• 20 Απριλίου 2024,

12 Μαρτίου 1977: l’ultima insurrezione, η τελευταία εξέγερση

 12 Μαρτίου 1977: l’ultima insurrezione, η τελευταία εξέγερση

Το ζήτημα δεν είναι αυτό του αγώνα για τον κομμουνισμό. Αυτό που είναι σημαντικό είναι πως ο κομμουνισμός να ζει μέσα στον ίδιο τον αγώνα» Αόρατη Επιτροπή, Τώρα – Comitato Invisibile, Adesso


Η 12η Μαρτίου 1977 δικαίως μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία εξεγερσιακή ημέρα στην ιταλική ιστορία. Η επιλογή πέφτει σε εκείνη τη ρωμαϊκή ημερομηνία και όχι, για παράδειγμα, στις γενουάτισσες μέρες του ιουλίου 2001, αφού, σε αντίθεση με το αντιφιλελεύθερο κίνημα στα τέλη του αιώνα, η εξέγερση του ’77 προέρχονταν από ένα κίνημα που δεν είχε θέσει στόχο του να κυβερνήσει την οικονομία και τη νεωτερικότητα, ίσως με μια αποανάπτυξη και μια καλύτερη κατανομή των πόρων, αλλά, αντίθετα, να ξεφύγει από την πολιτική, από την πόλη, την εργασία και τον ίδιο τον καπιταλισμό.

Εκείνη tη 12η Μαρτίου, πριν από σαράντα χρόνια, εκατό χιλιάδες άνθρωποι συναντήθηκαν στην Piazza Esedra (τα επόμενα χρόνια μετονομάστηκε σε Piazza della Repubblica), για να δηλώσουν με τα ίδια τους τα σώματα – και, αν χρειαστεί, με τη βία αυτών των σωμάτων – την πείνα τους για κομμουνισμό, την άρνησή τους να πουλούν τον εαυτό τους, το μέλλον και τον κόσμο τους σε ένα πεπρωμένο υπακοής και μιζέριας, πνευματικής και υλικής. Η διαδήλωση είχε αυτά τα βαθιά κίνητρα, στα οποία προστέθηκε ο διακαής πόθος εκδίκησηe για τη δολοφονία, που έγινε την προηγούμενη μέρα, του Francesco Lorusso, εικοσιτετράχρονου συντρόφου της Lotta Continua, που σκοτώθηκε εν ψυχρώ από έναν καραμπινιέρο σε μια στρατιωτικοποιημένη και πολιορκημένη Μπολόνια από τις οπλισμένες δυνάμεις του Francesco Cossiga, τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Εκείνη τη βροχερή μέρα του Μαρτίου στη Ρώμη σκεφτόμασταν την εκδίκηση, την επανάσταση και τη χαρά, καθόλου σε μια κυβέρνηση, μια πολιτική ή μια οικονομία. Υπήρχε η επίγνωση του αποκλεισμού από τις νέες παραγωγικές διαδικασίες, ήδη επηρεασμένες από τη μαζική αυτοματοποίηση, και γι’ αυτόν τον λόγο βρίσκαμε το θάρρος να βάλουμε το σώμα μας σε κίνδυνο, στο παιχνίδι, να αρνηθούμε την εργασία, την εργατική κεντρικότητα, το σοσιαλισμό και να πουλήσουμε ακριβά το τομάρι στα λεγόμενα «αφεντικά».

Εκείνο το κρύο και βροχερό απόγευμα, τουλάχιστον εκατό χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην Piazza Esedra. Ήταν μια εθνική διαδήλωση, και σε εκείνο το σημείο της πόλης, κοντά στο σταθμό Termini, είχαν συγκεντρωθεί συντρόφισσες και σύντροφοι από τη Ρώμη, από τα προάστια και από όλη την Ιταλία, φτάνοντας στο ραντεβού με λεωφορεία, τρένα, ωτοστόπ, σε ομάδα.

Μια φωτογραφία του Tano D’Amico, που σύντομα έγινε το ομοίωμα, l’effigie, η αναπαράσταση εκείνης της ημέρας, απεικονίζει τους συντρόφους παραταγμένους μπροστά από την είσοδο της Via Nazionale. Γνωρίζοντας ότι οι κάμερες και οι βιντεοκάμερες της πολιτικής αστυνομίας (DIGOS) τους πλαισιώνουν, ποζάρουν προκλητικά, με το κεφάλι γερμένο προς τη μία πλευρά, το δεξί πόδι σταυρωμένο μπροστά από το αριστερό, σαν νέοι Τσάρλι Τσάπλιν. Αν ήταν θέατρο, να ήταν τουλάχιστον ποιοτικό.

