• 3 Μαΐου 2024,

Από το παράθυρό μου: Η σκούπα της μάγισσας

 Από το παράθυρό μου: Η σκούπα της μάγισσας

Του Τάσου Βιζικίδη


Τα υπολείμματα της μέρας σέρνουν πίσω τους αχνό πορτοκαλί σεντόνι μαζί με μια περίεργη ησυχία. Σε μερικά μπαλκόνια οι ένοικοι λουσμένοι απ’ το ξεθυμασμένο φως στέκουν ακίνητοι λες και αποτίνουν φόρο τιμής στο φως που υποστέλλεται.

Τα ξεθωριασμένα κεραμίδια στο απέναντι σπίτι αλλάζουν απόχρωση όπως και οι μπεζ τοίχοι του. Στριμωγμένο όπως είναι ανάμεσα σε πολυκατοικίες, θυμίζει νάνο παγιδευμένο σε τσιμεντένιο δάσος. Κανείς δεν ξέρει πώς γλίτωσε από το χείμαρρο του μπετόν που κάποτε έπνιξε τη γειτονιά.

Η πρόσοψή του βλέπει μια στενόμακρη αυλή, το πολύ τέσσερα μέτρα. Μπροστά της ο δρόμος. Έντονη φούξια μπουκαμβίλια στεφανώνει τα παράθυρα. Αριστερά – δεξιά της πόρτας, γλάστρες με τριαντάφυλλα, γεράνια, γαρίφαλα…

Περικυκλωμένα από τα χρώματα ένα τραπεζάκι στρογγυλό μεταλλικό και δυο καρέκλες που φαντάζουν θρόνοι μέσα στο μικρό παράδεισο που έφτιαξε η γειτόνισσα, προσκαλούν τους περαστικούς που κοντοστέκονται, χαζεύουν, βγάζουν φωτογραφίες και, πολλές φορές, μπαίνουν μέσα.

Αυτοί δεν ξέρουν για τη «σκούπα της μάγισσας». Εμάς, όμως, τα παιδιά της γειτονιάς, που ξέραμε, μας πήγαινε να… Ο «παράδεισος» της γειτόνισσας, για μας ήταν ένα επικίνδυνο μέρος. Έφταιγαν τα μισόλογα των μεγάλων, οι φήμες που ακούγαμε για ένα δωμάτιο με σαρκοφάγα φυτά και πιο πολύ οι κουβέντες για τη «σκούπα της μάγισσας»…

Το μόνο που μετρίαζε το φόβο μη γίνουμε τροφή στα λαίμαργα λουλούδια ήταν η παιδική μας περιέργεια, που μέρα τη μέρα μεγάλωνε και μας τραβούσε σαν μαγνήτης προς τα εκεί Και μια μέρα, όταν ήταν ο καιρός να διαλέξουμε αρχηγό της γειτονιάς, στο μυαλό μας δεν ήρθε ο καλύτερος στους βόλους και στον πετροπόλεμο.

Όχι. Το χρίσμα θα το έπαιρνε όποιος θα τολμούσε να μπει στο σπίτι της «μάγισσας» και θα έβγαινε για να μας πει τι είδε εκεί. Το διαπραγματευόμασταν ώρες, μέχρι που βγήκε μπροστά ο Ντίνος. «Θα μπω στο σπίτι της μάγισσας, θα φέρω τη σκούπα της…»

Αλληλοκοιταχτήκαμε, ήταν ό,τι πιο γενναίο είχαμε ακούσει ποτέ. Κάναμε καρδιά και αποφασίσαμε ότι δεν θα τον αφήναμε μόνο σ΄ αυτή την περιπέτεια. Καταστρώσαμε προσεκτικά το σχέδιό μας. Ξέραμε πως μέρα παρά μέρα η γειτόνισσα κατεβαίνει στο φούρνο.

