• 14 Μαΐου 2024,

Είναι ο φρόνιμος το μέλι της κοινωνίας ή το φαρμάκι της;

 Είναι ο φρόνιμος το μέλι της κοινωνίας ή το φαρμάκι της;

Ο Φίλιππος ήρθε στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη στα είκοσι τέσσερα του το 1925.

Στην αρχή δούλεψε στο Ταμπάκικο του Κανάκη κάτω στο Καρά ορμάν. Στο Ταμπάκικο δούλεψε κανέναν μήνα, βλέποντας όμως ότι στο καπνεργοστάσιο αμείβονταν πολύ καλλίτερα προτίμησε να εργαστεί σαν καπνεργάτης και διάλεξε να γίνει στοιβαδόρος που η αμοιβή για την ειδικότητα αυτή ήταν μεγαλύτερη από το ξεφύλλισμα. Ήταν όμορφο παλικάρι ο Φίλιππος και διαφορετικός στην εμφάνιση από τους άλλους πρόσφυγες που ήταν οι περισσότεροι αγρότες και ηλιοκαμένοι και με τραχιά χαρακτηριστικά.

Ο Φίλιππος στα είκοσι τέσσερα του είχε ένα πρόσωπο με λαμπερό και λευκό δέρμα που το στεφάνωνε σαν κορόνα ένα ξανθό τσουλούφι που έπεφτε στο μέτωπό του και με χάρη το έδιωχνε στην θέση του με μια κίνηση της κεφαλής του. Είχε όμως ο Φίλιππος και ένα άλλο προσόν το οποίο δεν το γνώριζε. Είχε μια τεράστια μυϊκή δύναμη που έγινε φανερή με τη δουλειά στα καπνά.

Όταν οι άλλοι στοιβαδόροι μετέφεραν δύο τόγκες ο Φίλιππος κουβαλούσε τρεις και έτρεχε ανεβοκατεβαίνοντας τους τρεις ορόφους από την επεξεργασία μέχρι την αποθήκη που στοιβάζονταν οι τόγκες. Με την πολιτική δεν ασχολήθηκε καθόλου. Η οικογένεια του βέβαια ήταν με το Βασιλέα «που τον περιμένανε να μπει στην Πόλη καβάλα στο άσπρο άλογο». Στις αρχές του 1927 επικρατούσε αναβρασμός στον καπνεργατικό κόσμο.

Αιτία ήταν η μη άμεση και πλήρης καταβολή των επιδομάτων ανεργίας από το Ταμείο Ασφαλίσεως και Προστασίας Καπνεργατών (ΤΑΚ) και η άρνηση των Καπνεμπόρων να επιβαρυνθούν κατά μια δραχμή για κάθε οκά ανεπεξέργαστου καπνού υπέρ του ΤΑΚ. Σ’ αυτήν την απεργία ο Φίλιππος δεν πήρε μέρος. Ο φίλος του ο Στράτος από τη Θάσο, που ήταν οργανωμένος στην Καπνεργατική Ένωση Καβάλας, τον έκανε Θεό για να πάρει μέρος αλλά αρνήθηκε.

Είχε προηγηθεί ο Μάστοράς του που ήρθε πρωί πρωί πριν ακόμη φορτωθεί το αρκαλίκι για την δουλειά, τον πήρε αγκαλιά από τον ώμο και τον οδήγησε στο γραφείο του Διευθυντή. Εκεί αφού τον κέρασαν καφέ τον έβαλαν και κάθισε σε μια δερμάτινη πολυθρόνα και του είπαν να κλείσει τα αυτιά του σε όλους αυτούς που ετοιμάζονται για απεργία και να είναι κοντά στα αφεντικά γιατί εκεί είναι το συμφέρον του. Του έδωσαν τρία επιπλέον μεροκάματα για να έρθει και να φυλά το εργοστάσιο την ημέρα της απεργίας για να μη γίνουν ζημιές. Του πρότειναν ακόμη να γίνει «ΚΥΝΗΓΌΣ» άτακτων και πενταπλάσια θα ήταν η αμοιβή του για κάθε θήραμα από το βδομαδιάτικό του.

Στην απεργία αυτή ο Φίλιππος δεν πήρε μέρος αλλά το έκανε με βαριά καρδιά γιατί θεωρούσε ότι πρόδιδε τους συναδέλφους του που κάθε μέρα ίδρωναν μαζί για το ψωμί τους. «Κυνηγός» όμως παρά τις επανειλημμένες πιέσεις του Μάστορα δεν έγινε. Μετά δε την απεργία που ο φίλος του ο Στράτος συνελήφθη από την Αστυνομία και εξορίστηκε στον Άγιο Στράτη, κατέρρευσε. Δεν μπορούσε αυτό να το αντέξει η ψυχή του. Ένοιωθε ότι ήταν και αυτός συνένοχος για την εξορία του φίλου του. Για να εξιλεωθεί, το μισό βδομαδιάτικο του κάθε Δευτέρα το έστελνε στην γυναίκα του Στρατή στην Θάσο που είχε για να αναθρέψει τέσσερα παιδιά και να γηροκομήσει τον πατέρα του Στράτου.