Στην πρόθεση των συντρόφων, η πορεία έπρεπε να διασχίσει την οδό Nazionale, και από εκεί, μέσω της Quattro Novembre, να φτάσει στην Piazza Venezia, ακριβώς κοντά στη Via del Corso, όπου βρισκόταν ο ονομαστικός προορισμός της διαδήλωσης, δηλαδή το Κοινοβούλιο και το Palazzo Chigi, με μια λέξη τα Χειμερινά Ανάκτορα. Η είσοδος στη Via Nazionale, ωστόσο, μπλοκαρίστηκε από μια πολύ πυκνή σειρά αστυνομικών και καραμπινιέρων, πλήρης με τεθωρακισμένα οχήματα για να κλείσουν κάθε δυνατότητα εισόδου. Μόλις αρχειοθετήθηκε η πρακτικότητα αυτού του δρομολογίου, οι σύντροφοι επέλεξαν την εναλλακτική που αποτελούσε η Via Cavour, η οποία αφέθηκε εντελώς ελεύθερη στην πορεία, πιθανώς με σιωπηρή συναίνεση του Αρχηγείου της Αστυνομίας. Οι μάζες των συντρόφων και οι διάφορες ομάδες περιφρούρησης κινήθηκαν στη συνέχεια κατά μήκος μιας παράξενα ερημωμένης Via Cavour. Τα ρολά των καταστημάτων κατεβασμένα, οι παράδρομοι χωρίς αυτοκίνητα, ο μολυβένιος ουρανός, η βροχή, όλα έκαναν το αστικό τοπίο αποξενωμένο και συναρπαστικό ταυτόχρονα. Στις τάξεις της πορείας άρχισαν να εμφανίζονται τα πιστόλια, τα οποία στη δεκαετία του εβδομήντα οι σύντροφοι έδειχναν συχνά σε διαδηλώσεις, για να αποτρέψουν τους φασίστες και την αστυνομία από τη συνηθισμένη και θεσμική βία τους.

Εκείνη την ημέρα του Μάρτη, αγόρια και κορίτσια από τα προάστια και όχι μόνο (έστω και υποτιμητικό, αλλά και ψεύτικο, να μιλήσουμε για περιφέρεια και κέντρο για το κίνημα του ’77) μαζεύτηκαν στο κέντρο της Ρώμης. Ακριβώς μεταξύ Via Nazionale και Via Cavour ανοίγει, όπως άνοιγε και τότε, το Rione Monti, σήμερα μια άθλια «εξευγενισμένη» γη, νυχτερινό θήραμα για νυχτερινή ζωή, movida, και κεφαλαιοποίηση ακινήτων, ένα κυνηγότοπο για bed & breakfast, μπυραρίες, μαγαζιά με μπιχλιμπίδια για τουρίστες. ή επώνυμα ρούχα για τους πλούσιους. Σε αντίθεση με σήμερα, η γειτονιά είχε τότε μια βαθιά λαϊκή φύση. Γέμιζε από παιδιά, νέους και οικογένειες εργατών, οικοδόμων, υπαλλήλων, ανέργων. Σε αυτό το τμήμα της πόλης τα κτίρια χρονολογούνταν ως επί το πλείστον στον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, μια περίοδο κατά την οποία, στα απομεινάρια της αρχαίας Subura – της δημοφιλούς συνοικίας που ήδη στην αρχαιότητα χωριζόταν από έναν ισχυρό τοίχο περίβολο από την πολυτέλεια του φόρουμ του Αυγούστου – είχε χτιστεί μια αστική περιοχή με υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα.

