Η αφήγηση της ιστορίας από την απέναντι όχθη

 Η αφήγηση της ιστορίας από την απέναντι όχθη

Βιβλιοκριτική, Γεωργίας Γαλάνη: «Η κατάρα των Ελλήνων»

  

Διάβασα με εξαιρετικό ενδιαφέρον το καινούριο βιβλίο της Καβαλιώτισσας συγγραφέα Γεωργίας Γαλάνη «Η κατάρα των Ελλήνων» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πατάκη». Και λέω καινούριο γιατί το 2010 είχε κυκλοφορήσει πάλι από τις εκδόσεις «Πατάκη» το πρώτο της βιβλίο που αναφερόταν στον Μέγα Αλέξανδρο και είχε τίτλο «Ο ήλιος δύο κόσμων»

Όπως ήδη έγραψε η «Πρωϊνή», «Η κατάρα των Ελλήνων» είναι λοιπόν το δεύτερο βιβλίο της 22χρονης αρχαιολόγου και πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που έχει ως θέμα του τις περιπέτειες ενός νεαρού Πέρση αξιωματούχου, στρατιωτικού στην αυλή του βασιλιά Ξέρξη, που εξιστορεί από την οπτική γωνία των Περσών, τα γεγονότα της εκστρατείας στην Ελλάδα το 482 π.Χ. και τις ιστορικές μάχες που διεξάγουν τα μιλιούνια των περσικών στρατευμάτων εναντίoν των ολιγαρίθμων Ελλήνων, στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές. Η αφήγηση διατρέχει και τα κατοπινά χρόνια με τις συγκλονιστικές περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αρταχαίη στη Μακεδονία, στην Αίγυπτο και στην Περσία.

   Η πλοκή του μυθιστορήματος που αποτελεί και το βασικό του ατού, είναι συναρπαστική και όχι μόνον κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία μέχρι το τέλος αλλά και τον υποχρεώνει να το διαβάσει σχεδόν απνευστί και χωρίς διάλειμμα.

   Είναι τέτοια η δομή του που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα έτοιμο (με ελάχιστες φυσικά αναγκαίες προσαρμογές), άρτιο και άριστο σενάριο για μια αμερικανική κινηματογραφική υπερπαραγωγή.

   Διαβάζοντας το βιβλίο ξανάφερα στο νου μου τα βασικά ιστορικά στοιχεία από τα σχολικά μας βιβλία αλλά αυτή τη φορά έμοιαζε σαν να ζω τα γεγονότα από μέσα, σαν να ήμουν ένας από τους ήρωες της αφήγησής γιατί ακριβώς η γραφή της Γαλάνη έχει αυτό το μοναδικό πλεονέκτημα και χάρισμα να είναι ολοζώντανη.

   Και φυσικά με την παρουσίαση και παράθεση ιστορικών προσώπων και γεγονότων με υποχρέωσε να ανατρέξω στις πηγές ώστε να ξαναθυμηθώ ή και να μάθω για πρώτη φορά για κομμάτια ολόκληρα της ιστορίας που είτε είχαν χαθεί στα βάθη του μυαλού μου καλυμμένα από την αχλή του χρόνου είτε δεν τα γνώριζα καθόλου.

Όπως για τον Αλέξανδρο τον Α’ της Μακεδονίας και για το ρόλο που έπαιξε κυρίως στην αποχώρηση των Περσών μετά τις διαδοχικές ήττες τους στις αναμετρήσεις τους με τους Έλληνες.

   Οφείλω επίσης να παρατηρήσω και να εντάξω στα θετικά του βιβλίου ότι αρκετές φορές βάζοντας η συγγραφέας τους πρωταγωνιστές της να μιλούν για την Ελλάδα της εποχής που διαδραματίζεται η υπόθεση του μυθιστορήματός, δίνει στην ουσία το στίγμα της Ελλάδας του σήμερα και γενικότερα της Ελλάδας διαχρονικά από τότε τουλάχιστον που είμαστε ελεύθερο κράτος, σχεδόν 200 χρόνια δηλαδή.