Στην απεργία του 1928 συμμετείχε όμως και δεν τον ένοιαξε ποιος την οργάνωσε και ποια ήταν τα αιτήματα της, ήθελε να ξεπλύνει την ντροπή της μη συμμετοχής του στην απεργία του 27. Για την ιστορία όμως να πούμε ότι  ένα από τα αιτήματα της απεργίας ήταν τότε η αναπροσαρμογή του ημερομισθίου σύμφωνα με τον πληθωρισμό. Τότε το ημερομίσθιο των καπνεργατών σε όλη την χώρα προσδιορίζονταν με τα 7/25 της Αγγλικής λίρας, κατάκτηση του κινήματος από το 1923.

Στην απεργία αυτή ο Φίλιππος συμμετείχε δυναμικά και μπροστά στις συγκρούσεις με την Αστυνομία και ήταν ένας  από  αυτούς που γρονθοκόπησαν το Διοικητή της Ασφάλειας, τον περιβόητο Αλεξάκη και τους δύο χωροφύλακες που ήταν δίπλα του. Αυτό του κόστισε την πρώτη του εξορία στον Άι Στράτη… Ο Φίλιππος  δεν είχε καμιά σχέση με τον Κουμμουνισμό. Όταν γύρισε όμως μετά από έναν χρόνο από την εξορία έγινε ένα πλήρως καταρτισμένο στέλεχος του ΚΚΕ επάνω σε πολλά θέματα τα οποία και ανέλυε με μεγάλη ευκολία και ευφράδεια.

Μπήκε στον αγώνα πρωτοπόρος και νόμισε ότι οι γροθιές  στους Αστυνομικούς  ξεπληρώθηκαν με την εξορία αλλά έκανε μεγάλο λάθος. Μπήκε για καλά στο μάτι της Αστυνομίας στην Καβάλα και έτσι στην πρώτη αναστάτωση που έγινε στις αρχές του 1936 τον συνέλαβαν. Προσπάθησαν να τον συνετίσουν με τα λόγια τάζοντας του τα οφέλη που θα είχε αν ήταν κοντά στο κράτος και στο τέλος ο Διοικητής τον  απείλησε λέγοντας, «Η θα είσαι με εμάς ή με τους βρωμιάρηδες, διάλεξε, αλλιώς θα σβήσεις, θα εξαφανισθείς».

Ο Φίλιππος δεν συνεργάστηκε με την Αστυνομία, έτσι στα γεγονότα με την Κομέρσιαλ ήταν από τους πρώτους που κλείστηκαν μέσα, 800 περίπου άτομα ήταν. Τον έβαλαν να φυλά την είσοδο και μόνος του πάλεψε κόντρα στους χωροφύλακες από τους οποίους πέντε πήγαν στο Νοσοκομείο από την σύγκρουση μαζί του. Έδωσε ξύλο αλλά και αυτός έφαγε το ξύλο της αρκούδας. Στο τέλος οι πυροβολισμοί που έπεσαν από την χωροφυλακή αυτόν είχαν σα στόχο και ευτυχώς ταμπουρώθηκε γρήγορα πίσω από την πόρτα και έτσι σώθηκε. Δεν το συνέλαβαν αμέσως αλλά μετά ένα μήνα στα μέσα του Ιουλίου του 1936. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά γιατί μετά από εκεί όταν τον άφησαν ήταν ένα ερείπιο.

Η εκδίκηση της γροθιάς που έδωσε το 1928 στον Αλεξάκη τον ακολουθούσε και η πρόβλεψη του Διοικητή επαληθεύτηκε. Ένας νέος άνθρωπος που το σύστημα τον έκανε κομμουνιστή, τον έσβησε, του είχε διαλύσει το μυαλό και τα λογικά του. Το ξύλο το άντεξε, δεν άντεξε όμως το μαρτύριο των βρασμένων αυγών, αυτό του πήρε τα λογικά. Τον άφησαν έτσι κανένα χρόνο να γυρνά στην πόλη για να το ξεφτιλίσουν.

