Αγνώστου πατρός

 Αγνώστου πατρός

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

“Εκεί που η μυθιστορία συναντά τη ζωή. Μνήμες ανθρώπων που χαράκτηκαν στον νου μου και που πλάι τους έζησα για χρόνια πολλά”

Και νάτος ο Χρυσός. Εκεί τον βλέπω. Στον μεγάλο βράχο που είναι ψηλά στο μέσον καθ’ύψος περίπου του βουνού. Σαν φυτεμένος με ρίζες βαθιές στο σώμα τού βουνού ο βράχος είναι. Άφθαρτος κι απέθαντος, καθώς χυμούς απομυζά απ’το αιώνιο βουνό. Αιώνες τώρα θρέφεται από τούτο το θεόπεμπτο βουνό. Αιώνες που ασταμάτητα κυλούν και φεύγουν. Και αιώνες όπως φυσικό είναι, βρίσκεται εκεί και ο θεόρατος ο βράχος. Εκεί και ο Χρυσός. Εκεί που αρχινάν οι οξιές, εκεί ανεβασμένος σε τούτον τον βράχο είναι ο Χρυσός. Νάτος. Όρθιος στέκει εκεί. Στην άκρη στέκει, κι είναι από κάτω του γκρεμός και φυτρωμένες αιωνόβιες καστανιές που σαν να κρατούν με τα κλωνάρια – χέρια τους τον βράχο, μη και πάρει την μεγάλη τη κατηφοριά. Έτσι φαίνονται. Δέντρα – Άτλαντες. Κι έχουν μεγάλες κουφάλες, σα σπηλιές, φάτνες με αγέννητους Χριστούς, οι καστανιές. Κι είναι ανθισμένες. Άνοιξη είναι. Βουίζουν τα μελίσσια. Στραμμένα έχουν τα κλωνάρια τους οι καστανιές στο βράχο, υψωμένα χέρια πράσινα, πολυδάκτυλα, και σαν να κοιτούν τον άνθρωπο είναι, και να απορούν.

Τί θέλει;…. τί ζητά;

Τον πρωινό ανοιξιάτικο περίπατό μου απολάμβανα και ανάπνεα την βαριά υγρασία των σαπισμένων φύλλων και κορμών. Άρωμα θεσπέσιο σε μια μίξη με τις ανοιξιάτικες ευωδιές των λουλουδιών και των καστανοανθών. Κρυφή μαγική βουνίσια συνταγή. Θάνατος και ζωή σε πλήρη οσφραντική αρμονία.

Τον βλέπω και σταματώ.

Εκεί, με ανοιχτά τα χέρια σε έκταση και λίγο στραμμένα προς τον ουρανό τον βλέπω ανεβασμένο. Τον Χρυσό. Σαν να προσεύχεται σε κάποιον κάπου εκεί ψηλά μου φαίνεται. Στην άκρη του βράχου στέκεται και σαν έτοιμος να πετάξει είναι. Αετός. Μπροστά του, κάτωθέν του απλώνεται το χωριό. Μέχρι τον δημόσιο το δρόμο. Τον ασφάλτινο. Αυτόν που έρχεται από την Καβάλα και πάει Στα Σέρρας. Πιο κάτω αρχινά ο κάμπος, τα τσαΐρια και στο κατόπι του το μαύρο χώμα, το με ιδρώτα ποτισμένο. Ιδρώτα μαύρο αρμυρό. Δεκάδες χρόνια τώρα. Ιδρώτα από ανθρώπους της γης εργάτες, κι από τα ζωντανά. Τους άξιους βοηθούς. Για τη ζωή. Κι είναι εκεί και ο δικός του ίδρος και η μυρωδιά του. Και τα χνάρια του, η περπατησιά του. Το αγαπημένο του χωριό είναι αυτό κι από ψηλά το βλέπει. Από το πολυαγαπημένο του βουνό. Η ζωή του ολόκληρη είναι εδώ, τη βλέπει να αιωρείται πάνω από του χωριού του τον αιθέρα. Εδώ γεννήθηκε, έζησε και ζει με ένα αρκετά μεγάλο διάλειμμα πριν χρόνια αρκετά. Η φτώχεια και η ανέχεια κάποια στιγμή τον έδιωξαν μακριά στα ξένα.

Και από εκεί…..από εκεί τον έφερε.

Εκείνον.

