Dark Mode Light Mode

Χρόνης Μίσσιος: Η απελπισία της απώλειας

Γράφει στο in.gr ο Βαγγέλης Στεργιόπουλος


Τσιγάρο… Κρατιόμαστε με το ζόρι μέχρι να νυχτώσει για να ανάψουμε, ώστε μέχρι το πρωί να έχει ξεμυρίσει. Τέλος, έχουμε τρεις μέρες να φάμε ξύλο, έχουμε τσιγάρα, τρώμε κανονικά, δεν μπορούμε να ’χουμε και παράπονο. Αυτές είναι ευτυχίες που δε μετριούνται με τίποτα…

Κάθε πρωί μας βγάζουν για τις σωματικές μας ανάγκες, για ν’ αδειάσουμε και να πλύνουμε τη βούτα, και μετά πάλι μέσα, ως την άλλη μέρα το πρωί. Αρχίσαμε να συνερχόμαστε. Οι πληγές κλείνουν, ο οργανισμός ξαναβρίσκει σιγά σιγά την ικανότητα να ζει με όλο και λιγότερο πόνο.

Ξεκουραζόμαστε. Μη γελάς, το ξύλο, πέρα από τις ζημιές και τον αφόρητο πόνο, σου φέρνει και μια κούραση, άλλο πράμα. Από κει που λέγαμε να μας αφήσουν μια μέρα ήσυχους, τώρα η κλεισούρα και η απομόνωση αρχίζουν να μας τη δίνουν άγρια.

Λέμε ιστορίες, παραμύθια, παίζουμε, και πολλές φορές τσακωνόμαστε με ιδιαίτερη κακία, όχι για τίποτα σπουδαίο – για αινίγματα ή για την εβραίικη τριανταμία, κείνη που παίζουμε με τα δάχτυλα του ενός χεριού.

Βέβαια οι τσακωμοί σβήνουν τόσο εύκολα, όσο εύκολα αρχίζουν. Πόσο, αλήθεια, μπορεί να κρατήσει ένας τσακωμός ανάμεσα σε τρία παιδιά που ζουν εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο σ’ ένα σκοτεινό κελί ενάμισι επί τέσσερα, απειλούμενα κάθε στιγμή με βασανιστήρια και θάνατο;

Το κελί όλη τη μέρα είναι σκοτεινό, μόνο κατά το μεσημέρι, όταν ο ήλιος ανέβει αρκετά, μια χούφτα αχτίδες περνάνε από το φινιστρίνι της πόρτας και σκάνε στον απέναντι τοίχο, φέρνοντας ένα απαλό φως εκκλησίας μέσα στο κελί.

Τότε η νοσταλγία, ο φόβος για το ύστερα, γίνεται μια βαριά πέτρα στο στήθος, και το ημίφως γίνεται ευεργετικό γιατί μας σώζει απ’ την ντροπή των δακρύων. Πιο έντονη είναι η νοσταλγία στον Παύλο, που ώρες πολλές μας μιλά για το πώς είναι το χωριό του τώρα την άνοιξη, το μικρό ποτάμι όπου ψάρευε καραβίδες, οι μπαχτσέδες, τ’ αλώνια…

Λέει, λέει και μας κάνει να ονειρευόμαστε. Ο Μιχάλης, όταν τον πήραν, μαζί με άλλα πράματα μου άφησε και τα ποιήματά του.

Τα κουβάλαγα χρόνια πολλά ραμμένα στις βάτες, στο γιακά και στα πέτα ενός παλιού παλτού που είχα. Μου το ‘σκισαν σε μια κωλοέρευνα και μου τα πήραν, αφού με μπάφιασαν στο ξύλο. Θυμάμαι ένα απ’ αυτά, που έλεγε:

Ταξιδέψαμε χρόνια πολλά πάνω στους τοίχους των κελιών,
εξωτικούς χάρτες, φτιαγμένους από την υγρασία και την πορεία του γυμνοσάλιαγκα.
Διαγνώσαμε την παράξενη απλωσιά του σφαιρικού μας πλανήτη…
Σημαίες από λαμπερά χρώματα, σφιχτοδεμένες στρατιές συντρόφων προλετάριων,
λιμάνια πολύβουα, μέρη παράξενα, ξωτικές γυναίκες,
πορνεία φτωχά ή εκλεπτυσμένης ηδονής…
Άλλοτε πάλι ένα ταξίδι με μια μοναδική, αγαπημένη γυναίκα…

Όταν ο καιρός ήταν βροχερός, τα φώτα άναβαν και την ημέρα…
Η φαντασία, νικημένη, συντρίβονταν στους υγρούς τοίχους του κελιού…
Η απελπισία της απώλειας, η προσμονή της επικείμενης εκτέλεσης,
άνοιγαν μεγάλες σκοτεινές τρύπες στη μνήμη μας…

Δεν ξέρω αν είναι καλό σαν ποίημα, αλλά αυτό είναι. Στην απομόνωση, άμα δεν μπορείς να ταξιδέψεις, είσαι χαμένος. Και μεις ταξιδεύουμε. μεγάλες σιωπές, γεμάτες πόνο και νοσταλγία. Τις πιο πολλές φορές όμως μιλάγαμε, κυρίως την ώρα που η νοσταλγία μας έπνιγε.

Ξεφεύγαμε φωναχτά από τη μαγεία της. Η άνοιξη ήταν στα γεμάτα της, και μας έζωναν από παντού μυρουδιές από λουλούδια, δέντρα, φρέσκο χώμα. Αλλά κυρίως τη νιώθουμε από ένα αίσθημα δύναμης, αισιοδοξίας και φοβερής μοναξιάς, που δεν ξέρουμε από πού τρύπωσαν στο κελί μας…

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Χρόνη Μίσσιου «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», Γράμματα, Αθήνα 1985, σ. 56-57 (πηγή: greek-language.gr).

Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός και αγωνιστής της Aριστεράς, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές, κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, και ο Μίσσιος εργάστηκε ως μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι.

Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού λόγω οικονομικής ανέχειας.

Λίγο αργότερα στάλθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής.

Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.

Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο.

Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε από το θάνατο χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός.

Φυλακίστηκε έως το 1953 και από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.

Ύστερα από ένα διάστημα ελευθερίας μεταξύ των ετών 1962 και 1967, ο Μίσσιος υπήρξε και πάλι πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια της χούντας, έως τον Αύγουστο του 1973.

Με τη λογοτεχνία ο Μίσσιος ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία.

Το πρώτο του βιβλίο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού από τους πρώτους ήδη μήνες της κυκλοφορίας του.

Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα, που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας.

Ο Μίσσιος μπόρεσε να μετατρέψει τις οδυνηρές πολιτικές εμπειρίες του σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και το δογματισμό τους.

Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).

Στα επόμενα βιβλία του διατηρήθηκε η θερμότητα των αισθημάτων του και το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα («Τα κεραμίδια στάζουν», 1991, «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», 1996, «Ντομάτα με γεύση μπανάνας», 2001).

Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που, παρά το σκληρό κόσμο που απεικονίζει, δε χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.

Ο Χρόνης Μίσσιος απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών, στις 20 Νοεμβρίου 2012, έχοντας πρώτα παλέψει επί μακρόν με τον καρκίνο.

Προηγούμενο άρθρο

Στοίχημα: Γαλλικό κλειδί για τη Ρεν, σφίγγει τις τανάλιες η Ζενίτ - τριάδα φωτιά στο 7,18!

Επόμενο άρθρο

«Ο Δήμαρχος Θάσου για τον μοριακό αναλυτή του Κ.Υ Πρίνου»