Π.χ. «…Τελικά οι Έλληνες ήταν κάτι παραπάνω από αλαζόνες και περήφανοι. Ήταν ψυχωτικά διψασμένοι για εξουσία και ηγεσία. Και μπορούσαν να τα ξεπουλήσουν όλα γι’ αυτό. Θα έδιναν τα πάντα, θα υποσχόταν τα πάντα αρκεί να τους πρόσφερες την πρωτιά ανάμεσα στους ομόφυλούς τους … Ενωμένοι αποτελούσαν μεγάλο κίνδυνο. Αλλά αυτοί δε θα μπορούσαν ποτέ να ενωθούν…» (σελ. 57)

   Και παρακάτω: «…Θυμήσου πόσο επιρρεπείς είναι οι Έλληνες σε διαφωνίες, έριδες και αντεγκλήσεις λόγω της εγωκεντρικής αλαζονείας τους…» (σελ. 169).

Ακόμη: «…Αλλά οι Έλληνες δεν το παλεύουν και πολύ, Αρταχαίη. Αρέσκονται στο ψέμα. Γι’ αυτό δεν βρίσκουν μια στιγμή ηρεμίας και συνέχεια τρώγονται μεταξύ τους. Φυσικά και λόγω της αχαλίνωτης ελευθερίας τους!», σελ. (426).

Και το κορυφαίο όλων, στην ίδια σελίδα (426): «… «Μα οι Έλληνες, Ανάφη, φαγώνονται συνεχώς για μια νίκη στα παιχνίδια της εξουσίας. Μέχρι και μεταξύ τους λένε ψέματα, αρκεί να πάρουν την πρωτιά: Και παρ’ όλα αυτά συνεννοήθηκαν καλύτερα από μας. Αν δεν είναι αυτό ανεξήγητο τότε τι είναι;. Νομίζω τελικά πως αυτά που τους χωρίζουν είναι αυτά που κατά βάθος τους ενώνουν και τους κάνουν πιο δυνατούς… Μια φιλοπατρία αλλόκοσμη που ζει μέσα στα δίχτυα της διχόνοιας…»…»

   Στα θετικά του βιβλίου μπορώ επίσης να προσθέσω τον τρόπο που μεταφέρει η Γαλάνη στον αναγνώστη τα συναισθήματα των ηρώων της ή τις καταστάσεις που βιώνουν, χρησιμοποιώντας εξαιρετικά ευρηματικές παρομοιώσεις ή/και μεταφορές.

Π.χ. «…Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά. Γλιστρούσαν σαν την άμμο μέσα στα δάχτυλα του χρόνου, όταν ο αέρας σκορπίζει τους κόκκους της. Νόμιζα πως έσταζα συνέχεια από τον ιδρώτα. Κοιτούσα γύρω μου στο έδαφος κι έψαχνα να βρω τις λίμνες της αγωνίας μου…» (σελ. 181).

Και παρακάτω «…όταν άκουσα βήματα να με πλησιάζουν, τόσο ανάλαφρα σαν το βάδισμα του ίσκιου…» (σελ. 203).

