• 3 Μαΐου 2024,

Έπαινος του μποϊκοτάζ

 Έπαινος του μποϊκοτάζ

1 Φεβρουαρίου 2024

Αν αναρωτιόμασταν ποια από τις πολλές αιτίες έχει το μεγαλύτερο βάρος σήμερα στον καθορισμό της έκπτωσης της πολιτικής ζωής, της στένωσης της δημοκρατίας, της αύξησης των ανισοτήτων, της εξαθλίωσης του δημόσιου πνεύματος, δεν θα δίσταζα να την δείξω: αποδυνάμωση και απώλεια της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών συγκρούσεων.

Όχι ότι οι αγώνες έχουν εξαφανιστεί από το προσκήνιο, αλλά είναι σχεδόν πάντα κατακερματισμένοι, δεν περιλαμβάνονται μέσα σε ένα γενικό σχέδιο και κυρίως αναποτελεσματικοί, στερούνται θετικών αποτελεσμάτων, ενθαρρυντικών ανταποδόσεων ικανών να πυροδοτήσουν ευρύτερες διαδικασίες.

Χωρίς να υπεισέλθω σε περίπλοκες αναλύσεις εδώ, πιστεύω ότι η καρδιά αυτού του ξεθωριάσματος βρίσκεται στην αποδυνάμωση του αγώνα των εργοστασίων, η οποία προκαλείται από την δυνατότητα που έχει το κεφάλαιο να μετεγκαταστήσει τις εταιρείες του, και από τις πολλαπλές βιομηχανικές αναδιαρθρώσεις που έχουν κλονίσει τη συμπαγή λειτουργική ομοιογένεια της εργατικής τάξης.

Η δυνατότητα που έχουν οι εταιρείες να απαντήσουν στα αιτήματα των εργαζομένων φεύγοντας, μεταφέροντας την έδρα τους αλλού, έχει θέσει το εργατικό δυναμικό σε μια κατάσταση αδυναμίας, η οποία στη συνέχεια αντικατοπτρίστηκε -με πλοκές που θα έπρεπε να ανακατασκευαστούν ιστορικά- στις μετριοπαθείς επιλογές και νεοφιλελεύθερες των πρώην κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Αυτά, όλο και λιγότερο ικανά να ανταποκριθούν στις λαϊκές ανάγκες, σταδιακά έχουν πάψει να τους εκπροσωπούν και έχουν αναζητήσει συναίνεση από άλλες τάξεις-κοινωνικές κατηγορίες για τη δική τους επιβίωση. Αυτό συνέβη τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Δεν χρειάζεται καμία ιστορική απόδειξη για τον δυναμικό και προοδευτικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης. Εδώ αρκεί να θυμηθώ ότι πρόκειται για μια θεωρητική ανακάλυψη στις απαρχές της σύγχρονης πολιτικής σκέψης.

Είναι ο Niccolò Machiavelli που, στις Ομιλίες για την Πρώτη Δεκάδα του Τίτου Λίβιου, επικρίνοντας όλους τους ιστορικούς που θεωρούσαν μέχρι τότε τον αγώνα μεταξύ πατρικίων και πληβείων, στη δημοκρατική Ρώμη, ως απλές ταραχές, αντιστρέφει την ερμηνεία.

«Αυτοί οι άνθρωποι μέμφονται εκείνα τα πράγματα που ήταν η πρώτη αιτία για να κρατηθεί η Ρώμη ελεύθερη», αφού «σε κάθε δημοκρατία υπάρχουν δύο διαφορετικές διαθέσεις, αυτές του λαού και εκείνες των ευγενών. και […] όλοι οι νόμοι που γίνονται υπέρ της ελευθερίας προκύπτουν από τη διχόνοια τους» (I, IV).

