Ήταν τέλη του 1982 όταν διατηρούσα ρομαντικό εφηβικό δεσμό με τον αείμνηστο Παύλο Παυλίδη κι εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα στο Dj-ing. Το πρωί φοιτούσε στο τεχνικό λύκειο και το απόγευμα συναντιόμασταν στην Piccadilly. Έμπαινε εκείνος μέσα στο «κλουβί» του Dj, άνοιγε κονσόλες και πικάπ, ανακάτευε δίσκους και άρχιζε το μιξαρισμένο πρόγραμμα. Δίπλα του, πάντα σε ένα σκαμπό καθισμένη κι εγώ να παρακολουθώ με ιερή προσήλωση τις κινήσεις του, τις επιλογές των τραγουδιών και τη διαδικασία συνδυασμού τους.
Ένα από τα τραγούδια που αγαπούσε να περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του ήταν το «More than this» των Roxy Music. Κάθε φορά που μου ζητούσε να του δώσω τον δίσκο «Avalon» για να το παίξει, θαύμαζα το εξώφυλλό του, το οποίο μου θύμιζε τον μύθο του βασιλιά Αρθούρου, το Κάμελοτ, το Εξκάλιμπερ και τον ιππότη Λάνσελοτ. Ένα απόγευμα ο Παύλος μου είπε με ένα πονηρό ύφος γεμάτο νόημα: «Λατρεύω αυτόν τον δίσκο κι όποια μου τον χαρίσει θα την αγαπώ για πάντα»!
Αυτόματα αποφάσισα να του τον δωρίσω. Την επόμενη μέρα και χωρίς δεύτερη σκέψη, «ανηφόρισα» την οδό Ομονοίας και στάθηκα έξω από τη βιτρίνα του καταστήματος «SAMANTHA’S» (Στερεοφωνικά – Δίσκοι – Κασέτες). Είδα στην προθήκη του το άλμπουμ. Μπήκα θαρρετά και το ζήτησα σε συσκευασία δώρου. Το χάρισα το ίδιο απόγευμα στον Παύλο, που τρελάθηκε από τη χαρά του. Μπορεί εκείνος σήμερα να μη βρίσκεται ανάμεσά μας, ελπίζω όμως ότι ο δίσκος θα υπάρχει ακόμη σε κάποια συλλογή. Το «Avalon», με το εξώφυλλο – έργο τέχνης, που αγοράστηκε από το κατάστημα του Ντίνου Γκιρίνη.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΟΥΣΙΚΑ ΤΑ ΝΙΑΤΑ
Πρόκειται για τον άνθρωπο που γαλούχησε ολόκληρες γενιές Καβαλιωτών με τις μουσικές του προτάσεις. Τον χαρακτήριζαν υπομονετικό, εγκάρδιο, χαμογελαστό, εργασιομανή, τελειομανή και στο πλάι του θήτευσαν και εκπαιδεύτηκαν κορυφαίοι Djs. Οι λάτρεις του βινύλιου και των κασετών τον γνωρίζουν ως Ντίνο Γκιρίνη, ιδιοκτήτη του δισκοπωλείου «Samantha’s». Έναν άνθρωπο που, τόσο ο ίδιος, όσο και το κατάστημά του, αποτέλεσαν ένα τεράστιο και ιδιαίτερο κεφάλαιο για τη μουσική της πόλης, από την αρχή της δεκαετίας του ’80 έως και την αρχή της δεκαετίας του ’90.
Τότε, εκείνες τις υπέροχες και νοσταλγικές εποχές, η μουσική ήθελε πολύωρη έρευνα. Η μουσική που ακουγόταν μέσα στο συγκεκριμένο κατάστημα, η μουσική που διάλεγαν οι πελάτες για να ακούσουν στο σπίτι τους, η μουσική που επιλεγόταν από κάθε Dj για τη διαμόρφωση του χορευτικού προγράμματος κάποιας ντισκοτέκ, απαιτούσε προσεκτικό ψάξιμο. Όλη αυτή η διαδικασία ωστόσο αποδεικνυόταν συναρπαστική και μαγική, εντελώς διαφορετική από την ταχύτατη και ίσως ανούσια σημερινή.
17ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ DISCO
Ο Ντίνος Γκιρίνης ουσιαστικά ενηλικιώθηκε μέσα στις ντισκοτέκ, όπου εργαζόταν από τα 17 του χρόνια. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας, ασχολήθηκε ενεργά με το κατάστημά του. Ψηλά στην οδό Ομονοίας βρισκόταν το δισκοπωλείο «Samantha’s», που πήρε το όνομά του από την ομώνυμη ντίσκο, η οποία λειτουργούσε υπό τη διεύθυνση των αδελφών Πουλή· του Τάκη, του Γρηγόρη, και στην πρώιμη περίοδο της ντισκοτέκ, και του Πέτρου.
Όπως χαρακτηριστικά θυμάται ο Ντίνος, τα συγκεκριμένα αδέλφια ήταν εκείνα που έφεραν τον θεσμό των ντισκοτέκ στην Καβάλα, ανοίγοντας τη χειμερινή Disco «Samanthas», επί της οδού Νίκης, απέναντι από το Εργατικό Κέντρο, και στο σημείο όπου σήμερα λειτουργεί το κατάστημα Μότο Παντούδη. Ο Ντίνος αναμοχλεύει τις αναμνήσεις του και θυμάται ότι στα 17 του εργάστηκε στη «Samanthas» και το πρώτο βράδυ -ήταν προ-παραμονή Χριστουγέννων- ο υπεύθυνος τον είχε προειδοποιήσει για το ωράριο εργασίας. Του εξήγησε ότι η δουλειά άρχιζε στις 7:00 το απόγευμα και θα τελείωνε στις 7:00 το πρωί της ερχόμενης ημέρας. Μάλιστα, ο υπεύθυνος του είχε τονίσει: «Εάν δεν πέσεις σήμερα κάτω από την κούραση, τότε δεν θα πέσεις ποτέ»!
ΧΩΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ
Εκείνη την εποχή η ντισκοτέκ ήταν ένας χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Οι πελάτες έσπευδαν από τις 9:00 το βράδυ προκειμένου να κρατήσουν κάποιο σεπαρέ για την παρέα τους. Περίπου στις 10:00, αναλόγως φυσικά και με την ημέρα, άρχιζε το χορευτικό πρόγραμμα. Ο χώρος λειτουργούσε καθημερινά, ακόμη και για καφέ, ωστόσο ήταν κατάμεστος τα βράδια της Πέμπτης, της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής.
Νωρίτερα προσερχόταν η νεολαία και φλέρταρε, ακούγοντας μουσική και χορεύοντας. Η ερωτική ατμόσφαιρα ήταν διάχυτη σε όλους τους ανάλογους χώρους. Οι Djs αντιλαμβάνονταν αυτόματα τον ενθουσιασμό που προκαλούσε η αναμετάδοση ενός τραγουδιού, ερμηνεύοντας τις αντιδράσεις του κόσμου.
Οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα προσέρχονταν περίπου τα μεσάνυχτα, αφού νωρίτερα συνήθιζαν να τρώνε σε ταβερνάκια και πιτσαρίες. Υπήρξαν βραδιές εορταστικών αργιών, που, παρά τις αντίξοες χειμωνιάτικες συνθήκες, η ουρά των θαμώνων στην είσοδο εκτεινόταν μέχρι το Εργατικό Κέντρο. Οι πελάτες απολάμβαναν τη δυνατή μουσική σε υψηλά ντεσιμπέλ, αφού μόνο στις ντισκοτέκ επικρατούσαν οι συγκεκριμένες ακουστικές συνθήκες.
Οι νεολαίοι, οι γκεράπηδες και οι καρεκλάδες, προβάριζαν από νωρίς στο σπίτι τους τις χορευτικές φιγούρες, προκειμένου αργότερα στη ντισκοτέκ να εντυπωσιάσουν την παρέα τους και να σαγηνεύσουν την κοπέλα της αρεσκείας τους. Φυσικά, εκείνος που επηρέαζε αφάνταστα τη νεολαία της εποχής ήταν ο John Travolta και το στιλ που προώθησε στην ταινία του «Saturday Night Fever».