   Μου έκανε επίσης πολύ θετική εντύπωση, ο τρόπος που περιγράφει τόσο τις σκηνές ακραίας βίας πάνω στις μάχες σώμα με σώμα Ελλήνων και Περσών ή τον αποκεφαλισμό του πτώματος του Λεωνίδα και το κάρφωμα του κεφαλιού του σε ένα παλούκι, όσο και η άγρια δολοφονία του Φαρνάβαζου (ενός Πέρση ευγενή που ζει στην Αίγυπτο) μέσα στο σπίτι του από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος Αρταχαίη αλλά και οι ερωτικές σκηνές τις οποίες  περιγράφει η συγγραφέας με εξαιρετική μαεστρία και τόλμη και μπορώ να πω, ότι παραπέμπουν περισσότερο σε μια ανδρική ματιά κι όχι τόσο στη γραφίδα ενός 22χρονου κοριτσιού ή τέλος πάντων μιας νεαρής γυναίκας. Θα μου πείτε –και θα έχετε πιθανόν δίκαιο- γιατί μια πολύ νέα γυναίκα – συγγραφέας να μην μπορεί να αναφέρεται και να περιγράφει ερωτικές σκηνές με ρεαλισμό;  Εδώ ίσως να με παρασέρνουν τόσο τα στερεότυπα που μας έχουν επιβάλει διάφοροι παράγοντες στη ζωή μας όσο και ο υποκριτικός πουριτανισμός της κοινωνίας μας στον οποίο εμείς οι μεγαλύτεροι ήμαστε ως ένα βαθμό εγκλωβισμένοι. Και η γενιά μου επίσης, η γενιά που μεγάλωσε στο αυστηρό κλίμα μιας συντηρητικής επαρχιακής πόλης όπως ήταν η Καβάλα του ’60 και του ’70, κουβαλάει πολλά κόμπλεξ στους ώμους της αλλά και στην ψυχή της.

   Πιστεύω πάντως ακράδαντα ότι οι ερωτικές αυτές σκηνές του βιβλίου θα μπορούσαν, χωρίς υπερβολή, να ενταχθούν στον κατάλογο των κλασικών ερωτικών περιγραφών της λογοτεχνίας μας και αναφέρομαι τόσο στη σκηνή στο λουτρό της Νεμπίτ, μιας πλούσιας Αιγύπτιας που έχει αγοράσει σαν σκλάβο τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος Αρταχαίη, όσο και ο έντονος ερωτισμός που ξεχειλίζει από δύο – τρεις και μόνο φρασούλες όταν στη σελίδα 219 περιγράφει η Γαλάνη τον τρόπο που παρατηρεί ο Αρταχαίης την Διηδάμεια, μια ιέρεια του Μαντείου των Δελφών η οποία τον βοήθησε να συνέλθει από έναν βαρύτατο τραυματισμό του.: «…Τα χείλη της δυο κόκκινα βουνά που έσμιγαν ασάλευτα. Οι πτυχώσεις του χιτώνα της τανύζονταν ανήσυχες στις καμπύλες του στήθους της. Θόλωσα. Τα χέρια μου επάνω στο γυμνό σώμα της ήταν η μόνη εικόνα που κυριαρχούσε στο νου μου…».

   Υπάρχουν και άλλα θετικά στοιχεία στο βιβλίο της Γεωργίας Γαλάνη. Ο ρυθμός της αφήγησής της είναι σταθερός, χωρίς κοιλιές, χωρίς περιττές φιοριτούρες και υπερβολικά καλολογικά στοιχεία, ένα φαινόμενο που δυστυχώς συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια και έχουν ξεχειλίσει τα ράφια και οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων από εκατοντάδες τόμους παραλογοτεχνίας που παραπέμπουν σε Άρλεκιν και βίπερ Νόρα.

 

   Υπάρχουν όμως και κάποιες αδυναμίες στην «Αρταχαιάδα» της 22χρονης Καβαλιώτισσας.

   Η χρήση δεκάδων, κυριολεκτικά, άγνωστων ή σπάνιων λέξεων, μερικές από τις οποίες δεν γνωρίζω ούτε κι εγώ που υποτίθεται ότι έχω διαβάσει πολύ στη ζωή μου και γενικά λόγω και του επαγγέλματός μου ασχολούμαι συστηματικά με την γλώσσα. Η εκτεταμένη χρήση αυτών των λέξεων δεν είναι μόνον ότι απλώς δυσκολεύει τον αναγνώστη αλλά του δίνει επιπλέον και την αίσθηση ότι είναι μια εξεζητημένη ενέργεια από τη συγγραφέα είτε για να κάνει επίδειξη της ευρυμάθειάς της είτε γιατί δεν μπορεί να αποφύγει τις ισοπεδωτικές επιρροές της επιστήμης της. Διότι εδώ μιλάμε για λογοτεχνία και όχι για επιστημονικό σύγγραμμα.