Εκείνον, που τούτη την άνοιξη, σε φθινώπορο και βαρύ χειμώνα την μετάλλαξε.

Για να ζήσει πήγε.

Αυτός και η οικογένειά του.

Και νάτον τώρα…. τώρα τί;

Τον βλέπω να στέκεται στην άκρη τού βράχου με ανοιχτά τα χέρια. Πλησιάζω. Κατεβάζει τα χέρια, κάθεται κάτω στην κρύα πέτρα, γέρνει προς τα πίσω το σώμα του, στηρίζεται στους αγκώνες του και στρέφει ψηλά το κεφάλι. Σαν κάτι να αναλογίζεται, να συλλογιέται. Τεντώνουν και σφίγγουν οι μυς στο πρόσωπό του και το σκληραίνουν. Σαν να πονά. Το σώμα; Η ψυχή; Ή μήπως και τα δυο; Ύστερα πάλι μαλακώνουν και ένα χαμόγελο στα χείλη του αχνοφαίνεται. Ευχαριστεί;… και ναι, και όχι. Και τα δύο μαζί. Το λέω αυτό γιατί γνωρίζω. Ναι, γνωρίζω. Και τον Χρυσό γνωρίζω.

Και την ψυχή του που ματωμένη είναι.

Ναι, ματώνει η ψυχή.

Προσεύχεται λες;…κι αν ναι, σε ποιόν;

Ικετεύει, αναθεματίζει;…να καταλάβω δεν μπορώ. Ίσως κάπως, κάτι να περνά από τον νου μου. Μα…ξέρω.

Σταματώ. Δεν θέλω να του χαλάσω την στιγμή.

“Πούθε ερχόμαστε Θεέ και που θα πάμε; Πού μας καλείς; Έχει χωριά εκεί ψηλά; Κάμπο έχει; Άλλους ανθρώπους; Έρωτες και αγάπες; Μίση; Πόνους και χαρές; Αρρώστιες έχει; Αρρώστιες που σκορπούν τον θάνατο έχει;

Βουνό;

Έχει βουνό;

Κι αν έχει βουνό, είναι σαν κι αυτό;….εεεε;

Μαύρους, σκοτεινούς και ύπουλους καρκίνους εκεί ψηλά, έχει μαύρε Θεέ μου;”

Τον ακούω που μιλά δυνατά, με μια φωνή μεταλλική, σκληρή τρεμουλιαστή και μου απαντά στις ερωτήσεις μου. Βεβαιώνει αυτά που σκέφτομαι για κείνον.

Σπάει η φωνή του.

“Γιατί Θεέ μου δεν κρατάς μία σειρά, μια τάξη; Γιατί; Τι Θεός είσαι;”

Λυγίζει, χάνεται η φωνή του και γέρνει το σώμα του πίσω. Ανάσκελα. Σκέπασμά του ο ουρανός και η γη αναπαμός του.

Δεν φανερώνομαι…..

Από παιδάκι που ήταν, πριν ακόμα μάθει να μιλάει, ίσα που λίγο μονάχα περπατούσε, στο βουνό γυρνοβολούσε. Όλη μέρα και μέχρι αργά που έπεφτε το βράδυ. Ξωτικό. Μάνα δεν πρέπει να τον γέννησε έλεγαν. Και κάτι άλλο έλεγαν βέβαια, ότι μάνα του ήταν η Ευτέρπη, η ζουρλή, που σε ένα καλύβι ζούσε μονάχη κι ορφανή, μα αυτή το αρνιόταν. Στο βουνό έλεγε πως τον βρήκε. Ούτε ήξεραν από πού κρατούσε η σκούφια τής Ευτέρπης. Βρέθηκε εκεί. Πώς;… κανείς δεν ξέρει τώρα για να το μαρτυρήσει και όλοι οι παλιοί που κάτι ήξεραν, κι ήξεραν κι άλλα μυστικά, έφυγαν. Δεν είναι εδώ πια κανείς τους. Μα όμως η Ευτέρπη, ζουρλή δεν ήταν. Άμα λίγο ο άνθρωπος ξεφύγει από την κανονικότητα, αυτή τη κανονικότητα που λένε και που την ζούνε οι πολλοί, ο πολύς ο κόσμος δηλαδή, πάει, σε βάφτισαν και σε έχρισαν εκ νέου. Ούτε που την έλεγε κανείς με το όνομά της. Ζουρλή.