Τα ζευγαράκια αδημονούσαν για τη slow μουσική παρένθεση της βραδιάς, που συνήθως άρχιζε με «κράχτη» το περίφημο κομμάτι «Monaco (28 degrés à l’ombre)» του Jean Francois Maurice. Ειδικά οι πιτσιρικάδες αγωνιούσαν και περίμεναν να φτάσει και πάλι η Παρασκευή και το Σάββατο, είτε για την καθιερωμένη έξοδο, είτε για τα σχολικά πάρτι.
ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ «ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ»
Όταν ερχόταν το καλοκαίρι, οι θαμώνες μεταφέρονταν εκτός του κέντρου της πόλεως και διασκέδαζαν στην «Picchio Rosso» των αδελφών Κοντόρια και στην καλοκαιρινή «Samanthas», έναν μαγικό χώρο με εξαιρετικούς φωτισμούς, υψηλή ένταση μουσικής, ανισόπεδες πίστες και τη διάσημη πισίνα. Ο Ντίνος χαρακτηρίζει την «Picchio Rosso» ως μια ντισκοτέκ – σταθμό στην καβαλιώτικη διασκέδαση, που παραδοσιακά έκανε έναρξη το βράδυ της Αναστάσεως, ακόμη κι αν οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές, με αποτέλεσμα οι θαμώνες να διασκεδάζουν φορώντας τα παλτό τους.
Το μαγικό συστατικό, που ξεσήκωνε τον κόσμο και τον ωθούσε να χορεύει ασταμάτητα επί τέσσερις και πέντε ώρες, ήταν φυσικά η μουσική. Οι θαμώνες αναχωρούσαν μεν, κάποια στιγμή από τις ντισκοτέκ, με ένα διαρκές βουητό στ’ αφτιά τους, πλην όμως απόλυτα ικανοποιημένοι, γεμάτοι, χαρούμενοι. Μάλιστα, οι πιο μερακλήδες χορευταράδες, δεν δίσταζαν να δηλώσουν συμμετοχή στους περίφημους διαγωνισμούς χορού, όπως για παράδειγμα ο Δημήτρης Τσακαλίδης, που σάρωνε πάντα τις πρώτες θέσεις. Τα έπαθλα σε αυτούς τους διαγωνισμούς ήταν συνήθως προσφορές ενδυμάτων από μοδάτες καβαλιώτικες μπουτίκ, από όπου συνήθιζαν να ψωνίζουν τα «τσινάρια».
Οι τυχεροί, εκείνοι δηλαδή που διέθεταν μεταφορικό μέσο, είχαν την πολυτέλεια να απομακρύνονται χιλιομετρικά από την Καβάλα και να συνεχίζουν τη ντισκο-διασκέδασή τους σε καλοκαιρινά καταστήματα – μύθους για την ντόπια ιστορία. Όπως για παράδειγμα η μοναδική Disco «Salina» του Νίκου Νικολαΐδη, απέναντι από την αλάνα της Νέας Ηρακλείτσας, για χάρη της οποίας έφταναν στα δυτικά παραλιακά του νομού όλοι οι Δραμινοί ντισκόβιοι. Μια ντισκοτέκ που έδωσε το όνομά της ακόμη και στη στάση των δρομολογίων του Υπεραστικού ΚΤΕΛ, οι επιβάτες του οποίου χτυπούσαν το κουδούνι για τη Στάση «Salina». Ή όπως η Disco «Karolina», δομημένη πάνω σε ύψωμα, και λίγο πριν από το λιμάνι της Νέας Περάμου, που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε «Enjoy».
ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ
Σχεδόν ταυτόχρονα με τη λειτουργία της χειμερινής «Samanthas», άρχισε και η λειτουργία της Disco «OCEANIS», υπό τη διεύθυνση των αδελφών Κοντόρια, όπου ο Ντίνος, ως αδειούχος φαντάρος, είχε πρωτακούσει τη χαρακτηριστικά βραχνή φωνή της Αμάντα Ληρ. Όπως θυμάται ο Ντίνος, εκείνη ήταν η εποχή που κυριαρχούσαν τα 45άρια Maxi Single. Όλα τα κλαμπ της εποχής έπαιζαν μουσική από τα συγκεκριμένα 45άρια, που είχαν ήχο καλύτερης ποιότητας, παιγμένα αρχικά σε πικάπ Kenwood και στη συνέχεια σε μηχανήματα ΜΚ ΙΙ Technics. Για παράδειγμα, στις ντίσκο, οι Djs χρησιμοποιούσαν τα 45άρια του «Stayin’ Alive», του «Grease» και του «Fame», αφού ο ήχος των κανονικών δίσκων ήταν «φτωχός».