   Η συχνή χρήση λέξεων όπως: κύλικες, εύθρυπτα, χειρίδα, κοσεννύουν, χρεμέτισε, φρούμαξε, ενδρομίδες, άνδηρο, πώρινος, αισχυντηλή, δίφρος, πύραυνος, αυλητρίδες, βακτηρία, τολμητίας και πολλές άλλες ων ουκ έστι αριθμός, αδικούν την προσπάθειά της συγγραφέως να κάνει λογοτεχνία, αλλά πλήττουν και το ολοφάνερο εξαιρετικό ταλέντο της να γράφει όχι απλώς καλά αλλά σε επίπεδο ολοκληρωμένου συγγραφέα.

   Εγώ το εισέπραξα σαν μια αχρείαστη επίδειξη γνώσεων και έπαρσης που είναι πάντα ο μεγάλος κίνδυνος για έναν συγγραφέα και γενικότερα ο πλέον αδυσώπητος εχθρός κάθε δημιουργού της τέχνης. Πόσο μάλλον για μία συγγραφέα που είναι στην αρχή της δημιουργικής του πορείας.

 

   Αν τελικά θα μπορούσα να δώσω μια συμβουλή στην Γεωργία Γαλάνη, σαν ένας απλός αναγνώστης, θα ήταν να την παροτρύνω να ξεφύγει λίγο από την ασφάλεια που της δίνει το γνωστικό της αντικείμενο και η επιστήμη της που είναι η ιστορία και η αρχαιολογία και στο επόμενο συγγραφικό της εγχείρημα να δοκιμάσει τις δυνάμεις της και σε άλλους χώρους πέρα από το ιστορικό μυθιστόρημα. Νομίζω ότι διαθέτει όχι απλώς τις βάσεις και το ταλέντο αλλά και όλους τους κώδικες της τέχνης της συγγραφής που θα την βοηθήσουν να ξεφύγει από μια μονότονη μανιέρα που πιθανόν να αποκτήσει και όπου μέσα της ελλοχεύει συνήθως και ο θανάσιμος, για έναν συγγραφέα, κίνδυνος της τυποποίησης.

   Και τέλος θέλω να δηλώσω τη χαρά μου γιατί στο πρόσωπο της Γεωργίας Γαλάνη αναγνωρίζω την «άλλη» νεολαία. Τη νεολαία της τέχνης και της δημιουργίας. Τα νέα παιδιά που πέρα και παρά την αγωνία της επιστημονικής τους κατάρτισης, της επαγγελματικής τους αποκατάστασης και της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους, ξεχειλίζουν συγχρόνως και από διάθεση να εκφραστούν δημιουργικά μέσα από την τέχνη και να συγκροτήσουν τη νέα διανόηση αυτής της χώρας που ίσως αύριο μας βγάλει από το τέλμα της απαξίωσης και το καθεστώς του λαϊκισμού και της βαρβαρότητας στο οποίο ζούμε εδώ και αρκετά χρόνια. Μακάρι…

Θόδωρος Θεοδωρίδης

 

 

Γαλάνη, Γεωργία. Η κατάρα των Ελλήνων: Ιστορικό μυθιστόρημα, 1η έκδ. – Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2013. – 454σ. · 21×14εκ. – (Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία · Πεζογραφία · 327)
ISBN 978-960-16-4620-6 (Μαλακό εξώφυλλο)
€ 16,70 Η τιμή περιλαμβάνει Φ.Π.A. 6,5%.

Διαβάστε επίσης