Από το παράθυρο μου: Ο Ντίνος της Μπράτσαινας, του Τάσου Βιζικίδη

 Από το παράθυρο μου: Ο Ντίνος της Μπράτσαινας, του Τάσου Βιζικίδη

«Φωτιά, φωτιά…», η χαρακτηριστική φωνή του Ντίνου της Μπράτσαινας σηκώνει στο πόδι τη γειτονιά.

Σκύβω στο παράθυρο, μαύρος, πυκνός καπνός βγαίνει από το σπίτι της κυρα-Πελαγίας. Αλαφιασμένοι οι γείτονες βλέπουν τον Ντίνο να χάνεται απ΄ τα μάτια τους λες και τον ρούφηξε το σπίτι, να τον εκδικηθεί για την πόρτα που έσπασε… Όλοι νομίζω κάνουμε τις ίδιες σκέψεις, «Δεν θα τα καταφέρει…», «Ο Ντίνος στη φωτιά για τη κυρα-Πελαγία…». Πολλοί σταυροκοπιούνται…

Στρυφνός άνθρωπος η κυρα-Πελαγία, ξερακιανή, σταφιδιασμένη, στραγγισμένη από ζωή διατηρείται ενεργή απομυζώντας τις ζωές των άλλων, βάζοντας φιτίλια, πικραίνοντας ανθρώπους… Όπου καβγάς και φασαρία εκεί αυτή, παρακολουθεί, ρωτάει, θέλει να ξέρει…

Μερικοί λένε πως την είδαν να κρυφοπλησιάζει σε παράθυρα με φως, μικρές ώρες… Άλλοι υποστηρίζουν πως και τη μέρα ψάχνει ανοιχτά παράθυρα και θορυβώδεις οικογένειες… Οι νεαροί της γειτονιάς αποφεύγουν να συχνάζουν στο πάρκο.

Ξέρουν, μόλις σκοτεινιάσει θα τη βρουν μπροστά τους. Όταν κάποτε της ζήτησαν το λόγο απάντησε πως κάνει « περιπολία»… Από τότε τα παγκάκια άδειασαν, δεν είναι να σε πιάνει στο στόμα της η γριά-«φύλακας» της ηθικής.

Απ΄ όλους τους γείτονες ένας φαίνεται πως της κάθεται πραγματικά στο στομάχι, ο Ντίνος της Μπράτσαινας. Ο Ντίνος γύρω στα τριάντα, μετρίου αναστήματος. Τα μαλλιά του αλλάζουν χρώμα τακτικά, πότε μπλε, πότε κόκκινα, πότε πράσινα…

Το καλοκαίρι φοράει πολύχρωμα σαλβάρια, σανδάλια στα πόδια, το χειμώνα δερμάτινα μπουφάν και άρβυλα. Η εμφάνιση του τραβάει πάντα τη προσοχή. Θυμάμαι ακόμη τι σούσουρο έγινε τότε που εμφανίστηκε με μπλε μαλλί, πράσινο κουστούμι, αρβύλες και γιλέκο πάνω απ’ το σακάκι γεμάτο κονκάρδες, παραμάνες και στάμπες με συγκροτήματα.

Η κυρα-Πελαγία στην αυλή της έπινε καφέ, τον είδε, δεν μπορούσε να μη σχολιάσει, « Ωραίος σαν κάμπια…», «Οι κάμπιες γίνονται πεταλούδες, οι κάργιες μένουν κάργιες…» απάντησε ο Ντίνος. Η «κάμπια» αντιμίλησε…

Νομίζω πως από εκείνη τη στιγμή η γριά έστρεψε όλη την προσοχή της σ΄ αυτόν. Και τι δεν έχει πει από τότε το στόμα της. Δεν την πιάνει το μάτι σου μα η φωνή της ακούγεται σε όλη τη γειτονιά όταν αυτός περάσει μπροστά απ’ την αυλή της.

Κουλουριασμένη στη σκιά, ίδια οχιά, περιμένει να χύσει το φαρμάκι της: «Τυχερή αυτή που θα σε πάρει…», «Καλύτερα από πολλές απλώνεις την μπουγάδα…», κι ας ξέρει ότι ο Ντίνος που συντηρεί το σπίτι χρόνια τώρα ‒ από τότε που συγχωρέθηκε ο πατέρας του, έχει αναλάβει πλέον και όλη τη λάτρα και την ανήμπορη Μπράτσαινα, που ίσα και ανακαθίζει στο κρεβάτι.

Έχει όμως και πιστούς ακολούθους η γριά, που κάθε τόσο περνάνε το κατώφλι της. Νομίζουν ότι δεν ξέρουμε πως αντί για καφέ κοινωνούν δηλητήριο… Όταν βγαίνουν από την αυλή της ρίχνουν κλεφτές ματιές προς το σπίτι της Μπράτσαινας.