Ψηλά κτίρια, συγκροτήματα κατοικιών στριμώχνονταν στα στενά σοκάκια της γειτονιάς, που προορίζονταν στα μετα-ενωτικά πολεοδομικά σχέδια να φιλοξενήσουν τη μαζική μετανάστευση μετά την κατάληψη της Porta Pia, πρώτα, και στη συνέχεια εκείνη της εποχής του φασισμού και του Μουσολίνι. Σε αυτή τη γειτονιά, όπως και στη γειτονική του Viminale, ή στην εξίσου γειτονική του Esquiline, ο πληθυσμός αποτελούνταν ουσιαστικά από παιδιά και εγγόνια εκείνων των μεταναστευτικών κυμάτων. Το πρωί γυναίκες συνωστίζονταν στις τοπικές αγορές, ειδικά αυτή στην Piazza Vittorio, πανομοιότυπη σε κοινωνική και ανθρώπινη σύνθεση με αυτή που περιγράφει ο Carlo Emilio Gadda στο Quel pasticciaccio brutto στη Via Merulana. Πλήθη παιδιών πήγαιναν στα σχολεία της γειτονιάς, ενώ στα περβάζια τα φύλλα βασιλικού αντανακλούσαν το φως του ήλιου, ο οποίος έλκονταν από το λευκό των σεντονιών που ήταν κρεμασμένα για να στεγνώσουν. Αυτό το τμήμα της πόλης, όπως και ολόκληρο το ρωμαϊκό ιστορικό κέντρο από την άλλη, είχε μια έντονη προλεταριακή χροιά, με κοινωνικό υπόβαθρο παρόμοιο με αυτό που χαρακτήριζε προάστια όπως το San Basilio, η Pietralata, η Centocelle, το Mandrione, το Quadraro, η Primavalle κ.λπ..

Εξαιτίας αυτού του γεγονότος να ανήκουν σε έναν κόσμο, παρά σε μια κοινωνία, σε μια κοινότητα και όχι σε μια τάξη, οι άνθρωποι αυτών των γειτονιών κρατούσαν στο υπόγειο των κτιρίων άδεια πλέον μπουκάλια μπύρας ή μεταλλικού νερού, ή ακόμα και αυτά, ακριβώς άδεια, που χρησιμοποιούσαν για τον σπιτικό πολτό ντομάτας, κληρονομιά των ισχυρών δεσμών που διατηρούσε εκείνος ο κόσμος με το αγροτικό υπόστρωμα προέλευσης. Αυτά τα μπουκάλια ήταν χρήσιμα για την παρασκευή μολότοφ σε περίπτωση ανάγκης, και εκείνες τις μέρες κανείς από τους κατοίκους δεν σκέφτηκε να αναφέρει την παρουσία αυτών των πιθανών όπλων στην αστυνομία. Κανείς δεν χαφιέδιζε τον εαυτό του.

Αυτό σήμαινε να ζεις στη γειτονιά, να ζεις τον δικό σου κόσμο. Και πάντα σε αυτούς τους σκοτεινούς διαδρόμους, που μόλις φωτίζονταν αμυδρά από τις λάμπες που κρέμονταν από το ταβάνι ή από το φως των κεριών που τρεμοπαίζουν μπροστά στις μικρές εικόνες της Παναγίας, έβρισκαν καταφύγιο τα αγόρια και τα κορίτσια που κυνηγήθηκαν εκείνο το απόγευμα από την Αστυνομία και τους Καραμπινιέρους. υποδέχονταν ηλικιωμένοι που τους άνοιξαν την πόρτα, εκείνοι οι ίδιοι ηλικιωμένοι που είχαν δει πρώτα το πέρασμα των μαύρων στολών στη Via dei Fori Imperiali, και εκείνων με τη σβάστικα της υποχωρούσας Βέρμαχτ στη συνέχεια και, τέλος, αυτή των σημαιών με τα αστέρια και τις ρίγες του Στρατηγού Mark Clark, την επομένη της 4ης Ιουνίου 1944. Αυτά τα αγόρια και τα κορίτσια υποδέχτηκαν εκείνοι οι άνθρωποι που ήταν πάντα ανυπότακτοι σε οποιαδήποτε στολή, σε εκείνα τα υπόγεια όπου είχαν καταφύγει εβραίοι, παρτιζάνοι ή απλοί χαμένοι στρατιώτες μετά την 8η Σεπτεμβρίου ’43, τριάντα χρόνια νωρίτερα, στα κρύα χρόνια της ναζιστικής κατοχής της Ρώμης ανοιχτής πόλης. Η Ρώμη, μια πόλη τόσο κοντά στην εξουσία, τόσο συνυφασμένη με την εξουσία, και όμως πάντα ανυπότακτη σε κάθε εξουσία.