Τον άφησαν να γίνει περίγελος και παράδειγμα προς αποφυγήν και να γυρίζει στην πόλη πότε γυμνός ή ημίγυμνος και όταν άρχισε να κάνει βίαιες πράξεις τότε το μάζεψαν κάτω από την πίεση των πολιτών και τον έκλεισαν στο Νοσοκομείο Ψυχικών Νόσων στη Θεσσαλονίκη, στο ΛΕΜΠΕΤ. Το βλέπουμε ξανά στην Καβάλα το 1948. Γύρισε καλοντυμένος, καθαρός με μια σταχτιά  περιβολή από το ίδρυμα. Ήταν όμως ένας άλλος Φίλιππος. Δεν έκανε συντροφιές ούτε με τους παλιούς του φίλους. Δεν έδειχνε ότι είχε κάποιο πρόβλημα και για ένα χρόνο βοηθούσε το γαμπρό  του σε μια αποθήκη που είχε ξυλείας.

Ζώντας όμως δίχως να έχει καμιά φαρμακευτική αγωγή και καμιά φροντίδα ξαναγύρισε στον κόσμο του. Σιγά σιγά, γλίστρησε πάλι στον κόσμο του παραλόγου στον κόσμο που κάθε τρελός πλάθει και θέλει να ζήσει μια και ο άλλος κόσμος των λογικών έχει πια γίνει ανυπόφορος για αυτόν. Στην αρχή δεν ήταν βίαιος αλλά έπαιρνε ένα καλάθι και κατέβαινε στις δημοπρατήσεις που γίνονταν στην παραλία με τους ψαράδες και τους εμπόρους. Το γέμιζε με ψάρια φωνάζοντας «Δημόσια απαλλοτρίωση» για το Λαό.

Πήγαινε και μοίραζε τα ψάρια στον κόσμο στην αρχή και μετά τα παρατούσε σε μια πόρτα. Δεν άργησε όμως να κάνει βίαιες  ενέργειες. Μια τέτοια του πράξη βίωσα και εγώ όταν πέταξε μια τεράστια πέτρα ενάντια στον ανεψιό του και σε μένα και κινδυνέψαμε να σκοτωθούμε. Ήρθαν και τον πήραν με εντολή του εισαγγελέα τέσσερεις αστυνομικοί. Την σκηνή αυτή τη θυμάμαι ζωντανή γιατί ήταν συγκλονιστική. Κάθονταν στο κεφαλόσκαλο της πόρτα του και έκλαιγε και έλεγε σπαράζοντας από το κλάμα «Κλάψτε με αδέλφια πάω εκεί που δεν έχει γυρισμό, πάω στην κόλαση» και έδειχνε κάποια σημάδια στα πόδια και στα χέρια του.

Πράγματι δε ξαναγύρισε στην Καβάλα και στη γειτονιά μας. Σε μένα όμως η τύχη μου έδωσε την χαρά να το συναντήσω ξανά και να πώς έγινε: Στα είκοσι μου, την ηλικία που ο καθένας ψάχνεται και θέλει να ανακαλύψει τις αλήθειες σε όλα αυτά που προσπάθησαν άλλοι να διαμορφώσουν οργανωμένα το χαρακτήρα του, τόσο στα κοινωνικά όσο και στα υπερφυσικά πράγματα,  έμαθα από φίλους που σπούδαζαν Θεολογία ότι είχαν ένα καθηγητή που ασχολούνταν με τέτοια θέματα στις παραδόσεις του.

Όταν είχα χρόνο πήγαινα και παρακολουθούσα τον καθηγητή αυτόν, Έξαρχος στο επίθετο αν δε με γελά η μνήμη μου, που ο τρόπος που δίδασκε μου έκανε εντύπωση γιατί υποστήριζε τις απόψεις του κατά τρόπο απόλυτο και κάποια πράγματα που έλεγε μου έλυναν κάποιες απορίες μου. Ο Καθηγητής αυτός λοιπόν για να δείξει την σχέση των ναρκωτικών με την αμαρτία και την εξάρτηση του ανθρώπου από αυτήν, πήρε την απόφαση να οδηγήσει μια ομάδα φοιτητών για να δουν στο ΛΕΜΠΕΤ, ναρκομανείς σε κατάστασης στέρησης.

Με ενδιέφερε το θέμα και δήλωσα ότι θα πήγαινα και εγώ. Πράγματι πήγα νωρίτερα στο Ίδρυμα και στην πόρτα με σταμάτησε κάποιος που ήταν ντυμένος με μια μπεζ στολή και ένα πηλήκιο και με οδήγησε σε έναν χώρο που πρέπει να ήταν το φυλάκιο. Εκεί είδα έναν ευτραφή κύριο κοντά στα εξήντα με την ίδια αμφίεση με τον προηγούμενο και μου έκαναν εντύπωση τα κατακόκκινα  μαγουλά του και τα κάτασπρα σα βαμβάκι μαλλιά του.