Ο Ντίνος διευκρινίζει ότι όσα περισσότερα τραγούδια περιείχε ένας δίσκος βινυλίου, τόσο «χαμηλότερος» ποιοτικά ήταν ο ήχος του. Τα δύο πικάπ -και το τρίτο, ως ρεζέρβα- έπρεπε να αντέχουν στις δονήσεις των ντεσιμπέλ, ενώ η βελόνα τους έπρεπε να είναι άριστης ποιότητας· για τους Djs μάλιστα υπήρχαν οι ειδικές, οι επαγγελματικές. Έφτασε κάποια εποχή που το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είχε διαμορφώσει το ύψος του ΦΠΑ για την αγορά βελόνας στο 36%! Κατά την άποψη του Ντίνου Γκιρίνη, το CD, ως διάδοχος του βινύλιου, ήταν αδικημένο, διότι δεν του επιτράπηκε να κάνει τον κύκλο του, πριν «καταδικαστεί» και περάσει στην άκρη, αφήνοντας χώρο στην αναπαραγωγή μουσικής από ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
ΜΙΑ ΛΥΠΗΡΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Η σταδιακή υποχώρηση του θεσμού των ντισκοτέκ και η αντικατάστασή τους με μεγάλα μαγαζιά, που όμως δε διέθεταν πλέον πίστες για χορό, ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Στην Ελλάδα, θυμάται ο Ντίνος Γκιρίνης, αυτή η «απώλεια» της ντισκο-διασκέδασης μας λύπησε πολύ. Οι θαμώνες έπρεπε πλέον να συχνάζουν στα μπαράκια, τα οποία ενίοτε λειτουργούσαν και ως κλαμπάκια.
«Επίθεση» όμως δέχθηκε και το βινύλιο από την επέλαση του CD, το οποίο κατάφερε να εξοστρακίσει εκείνο το μαγικό αντικείμενο που λατρεύτηκε από εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, και παρά την πολυετή κυριαρχία των δίσκων. Ταυτόχρονα δρομολογήθηκε και η επέλαση των στερεοφωνικών συγκροτημάτων νέας τεχνολογίας, στα οποία αναπαράγονταν τα CD. Ο Ντίνος είχε βρεθεί σε σχετική έκθεση της Θεσσαλονίκης, όπου δειγμάτιζε τη νέα σειρά μηχανημάτων της η εταιρεία Philips, πρωτοπόρα εκείνη την περίοδο.
ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ «SAMANTHA’S»
Το 1981 ανοίγει τις πόρτες του το κατάστημα «SAMANTHA’S» (Στερεοφωνικά – Δίσκοι – Κασέτες) επί της οδού Ομονοίας, αριθμός 137, απέναντι από τον ιερό ναό του Αγίου Παύλου. Το ντιζάιν του καταστήματος ήταν μοναδικό και πρωτοποριακό, με μαυρο-μπλε φόντο και καθρέφτες. Φυσικά και έφερε την επαγγελματική υπογραφή του πασίγνωστου Καβαλιώτη διακοσμητή Γιάννη «Τεν Τεν». Η δε βιτρίνα του ήταν πράγματι συναρπαστική. Η επωνυμία του καταστήματος είχε αποφασιστεί από κοινού με τον Γρηγόρη Πουλή της Disco «Samanthas».
Ήταν η εποχή που ο κόσμος επένδυε χρήματα στη μουσική και την άκουγε στα στερεοφωνικά συγκροτήματα, τα οποία είχε αγοράσει για το σπίτι. Ο Ντίνος Γκιρίνης είχε πελάτες που του έδιναν τηλεφωνικά την παραγγελία τους, ζητώντας δίσκους της αρεσκείας τους σε συσκευασία δώρου, και στη συνέχεια πήγαιναν στο κατάστημα για να τους παραλάβουν, κυριολεκτικά αδιαφορώντας για το κόστος της αγοράς.