Αυτά τα σώματα ήταν παιδιά εργατών, το τελευταίο υποκείμενο του εικοστού αιώνα, και εγγονοί αγροτών, η πιο αρχαία, προγονική και ανθεκτική υποκειμενικότητα: εκείνη η τάξη που ούτε ο φασισμός είχε καταφέρει να λυγίσει. Ωστόσο, η καταναλωτική κοινωνία είχε αφιερωθεί σε αυτό το κολοσσιαίο εγχείρημα τη δεκαετία του ’60, και εκείνο το απόγευμα του Μαρτίου του ’77 είχε ήδη ολοκληρωθεί η μεγάλη αναγκαστική μετατροπή της αγροτικής Ιταλίας σε καταναλωτική και βιομηχανική, αυτή της κοινωνίας του θεάματος. Η καταστροφή αυτού του αταβιστικού κόσμου είχε ήδη συμβεί, πράγμα που παρατηρήθηκε με σαφήνεια από τον Pier Paolo Pasolini ή από τον Ernesto De Martino. Είναι μέσα σε αυτή τη συνειδητοποίηση ​​του μη ανήκειν, αποκλεισμένα από τη βιομηχανική καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία και αποφασισμένα να μην κλάψουν με τίποτα γι’ αυτόν τον αποκλεισμό, ξεριζωμένα πλέον για πάντα από τη γη και από τον κόσμο των αγροτών, ορφανά ήδη πατεράδων και παππούδων: είναι μέσα σε αυτό τον αποκλεισμό, μεταμορφωμένο σε ελευθερία, που αυτά τα σώματα βρέθηκαν τότε μαζί, αποφασισμένα να πουλήσουν σε ακριβά τιμή το ότι δεν ανήκαν πουθενά, την ύπαρξή τους, το ότι ήταν απόκληροι, πλεόνασμα σε σχέση με τα θανατοπολιτικά διώνυμα δημοκρατίας και καπιταλισμού, οικονομίας και κράτους.

Το «Θα πληρώσετε τα πάντα, θα πληρώσετε ακριβά», “Pagherete tutto, pagherete caro”, ή το «Θα τα πάρουμε όλα πίσω», “Ci riprendiamo tutto”, δεν ήταν απλώς συνθήματα εκδίκησης, που εκείνο το ρωμαϊκό απόγευμα αντηχούσαν ανάμεσα στα κτίρια της Via Cavour, της Piazza del Gesù και της Piazza del Popolo. Αυτή η κραυγή διεκδικούσε την εκδικητική δύναμη μπροστά στον σύντροφο που σκοτώθηκε την προηγούμενη μέρα, μπροστά στους εκατοντάδες σκοτωμένους που δολοφονήθηκαν τις μέρες και τα προηγούμενα χρόνια, από τις κρατικές σφαγές, από την αστυνομία ή από τους κρατικοφασίστες. Ήταν πάνω απ’ όλα λόγια ελευθερίας: η ευθύνη να αποφασίζεις μια απόρριψη, αυτή της μισθωτής εργασίας, του χρήματος, του νόμου του ισοδύναμου, ακόμη και της βαλτωμένης κουλτούρας, του επιστημονισμού, της προόδου, με μια λέξη της «σκατένιας ζωής» του καπιταλισμού, μέσα και έξω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, και ως εκ τούτου η ελευθερία να επιλέγεις μια διαφορετική ζωή, όπου είναι σωστό και εφικτό το «Να πάρουμε πίσω το φεγγάρι, την ειρήνη και την αφθονία», όπως έλεγε ένα τραγούδι του Claudio Lolli.

Αργά το απόγευμα εκείνης της βροχερής 12ης Μαρτίου, η μεγάλη πορεία των συντρόφων βρέθηκε στην Piazza Venezia, παρελαύνοντας ανάμεσα στα σιωπηλά ερείπια της Via dei Fori Imperiali. Φτάνοντας στην πλευρά της πλατείας, όπου ανοίγει η Via del Corso, η λεωφόρος που οδηγεί στα ανάκτορα της εξουσίας, Palazzo Madama και Palazzo Chigi, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια επιβλητική σειρά αστυνομικών και καραμπινιέρων, μια μάζα ανδρών με πολεμικό εξοπλισμό και με ακριβείς εντολές: να μην επιτραπεί η είσοδος σε κανέναν και πλήρης ελευθερία στη χρήση των όπλων.