Αν δουν να απλώνει μπουγάδα αυτός, φτύνουν τον κόρφο τους. Άμα το φέρει η κουβέντα, και το φέρνει συχνά, λέγεται πως ο Ντίνος είναι κάπως, κάπως διαφορετικός, κάπως περίεργος, κάπως φευγάτος… Και ο εκάστοτε σχολιαστής και όσοι συγκατανεύουν αποφεύγουν μεγαλόψυχα να προσδιορίσουν περισσότερο αυτό το κάπως, κάνοντάς το ακόμα πιο εύγλωττο, ακόμα πιο δηλητηριώδες…

«Μα και αυτός δίνει δικαιώματα, πού ακούστηκε πορτοκαλί χρώμα σε αντρικό παντελόνι» λέει πού και πού καμιά φωνή που αναλαμβάνει υποκριτικά «συνήγορος του διαβόλου». Αν με ρωτήσεις, νομίζω πως ο Ντίνος μάλλον ξυπνάει φόβους ανομολόγητους, με πρώτο εκείνον του να δουν τα αγόρια τους να απλώνουν μπουγάδα όπως αυτός και να πέσουν μετά στο στόμα της κυρα-Πελαγίας, Θεός φυλάξει…

Γι’ αυτό και μένουν πιστοί στην κατήχηση της γριάς και προειδοποιούν τους νέους νοικάρηδες για τον γιό της Μπράτσαινας. Φύλαγε τα ρούχα σου… Προχτές μόλις, άκουσα το νεωκόρο της ενορίας, για τον οποίο κουβεντιάζεται ότι έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη, αλλά δεν έχει μαθευτεί τι είδους, να σχολιάζει σε νεοφερμένη οικογένεια τον Ντίνο που, πολύχρωμος όπως πάντα, διέσχιζε το δρόμο: «Να, τον βλέπετε;

Καλό παιδί μα, είναι κάπως…», είπε χωρίς να τελειώσει τη φράση του αλλά κουνώντας το κεφάλι όλο νόημα… Δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις για κακοήθεια, στο κάτω κάτω δεν του πρόσαψε κάτι, απλά τους επεσήμανε πως είναι κάπως… Ίσα που έδειξε και τακτ ο νεωκόρος…

Είναι πέντε λεπτά που όρμηξε μέσα ο Ντίνος, πέντε λεπτά που μόνο η φωτιά ακούγεται να καταβροχθίζει τα σωθικά του σπιτιού. Επιτέλους! Ο Ντίνος εμφανίζεται στο κεφαλόσκαλο. Το μπλουζάκι του κρέμεται κουρελιασμένο απ’ τους ώμους του, το σκισμένο παντελόνι του δεν είναι πια μοβ, το πρόσωπό του είναι καψαλισμένο και η κυρα-Πελαγία βρίσκεται στην αγκαλιά του.

Η κρατημένη ως τώρα ανάσα του κόσμου γίνεται κύμα ανακούφισης που ξεσπάει με φωνές και χειροκροτήματα και συνεφέρνει την ξέπνοη γριά. Ο Ντίνος την αποθέτει στην ασφάλεια της αγκαλιάς κάποιου από τους θεατές, σκύβει τη φυλάει στο μέτωπο και κάτι φαίνεται να της λέει.

Την ακούω που φωνάζει κακιασμένα, «Δεν υπήρχε άλλος;…» Μερικοί ‒ ανάμεσα τους και ο νεωκόρος, κατεβάζουν τα κεφάλια, πισωπατούν, φεύγουν… Το ασθενοφόρο που καταφτάνει αναλαμβάνει τη γριά, η πυροσβεστική το σπίτι…

Οι γείτονες που έμειναν ‒ και είναι αρκετοί, γυρεύουν να συγχαρούν τον Ντίνο, να του χτυπήσουν φιλικά την πλάτη, να του μιλήσουν. Δεν ακούω τι λένε, υποθέτω πως είναι έπαινοι. Ο Ντίνος φεύγει αμίλητος, βιαστικός.

Μπορεί να έχει ακόμη στ’ αυτιά του την αντάρα της φωτιάς ή τα στιχάκια που κυκλοφόρησαν στη γειτονιά μέρες πριν, τα στιχάκια που άκουσα να τα τραγουδάνε οι πιτσιρικάδες που είχαν μαζευτεί για παιγνίδι κάτω από το παράθυρό μου και να ξεκαρδίζονται στα γέλια:

«Πελαγία, Πελαγία, κάποιος σου ‘χει αδυναμία, κάποιος θέλει να σε πάρει, ένα νέο παλικάρι, όμορφο σαν πρασινάδα να σ’ απλώνει τη μπουγάδα»… Προφητικοί οι πιτσιρικάδες. Τώρα, μετά τη διάσωση, ίσως ο Ντίνος γίνει κάποιος. Το σίγουρο είναι ότι γείτονες και Πελαγία θα είναι κάπως… Κλείνω το παράθυρο.

Διαβάστε επίσης