Κάτι μου θύμιζε που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Με ρώτησε ποιος ήταν ο λόγος της εκεί παρουσίας μου. Με κοίταζε με ένταση στην ματιά του και ξαφνικά καθάρισε το βλέμμα του και με φώναξε «Βρε Φωτάκη τι δουλειά έχεις εδώ». Με είπε με το όνομα του πατέρα μου που πιθανόν να του έφερε στην μνήμη η εικόνα μου γιατί έμοιαζα του πατέρα μου που είχε πεθάνει στην κατοχή. Ακούγοντας την φωνή του αμέσως το θυμήθηκα και εγώ.

Ήταν ο Φίλιππος ο τρελός της γειτονίας μας. Του εξήγησα για ποιον λόγο βρισκόμουν εκεί και με πολύ λαχτάρα με ρώτησε για την αδερφή, του τα ανίψια του και όποιους γνωστούς του ήρθανε στη μνήμη. Είδα τα μάτια του να τα σκεπάζει ένα σύννεφο θλίψης, για λίγο όμως, μετά ξεκαθάρισε. Στράφηκε προς το μέρος μου και παίρνοντας ένα πολύ σοβαρό ύφος μου είπε. Είσαι νέος και τώρα αρχίζει η ζωή σου, άκουσε με, κοίταξε στην ζωή σου να είσαι φρόνιμος.

Μόνο με την φρονιμάδα θα έχεις μια ήσυχη ζωή και θα ζήσεις δίχως σκοτούρες και θα την απολαύσεις την ζωή σου. Κοίταξε εγώ εδώ είμαι πολύ φρόνιμος τώρα για αυτό μου έδωσαν εξουσία, έχω καλό και ξεχωριστό φαγητό, έχω ξεχωριστό δωμάτιο και ωραίο κρεβάτι και όλα αυτά επειδή είμαι φρόνιμος. Υπογράφω τα χαρτιά που μου φέρνουν από τα ψώνια και έχω το ιδιαίτερο πιάτο μου.

Ότι χαρτί μου φέρνουν το υπογράφω φρόνιμα και ωραία. Οι φρόνιμοι αγόρι μου είναι η ζάχαρη της εξουσίας. Αυτοί της δίνουν δύναμη, σκέφτηκε λίγο, αλλά σιγά σιγά και δίχως να το καταλάβουν τους κατατρώει, τους σαπίζει τους δίνει τη ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας στην αιωνιότητα και αυτό είναι η καταστροφή τους. Εγώ στην αρχή ήμουν άτακτος ξέρεις και ο κακός για την εξουσία.

Τι κατάλαβα; Έφαγα τόσο ξύλο στην ζωή μου που δεν έφαγαν εκατό γαϊδούρια σε όλο τους τον βίο. Έχω υποστεί του κόσμου τα βασανιστήρια και όλα αυτά για τις ιδέες  μου. Ποιες ιδέες; Όλα κουροφέξαλα, όλα απάτη και πίσω από όλα αυτά προσωπικές φιλοδοξίες, πισώπλατα μαχαιρώματα και εσύ τρως το παραμύθι, υποφέρεις για όλους αυτούς και για την καλοπέραση τους.

Ποιο ήταν το κέρδος; Μια κατεστραμμένη ζωή, δίχως οικογένεια, δίχως φίλους, απόβλητος από την ίδια μου την οικογένεια και  την κοινωνία. Ένας τρελός δηλαδή. Για το λόγο αυτό φρόνιμος παιδί μου, φρόνιμος, αυτό είναι το κουμπί για καλή και ήσυχη ζωή και κανείς δε θα σε πειράξει. Θα μου πεις ότι οι άτακτοι είναι όμως το αλάτι της κοινωνίας. Αυτοί τη νοστιμίζουν με τις ιδέες τους καμιά φορά και τη θυσία τους, αν λείψουν αυτοί η κοινωνία δίχως άλας θα σαπίσει.

Έ αυτό ζητούν, αυτό επιδιώκουν, έτσι πιστεύουν θα διαλύσουν την Ελλάδα. Μια σάπια κοινωνία που μαζί με την σάπια ηγεσία της για να πάμε όλοι μαζί στον αγύριστο. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν να έρχονται ο καθηγητής με τους άλλους φοιτητές. Εγώ μόλις τους είδα, έσκυψα πήρα το χέρι του Φίλιππα και το φίλησα σε ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης για το τελειότερο μάθημα ηθικής και κοινωνιολογίας που άκουσα και μου έμεινε σε όλη μου τη ζωή.

Υ.Γ Το όνομα και τα άλλα οικογενειακά στοιχεία που αφορούν τον πρωταγωνιστή αυτού του αφηγήματος δεν είναι τα πραγματικά για ευνόητους λόγους.

Παναγιώτης Φ. Φώτου

Διαβάστε επίσης