Ένας δίσκος, που επί τριετία αποτελούσε σταθερά μια πρόταση ακριβού και αξιόλογου δώρου στο κατάστημα του Ντίνου, ήταν το «The Wall» των Pink Floyd. Ομοίως και η «Ρωμαϊκή Αγορά» του Μάνου Χατζιδάκι, που ήταν τριπλό LP κασετίνα. Το κατάστημα του Ντίνου ήταν διάσημο για τις μιξαρισμένες κασέτες που πρόσφερε προς πώληση. Ήταν γραμμένες με απίστευτη ποιότητα ήχου, και γι’ αυτό γίνονταν άμεσα ανάρπαστες. Η εγγραφή τους ήταν μια πολύωρη και προσεκτική διαδικασία, πραγματοποιούταν δε με μπόλικο μεράκι και κόπο, ώστε να μην «αδικηθεί» οποιοδήποτε κομμάτι.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, και συγκεκριμένα στις 25 Μαρτίου 1984, το κατάστημα έκλεισε και μεταφέρθηκε. Μάλιστα μετακόμισε εσπευσμένα από την Ομόνοια στην οδό Εθνάρχου Μακαρίου 11B (σήμερα «The Pearl», κατάστημα βρεφικών –παιδικών ενδυμάτων), κατόπιν αιτήματος του ιδιοκτήτη για ιδιοχρησία. Η λειτουργία στον νέο χώρο άρχισε στις 12 Απριλίου του 1984. Το πρώτο άλμπουμ που πουλήθηκε στο καινούργιο κατάστημα ήταν «Η αγάπη είναι ζάλη», της Χαρούλας Αλεξίου.
Επί της Εθνάρχου Μακαρίου συνεχίστηκε η στέγαση του μαγαζιού έως το 1993, όταν ο Ντίνος αποχώρησε «άδοξα», όπως σημειώνει, αν και το κατάστημα παρέμενε ανοιχτό. Υπό τη διεύθυνσή του, το «SAMANTHA’S» (Στερεοφωνικά – Δίσκοι – Κασέτες) εξυπηρέτησε το μουσικόφιλο καταναλωτικό κοινό επί μία δωδεκαετία, η οποία έκλεισε μέσα της αμέτρητες εμπειρίες.
Πλάι στον Ντίνο στεκόταν με ανεξάντλητη υπομονή απέναντι σε όλους τους πελάτες και η αδελφή του Κατερίνα, που σήμερα ζει με την οικογένειά της στη Νέα Ηρακλείτσα. Με τεράστια αποθέματα ψυχραιμίας, και χωρίς ποτέ να χάνει την υπομονή της, αντιμετώπιζε με χαμόγελο τους πιτσιρικάδες, οι οποίοι ζητούσαν να ακούσουν διερευνητικά όλα τα κομμάτια ενός δίσκου, πριν αποφασίσουν την αγορά του με το χαρτζιλίκι τους.
ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΠΟΥ ΣΑΡΩΝΑΝ
Στη διάρκεια της ραδιοφωνικής συνεντεύξεως του Ντίνου Γκιρίνη μεταδόθηκε η τεράστια μουσική επιτυχία της Γερμανίδας Sandra, το κομμάτι «Maria Magdalena», συνθέτης του οποίου ήταν ο τότε σύζυγός της Γερμανο-ρουμάνος Michael Cretu. Το συγκεκριμένο τραγούδι πρωτοέγινε επιτυχία επί ελληνικού εδάφους το καλοκαίρι του 1985, όταν το άκουγαν και το απολάμβαναν οι Γερμανοί τουρίστες. Επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, το ανέδειξαν περισσότερο, με αποτέλεσμα η ίδια η Sandra να παραδέχεται δημόσια πως η Ελλάδα βοήθησε στην απογείωσή της. Το εξώφυλλο του συγκεκριμένο δίσκου ήταν ομοίως εξαιρετικό με το περιεχόμενό του και απεικόνιζε την τραγουδίστρια ντυμένη μπαλαρίνα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 μεσουρανούσε ο Bruce Springsteen με το «Born in the U.S.A.». Μάλιστα, στο κατάστημα είχε καταφθάσει σε σταντ η φιγούρα του τραγουδιστή, σε φυσικό σχεδόν μέγεθος. Η εταιρεία CBS, που προωθούσε τον τραγουδιστή, είχε ετοιμάσει πεντακόσια ανάλογα σταντ, τα οποία και είχε διανείμει παγκοσμίως, έτσι ένα από αυτά έφτασε και στην Καβάλα. Εκείνη την περίοδο άρχισε να μεταδίδει αποκλειστικά βίντεο κλιπ και το μουσικό κανάλι MTV.
