;) 4.500 ευρώ την υπαλλήλων του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας; Αν όχι, τότε με ποια κριτήρια και με ποιες διαδικασίες απασχολήθηκαν οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους τομείς; Μήπως (λέμε, μήπως) προέρχονται από τη μεγάλη «παρέα» των «100 εθελοντών»;
Τα 4.000 ευρώ και τα 2.750 ευρώ που δαπανώνται αντίστοιχα για τη φύλαξη του Αρχαίου Θεάτρου των Φιλίππων και της Θάσου σε υπαλλήλους της Αρχαιολογίας, κομίζουν νέο ενδιαφέρον στη συζήτηση, καθώς ομολογείται –εμμέσως πλην σαφώς– ότι τα δύο Αρχαία Θέατρα του νομού στερούνται φύλαξης. Είναι πράγματι έτσι; Και αν όχι, τότε με ποιο τρόπο εμπλέκονται οι υπάλληλοί της στα κοστολόγια του Φεστιβάλ;
Διευκρινίσεις επίσης «ζητάνε»: Πρώτον: τα 5.000 ευρώ των banners και των προγραμμάτων της Θάσου, δεδομένου ότι αυτό το υλικό το «είδε» μόνον (ή σχεδόν μόνο) η πρωτεύουσα του νησιού και βεβαίως δεν μπορεί να έχει κοστίσει όσο ακριβώς και το αντίστοιχο της Καβάλας. Δεύτερον: ο σχεδιασμός των αφισών και των προγραμμάτων που «αγγίζει» το ποσό των 15.000 ευρώ (για την ακρίβεια: 14.999,85!!!), είναι προϊόν διαγωνισμού ή ανάθεσης; Και αν ισχύει το δεύτερο (που ισχύει), ποια είναι εκείνα τα αισθητικά κριτήρια της επιλογής που επί 6 χρόνια μοιάζει να στερούνται άλλοι δημιουργοί έναντι του «επίσημου γραφίστα»; Τρίτον: υπάρχουν ποσοστά επί των κερδών από τις παραστάσεις των θιάσων στα Αρχαία Θέατρα (μηδέ και των κρατικών σκηνών εξαιρουμένων); Αν ναι, ποιο ήταν το «ποσοστό εκκίνησης» και ποιο το οικονομικό όφελος από κάθε παράσταση; Τέλος, πως γίνεται ένα Φεστιβάλ που, πέρα από τα λειτουργικά του έσοδα και με μία (1) μόνο δικιά του παραγωγή (άρα μόνο έσοδα θα μπορούσε να περιμένει), να κοστίζει περίπου όσο και το περυσινό, το οποίο είχε να επιδείξει πάμπολλες εσωτερικές παραγωγές;
Όλα τα παραπάνω, με την ελπίδα μια ολοκληρωμένης και τεκμηριωμένης ΔΗΜΟΣΙΑΣ απαντήσεως από την πλευρά των διοργανωτών και του Καλλιτεχνικού Διευθυντή.
ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗ ΠΟΛΙΤΩΝ