Αντιμέτωποι με την κατάσταση εξαίρεσης, τη μετατροπή των σωμάτων τους σε homines sacri, να το πούμε όπως ο Agamben, αυτή η μάζα των εξεγερμένων βρέθηκε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Βρέθηκε να αποφασίζει το ακατόρθωτο: από τη μια μεριά η επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα, με την απόφαση να μετατραπεί η εξέγερση σε εμφύλιο πόλεμο, στην επιδίωξη του κενού που έχει από μόνο του κάθε παλάτι εξουσίας, από την άλλη η « επίθεση στον παράδεισο, ή ο πολλαπλασιασμός της εξέγερσης στα πιο κρυφά κλαδιά της κοινωνίας, ανάμεσα στις γυναίκες, στις φτωχογειτονιές, στους μετανάστες κ.λπ.. Πολλαπλασιασμός που εκείνο το απόγευμα σήμανε τη διασπορά στα σοκάκια των λαϊκών συνοικιών του κέντρου, για να αποφευχθούν συλλήψεις και εκκαθαρίσεις, που ωστόσο συνέβησαν εκείνο το βράδυ, με τις φωτιές εκατοντάδων μολότοφ, λεηλασίες οπλοπωλείων και την ανέγερση οδοφραγμάτων. Μέσα στην αβεβαιότητα, η πορεία αρχικά χωρίστηκε σε δύο τμήματα και αμέσως μετά βρέθηκε ενωμένη στο Lungotevere, φτάνοντας έτσι στην Piazza del Popolo. Έχοντας φτάσει στην ακραία ένταση της εξέγερσης ή ίσως έχοντας χαϊδέψει τον ίλιγγο, οι σύντροφοι αποφάσισαν να διαλυθούν. Αποφάσισαν να εμπιστευτούν στον κόσμο τους, να βρεθούν «ευτυχισμένοι τσιγγάνοι» μακριά από την βολή των τανκς. Εκείνο το απόγευμα πριν από σαράντα τρία χρόνια, πιθανόν, αγγίξαμε την επανάσταση, ή ίσως απλώς ένα λουτρό αίματος.

ο Marcello Tarì έγραψε πρόσφατα, στις σελίδες του Εδώ και τώρα, Qui e ora, ότι χρειάζεται θάρρος για να ξεσηκωθείς, και ότι αυτό το θάρρος προφανώς λείπει από τη χώρα μας σήμερα. Είναι μια μεγάλη αλήθεια. Γιατί, πάνω απ’ όλα, χρειάζεται θάρρος για να δούμε τη μικρή ζωή που κάνουμε ανήκοντας στην οικουμενική μικροαστική τάξη, με τους μικρούς της συμβιβασμούς, τα μικρά της κόλπα, τις μικρές της ελπίδες, τις μικρές της ψευδαισθήσεις, πάντα πανομοιότυπες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, που επανακυκλοφορούν σε ενοποιημένα δίκτυα στις οθόνες κινητών τηλεφώνων και τηλεοράσεων.  Η Ιταλία ακριβώς ήταν το σκηνικό αυτής της μεγάλης μεταμόρφωσης: από ένα προλεταριάτο της νεολαίας σε μια μικροαστική τάξη. Εδώ είναι που αυτή η μεταμόρφωση βρήκε τη μέγιστη έκφρασή της, καθιστάμενη σύντομα πρότυπο αντιδραστικής και αντεξεγερτικής παλινόρθωσης σε όλο τον δυτικό κόσμο. Για να επαναστατήσει κανείς πρέπει να μην αντέχει άλλο. Πάνω απ’ όλα, είναι απαραίτητο να αναλάβει κανείς την ευθύνη για την ελευθερία του, μια χειρονομία που πάντα συνεπάγεται την άρνηση της εντολής.

Η παρατήρηση και η ανάμνηση εκείνης της ημέρας του Μαρτίου του 1977 σημαίνει να κοιτάζει κανείς μέσα του, να παρατηρεί το δίκτυο κακίας που μας δεσμεύει στην εντολή, το άσεμνο θέαμα μιας κοινωνίας αφοσιωμένης στο υπαρξιακό τίποτα, την αυτοκαταστροφή και την υπακοή, και να πιστεύεις ότι η εξέγερση είναι πάντα εκεί πίσω από τη γωνία, εκεί όπου μικρότερη είναι η πιθανότητα εμφάνισής του ξεσηκωμού της.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος macchina deriveapprodi αέναη κίνηση

Διαβάστε επίσης