Όπως είναι γνωστό, η ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας δεν θα γινόταν κατανοητή χωρίς τους εργατικούς αγώνες, όπως έδειξε ο Μαρξ σε θεωρητικό επίπεδο και όπως μαρτυρεί η ιστορία του εργατικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ένας διάσημος κοινωνιολόγος του 20ου αιώνα, ο Ralf Dahrendorf, παρά τις δημοκρατικές-φιλελεύθερες θέσεις του, αναγνώρισε ότι ο Μαρξ είχε το προτέρημα να κατανοήσει τη βαθιά σύνδεση «μεταξύ κοινωνικής δομής και κοινωνικής αλλαγής, υποθέτοντας ότι οι ομαδικές συγκρούσεις και οι βίαιες εκδηλώσεις τους είναι οι δυνάμεις που καθορίζουν αυτή την αλλαγή» (Τάξεις και ταξική σύγκρουση στη βιομηχανική κοινωνία, Laterza, 1963).

Εξάλλου, δεν υπάρχει χώρα που να παρέχει εμπειρικά στοιχεία αυτής της σύνδεσης πληρέστερα από την Ιταλία. Όλη η τεράστια μεταρρυθμιστική διαδικασία που εκσυγχρόνισε μια καθυστερημένη και αυταρχική χώρα σαν τη δική μας, χάρη στο Καταστατικό των εργαζομένων, τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, το διαζύγιο, το εθνικό Σύστημα υγείας, τον νόμο για τις αμβλώσεις κ.λπ., δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τις μεγάλες και παρατεταμένες συγκρούσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Τώρα είναι σαφές ότι αντιμέτωποι με την περιορισμένη δέσμευση των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων στην υποστήριξη των κοινωνικών συγκρούσεων, όπως συνέβη στη δεκαετία του 1900, θα ήταν απαραίτητο να σκεφτούμε πώς να δώσουμε ζωή σε νέες μορφές πάλης χρησιμοποιώντας τις αναρίθμητες και διάσπαρτες δυνάμεις των κινημάτων, συλλόγων, ομάδων κ.λπ. που σήμερα τουλάχιστον κρατούν ζωντανή την κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας. Βέβαια δεν λέμε να ξεκινήσουμε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, οργάνωση πορειών, συγγραφή εκκλήσεων κ.λπ.

Αυτό που φαίνεται ζωτικής σημασίας σήμερα είναι η ικανότητα να προκαλέσουμε ζημιά στον αντίπαλο που θέλουμε να πολεμήσουμε. Χωρίς να προκαλέσουμε κυρώσεις, να απειλήσουμε με απώλειες, να εκφοβίσουμε τις επιχειρήσεις, τις πολιτικές ομάδες ή τις κυβερνήσεις, ο αγώνας είναι σχεδόν πάντα φτωχός σε αποτελέσματα.

Είναι σαφές ότι σήμερα έχει δημιουργηθεί μια τέτοια δυσαναλογία δυνάμεων μεταξύ κυρίαρχων εξουσιών και υποτελών τάξεων, στη βάση της ταπείνωσης της εργασίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της πολιτικής βαρβαρότητας που έχουμε μπροστά μας, που δεν είναι δυνατόν να αρχίσουμε να αντιστρέφουμε την ασυμμετρία αν δεν χτυπήσουμε αποτελεσματικά τους στόχους.

Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα πιο σύνθετο όραμα των δυνάμεων που διέπουν τις κοινωνίες μας. Καλύτερα να σκεφτούμε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένας «τρόπος παραγωγής» αλλά και ένας «τρόπος κατανάλωσης».

Για να επιβιώσει, αυτός έχει μια αυξανόμενη ανάγκη για αδηφάγο κατανάλωση, επειδή η παραγωγή αγαθών επεκτείνεται συνεχώς, όπως και ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων, επομένως οι βουλιμικές αγορές πρέπει να ενθαρρύνονται με ολοένα και πιο επεμβατικές και εμμονικές διαφημιστικές καμπάνιες.