Εκείνη την ώρα ο Ντίνος θα τρύπωνε στο σπίτι της. Εμείς απέξω θα παραφυλούσαμε, σε διπλό ρόλο. Τσίλιες αλλά και ενισχύσεις που θα ορμούσαμε μέσα, σε περίπτωση που ακούγαμε το κοράκι, που τόσο καλά μιμούνταν ο Ντίνος.

Πρωί πρωί στήσαμε καρτέρι, να τη δούμε να βγαίνει απ’ την αυλή. Με το που πέρασε από δίπλα μας, ο υποψήφιος αρχηγός σαλτάρισε κι εμείς ακροβολιστήκαμε με το φόβο να μας τρώει τα σωθικά και σίγουροι ότι δεν θα τον ξαναδούμε.

«Πάει, τον έφαγαν τα λουλούδια της…», «Να δεις που μεταμορφώθηκε σε ποντικό…», «Τον χτύπησε η σκούπα κι έχασε το φως και τη μιλιά του, γι’ αυτό δεν φωνάζει τόση ώρα»… είχαμε αρχίσει ήδη να τον κλαίμε όταν εμφανίστηκε μπροστά μας αναμαλλιασμένος, λαχανιασμένος, ιδρωμένος, με την καρδιά του να βροντοχτυπάει τόσο που νομίζαμε ότι θα έβγαινε απ’ το σώμα του.

Με μια ανάσα μας είπε τι έζησε και πώς επέζησε. Μας είπε πως με το που βρέθηκε στο χολάκι μια βαριά μυρωδιά ναφθαλίνης μπερδεμένη με κάτι άλλο, θειάφι απ’ την κόλαση το πιο πιθανό, του ‘καψε τα ρουθούνια.

Αρμαθιές σκόρδα παντού, σίγουρα για τα ξόρκια της, καθρέφτες σκεπασμένοι με μαύρα κρέπια για να μην καταλαβαίνει ο κόσμος ότι η γειτόνισσα δεν φαινόταν σ’ αυτούς, καναπέδες με στόματα ανοιχτά έτοιμοι να τον καταβροχθίσουν, φωτογραφίες ασπρόμαυρες στους τοίχους σίγουρα από νεκροζώντανους και, και, μια κλειστή πόρτα, κι απέξω της όρθια και ίσαμε δύο μέτρα, με λαμπερό κίτρινο άχυρο σα λιωμένο χρυσάφι και μαύρο κατράμι ξύλινο κοντάρι μια σκούπα, η σκούπα της μάγισσας…

Δεν άντεξε να δει άλλο. Με ένα σάλτο τρία μέτρα βρέθηκε στην εξώπορτα, το ‘βαλε στα πόδια, στο τσακ τη γλίτωσε…  Παραδεχτήκαμε πως ήταν ο πιο θαρραλέος ανάμεσά μας και δεν ξανατέθηκε ποτέ το ζήτημα της αρχηγίας.

Ο Ντίνος την είχε κερδίσει με το σπαθί του. Μάλιστα, από τότε τα μικρότερα παιδιά έδιναν σ’ αυτόν τα δόντια που τους έπεφταν, να τα πετάξει στα κεραμίδια του άντρου της μάγισσας και να τους τα γυρίσει σε κολιέ, όταν πέσει και το τελευταίο τους…

Απ’ το παράθυρο βλέπω την κυρά-Μαρία που φροντίζει την αυλή της καθώς ο ήλιος γέρνει «να κοιμηθεί». Ο αρχηγός μας, ενήλικος πια, κάνει την εμφάνισή του να τη βοηθήσει να κρατήσει χρωματιστό τον μικρό της παράδεισο.

Σπουδαγμένος γεωπόνος, ακόμη και τώρα, χρόνια μετά, εξακολουθεί να μας λέει για τα γέλια που έβαλε στο αμφιθέατρο και τον κοιτούσαν όλοι όταν έμαθε ότι η «σκούπα της μάγισσας» είναι αρρώστια των φυτών.

Κι εξακολουθεί να μην μπαίνει μέσα στο σπίτι της κυρά-Μαρίας… Κλείνω το παράθυρο.

Διαβάστε επίσης