• 11 Μαΐου 2024,

Η… αρπαγή του καλοκαιριού

 Η… αρπαγή του καλοκαιριού

Γράφει ο Αλέξης Καζαντζίδης

Αμήχανο φέτος το καλοκαιράκι. Όχι μόνο -έως τώρα- ολίγον τι δροσερό, αλλά σαν να μην έχει έρθει καν στην πόλη. Λίγοι είναι εκείνοι που μιλούν πια γι’ αυτό. Ελάχιστοι τολμούν να ρωτούν «πού θα ταξιδέψεις;» ή «πόσες ημέρες». Οι περισσότεροι χάνονται μέσα στα ζόρια τους, ανησυχούν για τις δουλειές που… δεν έχουν, το νέο «χτύπημα» που μπορεί να «σκάσει» αύριο, για τα χρήματα που είναι απαραίτητα και δεν υπάρχουν.

 

Καλοκαίρι με το στόμα στυφό, όπως εκείνου που καπνίζει χωρίς γουλιά καφέ, όπως εκείνου που καπνίζει πολύ, μα το στομάχι είναι άδειο. Η ζωή φαίνεται να προσπερνά τους ανθρώπους, πιο πολλούς απ’ όσους θα άντεχε και ο Διάολος ακόμα, σε καιρό πολέμου. Από πολύ καιρό τώρα.

 

Δε μπορεί φέτος, το θέρος να στεριώσει λίγη σχόλη στην αγωνία των ανθρώπων. Να τους φορτώσει την καρδιά και το μυαλό σε ένα κυματάκι για μία βολτίτσα, για ένα καθρέφτισμα στον διάφανο βυθό, για ένα πέρασμα ανεμελιάς από τα ξωκλήσια που στολίζουν σαν στίχοι την πλάση.

 

Φάρμακο πικρό το καλοκαιράκι. Δεν μπορεί ούτε αυτό να κλείσει στο μπουκάλι την αύρα των βουνών και τη μυρωδιά της υπαίθρου. Μέχρι και τα παλιά τραγούδια, δυσκολεύονται να γλυκάνουν προσδοκίες και ελπίδες.

 

Τι είναι, όμως, μια κοινωνία στην οποία τον τόνο δίνουν ο φόβος, η ντροπή, η απογοήτευση; Τρία σκιάχτρα που πήραν θέση σαν να ήταν πανώλη. Βουβά και σιγά-σιγά. Από σπίτι σε σπίτι. Ένα σαράκι που κατατρώει τα σωθικά με λόγια που σκύβουν το κεφάλι («δεν γίνεται αλλιώς»), που εξοικειώνουν με το χειρότερο (πλάνο εξαγοράς δανείων που αφορούν ακίνητα και πλειστηριασμούς), που επιτάσσουν (πόσοι χρειάζονται να απολυθούν).

 

Δύο-τρεις χρονιές τώρα, το καλοκαίρι με σκυμμένο το κεφάλι κάνει ό,τι μπορεί, αλλά δεν φτάνει. Αφότου ο πρώην πρωθυπουργός σκότωσε τα καλοκαίρια, το 2009, μιλώντας από το Καστελόριζο με τη γλώσσα των υπερβόρειων τόκων, οι μέρες μας μοιάζουν σαν να έχει χαθεί πόλεμος. Άλλες αμήχανες, άλλες ορισμένες, μιλούν πλέον με μισές κουβέντες. Πλήθυναν τα πρόσωπα φαγιούμ οι άνθρωποι με μάτια μεγάλα σαν χειροβομβίδες. Δακρύζουν και απασφαλίζουν. Και σκοτώνονται μέσα τους.

 

Άφραγκο το θέρος. Το ’60 ο πιτσιρικάς πηδούσε τη μάντρα για να δει κλεφτά σινεμά, κάτι καμπόικο ή ελληνικό. Μα, μέσα του είχε την πίστη ότι μπορεί αύριο να δει άσπρη μέρα. Αυτό σήμερα σχεδόν… απαγορεύεται. Η ζωή του νέου και της νέας δεν επιτρέπεται να γίνει αύριο καλύτερη.

 

Ένα καλοκαίρι με… συντηρητικά. Ψαράκια στην κονσέρβα. Νόστιμος μεζές για ούζο στις εργατικές εποχές. Τώρα φταις εσύ που θα ήθελες και λίγο σκουμπρί. Δεν κάνει, δεν είναι πρέπον, για έναν πληβείο.

 

Ήρθε (δεν έρχεται πλέον) μπόλικο κακό. Και πολύ βαρύ. Φόβος, ντροπή, απογοήτευση, διαφεντεύουν, έτσι, μουγγά το μυαλό μας. Ίσως αυτό που λέγεται οργή να ήταν μια… κάποια λύσις, αλλά εσχάτως σπεύδουμε να την στρέφουμε εναντίον του διπλανού μας και ουδόλως προς τους δυνατούς. Και αν η κατσίκα του γείτονα ψοφήσει, θα μας σφάζουν και τους δύο σαν τα… αρνιά οι αφέντες.

 

Όμως, μιας και είμαστε από παλιά γενιά, θα ξαναβρούμε τον δρόμο μας. Τουλάχιστον, δυναμώνοντας όποιον μας δυναμώνει. Έχουν το μέτρο τους οι άνθρωποι. Και όπως έλεγε και ο μεγάλος ποιητής, «…Όταν ανεβαίνει ο ήλιος, ακόμη και τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία».

Διαβάστε επίσης