Ένα από τα πρώτα CD που έφθασαν στο κατάστημα και έγιναν άμεσα δημοφιλέστατα ήταν το διπλό «Saturday Night Fever»· όπως επίσης και το «Brothers in Arms», το πέμπτο στούντιο άλμπουμ των Dire Straits.
Το «Like a Prayer» ήταν το τραγούδι της Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας Μαντόνα. Κυκλοφόρησε μέσω της μουσικής εταιρείας Sire Records ως πρώτο σινγκλ, στις 3 Μαρτίου 1989, και περιλαμβανόταν στο τέταρτο και ομώνυμο στούντιο άλμπουμ της. Εκείνη την περίοδο ο Ντίνος Γκιρίνης βρισκόταν στη Γερμανία κι επισκεπτόταν υποκατάστημα αλυσίδας δισκοπωλείων. Αίφνης βλέπει από την πίσω είσοδο του καταστήματος να εισέρχεται ένα κλαρκ κουβαλώντας μια παλέτα δίσκους βινυλίου και δύο παλέτες με CD του προαναφερόμενου άλμπουμ της Μαντόνα. Έτσι αντιλήφθηκε ότι πλέον η «ισορροπία» μεταξύ των δύο μουσικών ειδών «διαταρασσόταν» και η αναλογία γινόταν ένα βινύλιο προς δύο CD. Η δεκαετία του ’90 έφερε μαζί της νέα μουσικά ακούσματα, όπως την Techno, τη Rave και τη House, που ίσως και να μην ικανοποιούσαν όσους γαλουχήθηκαν με τις υπέροχες και νοσταλγικές μελωδίες της δεκαετίας του ‘80.
ΑΝΑΠΟΛΩΝΤΑΣ ΟΣΑ ΟΜΟΡΦΑ ΖΗΣΑΜΕ
Ο Ντίνος Γκιρίνης κλήθηκε να απαντήσει σε ένα κυρίαρχο ερώτημα, το οποίο αμέτρητες φορές υποβάλλουμε στους εαυτούς μας, όλοι εμείς οι πωρωμένοι λάτρεις της δεκαετίας του ’80. Για ποιον λόγο λοιπόν αναπολούμε με τόση νοσταλγία και αγάπη εκείνη την εποχή; Σύμφωνα με την άποψή του: «Αναπολούμε το παρελθόν κι εκείνη την εποχή, εμείς που τα βιώσαμε έντονα, έστω κι αν υπάρχουν άτομα που αρνούνται να επιστρέψουν στο παρελθόν. Η δεκαετία του ’80 κύλησε και ολοκληρώθηκε αφήνοντας πίσω της πραγματικά διαμάντια».
Τα σημερινά παιδιά στερούνται συνθηκών που εμείς ζούσαμε και θεωρούνταν δεδομένες. Δεν έχουν, για παράδειγμα, ένα δισκοπωλείο στο οποίο θα συναντηθούν, θα συζητήσουν, θα ακούσουν και θα ψάξουν καινούργια τραγούδια, διασκεδάζοντας. Ο Ντίνος αγάπησε τη μουσική, γιατί μεγάλωσε ακούγοντας ραδιόφωνο. Ο πατέρας του τον έστελνε να του αγοράσει τσιγάρα κι εκείνος δεν έβγαινε από το δωμάτιο, εάν πρώτα δεν τελείωνε το τραγούδι που εκείνη την ώρα ακούγονταν από τη ραδιοφωνική συχνότητα!
Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Το συγκεκριμένο κείμενο άντλησε στοιχεία από τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει τον Ιανουάριο του 2016 ο Ντίνος Γκιρίνης «Στο Κόκκινο Καβάλας», και ειδικότερα στη ραδιοφωνική εκπομπή «Διαμάντια», με παραγωγούς – οικοδεσπότες τον Κώστα Τσιρικτσή και τον Βαγγέλη Ευαγγελίδη. Ευχαριστούμε θερμά όλους τους εμπλεκόμενους για την άδεια χρήσης του πολύτιμου αυτού υλικού.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