Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και το διεθνές κύμα ανεξαρτητοποίησης Λαών, που αυτός επέφερε, ξεκίνησε από τους Έλληνες της Κύπρου την 1η Απριλίου 1955, ένοπλη αντίσταση ενάντια στους Βρετανούς, μ’ αποτέλεσμα την υπογραφή στις 16 Αυγούστου 1960, της συνθήκης ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτής προηγήθηκαν δυστυχώς οι ΕλληνοΑγγλοΤουρκικές συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1955-1959, όπου οι τότε Ελληνικές κυβερνήσεις συνεργάσθηκαν στους βρώμικους στόχους των Βρετανών. Το συμφωνηθέν Σύνταγμα της νεοσύστατης Δημοκρατίας έδωσε υπερβολική εξουσία και δικαιώματα στο 18% των Τουρκοκυπρίων, τούρκος αντιπρόεδρος, τούρκος υπουργός Άμυνας κλπ, οι οποίοι υποκινούμενοι από την «εγγυήτρια» Τουρκία, και στη συνέχεια με τη δημιουργία προβοκατόρικων παραστρατιωτικών τρομοκρατικών ομάδων, οδήγησαν τη κατάσταση στα άκρα, με τελικό αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή του 1974.
Συνοπτικά από το 1960 μέχρι το 1974 όσα έγιναν είχανε στόχο να μην δυσαρεστηθούνε οι Τούρκοι, να παραμείνουνε οι Βρετανικές βάσεις στο νησί, και να μην εξασθενήσει η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ από μια σύγκρουση Ελλάδας -Τουρκίας. Ο Μακάριος(πρόεδρος 1960-1977), το 1977 σε συμφωνία με τον Ντενκτάς, και για ν’ αρθεί το αδιέξοδο, δέχθηκε μια μορφή ομοσπονδιοποίησης, όχι διζωνικής όπως συζητιέται σήμερα, αλλά διπεριφερειακής, με δικαίωμα των πολιτών να μετακινούνται, να εγκαθίστανται και να αποκτούνε περιουσία ελεύθερα, όπου θέλουνε.
Στα ίδια επέμενε και ο Σπύρος Κυπριανού (1977-1988). Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν στη συνέχεια επί προεδρίας Βασιλείου (1988-1993), και Κληρίδη(1993-1998), η Τουρκική πλευρά απέσπασε, σταδιακά, απίστευτες υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς (εκ περιτροπής Προεδρία, διζωνική ομοσπονδία, κυριαρχική «πολιτική ισότητα» των δύο μερών, βέτο των Τουρκοκυπρίων σε όλα τα επίπεδα, αξιώσεις με τις οποίες δημιουργήθηκαν ουσιαστικά οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία , υπό το «κάλυμμα» της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας ( ΔΔΟ), ενός αποτυχημένου κράτους δυο ισοκυριάρχων μερών ή συνιστώντων κρατών, δορυφόρων της Τουρκίας.
Όλες οι σταδιακές υποχωρήσεις της Ελληνοκυπριακής, δεν χόρταιναν το θηρίο Τουρκία, αλλά φέρνανε συνέχεια καινούργιες τουρκικές απαιτήσεις, και οι οποίες συμπεριελήφθησαν το 2004 στο περιβόητο σχέδιο Ανάν, το οποίο απορρίφθηκε επί προεδρίας Τάσσου Παπαδόπουλου (2003-2008), από το 76% των Ελληνοκυπρίων και έτσι δεν συμφωνήθηκαν, δεν οριστικοποιήθηκαν και δεν ισχύουνε.
Η αποδοχή του σχεδίου ΑΝΑΝ συνδέθηκε εκβιαστικά με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η οποία όμως ένταξη στις συνθήκες με τις οποίες έγινε δεν είχε τελικά καμμιά σχέση και σύνδεση με την αποδοχή του σχεδίου ΑΝΑΝ. Οι Ελλαδικές κυβερνήσεις κρυβόντουσαν πίσω από το γελοίο σόφισμα «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται», αντιμετωπίζοντας το Κυπριακό σαν ένα βάρος, σαν αγγαρεία, μέχρι που τους ταρακούνησαν τα δημοσιοποιημένα τουρκικά σχέδια.
Η διαχρονική ανυπαρξία ή και υπονόμευση όπου και όταν υπήρχε, ενιαίας Εθνικής πολιτικής και στρατηγικής στο θέμα της Κύπρου, έδωσε και δίνει το δικαίωμα και τη δυνατότητα στις μεγάλες δυνάμεις να εκμεταλλεύονται αυτή την ανυπαρξία, σε όφελος της Τουρκίας που είχε από τη δεκαετία του 1950 συγκεκριμένη στρατηγική και απαιτήσεις.
Ακόμη και σήμερα βλέπουμε συνολικά την Ελληνική πλευρά να υποστηρίζει και να προβάλει σαν αποδεκτή ”λύση” τη λεγόμενη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα και να την έχει καταστήσει λάβαρο αγώνα, ζητώντας και τη στήριξη άλλων χωρών.
Δηλαδή ζητάνε να παραδοθεί όλη η Κύπρος υπό τον έλεγχο της Τουρκίας που θα την γιγαντώσει γεωστρατηγικά, ενώ εκείνη ανέκαθεν φοβότανε και απέτρεπε οποιοδήποτε αντίστοιχο έλεγχο της Κύπρου από την Ελλάδα.
Το πρόβλημα για την Ελλάδα δεν είναι έλλειμμα αμυντικής ισχύος, αλλά ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ, από ένα μίζερο πολιτικό σύστημα, που αρκείται στους «επαίνους» και στις «δηλώσεις κατανόησης», και που εξ αιτίας της ανεπάρκειας και των συνδρόμων ανασφάλειας και εξαρτήσεων του, αντί να προσπαθεί να επεκτείνει το κράτος στα όρια του Έθνους, επιδιώκει το περιορισμό του Έθνους στα όρια του Ελλαδικού κράτους.
ΘΩΜΑΣ ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