Στην άκρη του χωριού, σιμά στις καστανιές ήταν το καλύβι της. Κάτω από μια καστανιά τον συνέλαβε τον Χρυσό. Βία. Μου τόπε λίγο πριν φύγει και αυτή.

“Μην πεις τίποτα”, μου είπε.

Δεν μίλησα.

Και γιατί να μιλήσω.

Μακάρι να κρατούν το στόμα τους κλειστό όταν πρέπει οι ανθρώποι.

Μπάσταρδο ήταν, μα και πάλι που άντρα ποτέ της δεν είχε η Ευτέρπη, πώς μπάσταρδο ήταν; Μήνες κρυμμένη ήταν στο καλύβι και στο βουνό η Ευτέρπη ως που…

Μέσα στην κουφάλα τής γέρικης τής καστανιάς, βγήκε από τα μέσα της ένα πρωινό. Η φάτνη του ήταν η κουφάλα.

Του Χρυσού η φάτνη. Για στρώμα του, το υγρό και παγωμένο καστανόχωμα είχε. Τα χνώτα των λύκων και των τσακαλιών, των άγριων καθώς λένε ζώων του βουνού ζεστασιά και θαλπωρή του χάρισαν. Μα εγώ θαρρώ πως πιότερο άγριοι πολλές φορές οι ανθρώποι γίνονται.

Και στάθηκε ο Χρυσός. Τιτάνας, Θεός. Όρθιος στάθηκε και δούλεψε και πρόκοψε.

Κι ούτε που κάποιος ποτέ “γιο της ζουρλής” τον ξαναείπε, καθώς από μικρόν με το όνομά του κανείς δεν τον καλούσε.

Χρυσό τον φώναζαν τώρα πια και χρυσός ήταν. Πάλεψε στη ζωή του.

Γυναίκα και παιδιά.

Σκληρή δουλειά στον κάμπο, κάστανα και φλαμούρι μάζευε και τα πουλούσε. Κάλτσες και φορεματάκια για τις μικρές θεές του.

Και ήταν η ζωή του όλη, το βουνό, η Μερόπη η κυρά του, η Φωτεινή και η Ελπίδα. Το φως του και η ελπίδα του. Και ήρθαν εκείνες οι δύσκολες οι φοβερές οι μέρες που έκαψαν τον καπνό, την δούλεψη ολάκερης χρονιάς…. φράγκο δεν πήραν, τιμή το καλαμπόκι δεν είχε κι ήταν τα στάρια λιγοστά. Κι ήταν η φτώχεια και η ανέχεια που τον έδιωξε μακριά στα ξένα. Αυτόν και τους αγαπημένους του.

Και από εκεί, από εκεί τον έφερε.

Εκείνον.

Εκείνον, που τούτη την άνοιξη, σε φθινόπωρο και βαρύ χειμώνα την μετέτρεψε.

Για να ζήσει πήγε.

Αυτός και η οικογένειά του.

Και νάτον τώρα…. τώρα τί;

Κοιτούσε τη θάλασσα από το παράθυρο τού Νοσοκομείου όταν τον επισκέφθηκα. Λίγα λόγια είπαμε. Λιγόλογος ήταν και εγώ πολύ δεν μιλούσα.

Φεύγοντας, κουράγιο του ευχήθηκα.

“Άνθισαν οι φλαμουριές;” με ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι μου. Ναι.

“Σε είχα δει ψηλά στο βράχο”, μου είπε… ”εκείνη την ημέρα….”

Του χαμογέλασα.

Δεν πρόλαβε το φθινόπωρο….Χειμώνιασε.

Βρέθηκα εκεί στη γιορτή του.

Τα Χριστούγεννα γιόρταζε το όνομά του.

Χρυσός Αγνώστου πατρός, 1928 – 1978, έγραφε ο μαρμάρινος άσπρος σταυρός, που δύσκολα ξεχώριζε, καθώς ξεπρόβαλε μέσα από το παγωμένο κάτασπρο χιόνι του τάφου του μαρμάρινου που σκέπαζε το άψυχο σώμα του, μα εγώ τον έβλεπα ολόρθο ψηλά στο βράχο να αγναντεύει…..

Χρυσός…. γέννημα του βουνού, αγνώστου πατρός.

Παλαιοχώρι Παγγαίου, Δευτέρα 15/7/2019

Στην εικόνα, ανθισμένη καστανιά.

Διαβάστε επίσης