Οι επιχειρηματίες επενδύουν τεράστια ποσά στο μάρκετινγκ και τη διαφήμιση γιατί, ενώ αυξάνουν την εκμετάλλευση των πολιτών ως εργαζομένων, πρέπει επίσης να τους παροτρύνουν αμείλικτα να αγοράζουν τα προϊόντα της δικής τους εργασίας.

Ενώ κυριαρχούν στις δικές τους εταιρείες, μέσα στην κοινωνία πρέπει να υποκλίνονται στους πιθανούς πελάτες. Είναι λοιπόν προφανές ότι στη σφαίρα της κατανάλωσης οι σχέσεις δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας αλλάζουν και υπό μια ορισμένη έννοια αντιστρέφονται. Το κέρδος, το οποίο επιτυγχάνεται μόνο όταν τα αγαθά πωλούνται, εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις περιττές ανάγκες των πολιτών, οι οποίοι ενδέχεται-μπορούν να αρνηθούν να αγοράσουν.

Και εδώ έρχεται στο φως μια αντίφαση, σίγουρα γνωστή, αλλά πάνω στην οποία έχουμε εργαστεί ελάχιστα σε επίπεδο πολιτικού σχεδιασμού και αγώνα, ειδικά στην Ιταλία. Αν εξετάσουμε τα πράγματα από τη σκοπιά της κατανάλωσης αγαθών, φαίνεται ξεκάθαρο ότι εάν οι εργαζόμενοι είναι εδαφικά κλεισμένοι εντός των εθνικών συνόρων ως παραγωγοί –αν και, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα συνδικάτα θα μπορούσαν να τους έχουν ενοποιήσει– ως καταναλωτές θα μπορούσαν να απολαύσουν έναν διεθνή χώρο και να έχουν στο πλευρό τους και άλλες κοινωνικές κατηγορίες.

Η άρνηση αγοράς των προϊόντων ενός εργοστασίου που κάνει διακρίσεις σε βάρος των εργαζομένων σε ένα καθορισμένο μέρος μπορεί θεωρητικά να περιλαμβάνει, να αγκαλιάσει μια τεράστια υπερεθνική αγορά.

Δεν είναι όλα. Ακόμη και οι εταιρείες που υιοθετούν τις πιο βάναυσες μεθόδους συμπεριφοράς προς τους υπαλλήλους τους, οι οποίες μολύνουν το έδαφος και το νερό, βλάπτουν το περιβάλλον, προσπαθούν πάντα να δίνουν στον εαυτό τους μια άψογη εικόνα ευπρέπειας και να φροντίζουν πολύ τη φήμη τους.

Οι μεγάλες εταιρείες επενδύουν σημαντικούς πόρους για να εγείρουν και να κάνουν το συμβολικό τους κεφάλαιο να λάμψει. Μια μορφή ηθικού πλούτου που μεταφράζεται σε χρήματα, νομιμοποίηση και εξουσία. Αλλά και ένα εκτεθειμένο κεφάλαιο, το οποίο μπορεί να επηρεαστεί, να χτυπηθεί σε υπερεθνική κλίμακα, γράφει ο  Piero Bevilacqua.

Φαίνεται ξεκάθαρο ότι μιλάω για μια πολύ γνωστή μορφή πάλης, το σαμποτάζ, που όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ξανά μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικής συνειδητοποίησης και κυρίως με μια οργανωτική προσπάθεια αντάξια των στόχων.

Σήμερα εκείνοι που ξαναδιαβάζουν το παλιό κείμενο του Francesco Gesualdi, Εγχειρίδιο του υπεύθυνου καταναλωτή. Από το μποϊκοτάζ στη ισότιμη και δίκαιη κατανάλωση (Feltrinelli, 1999), εκτός από τις χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες που παρέχει, εξακολουθούν να βρίσκουν πολύ φρέσκες μεθοδολογικές ενδείξεις και σωστούς προβληματισμούς σχετικά με το ανέκφραστο δυναμικό αυτής της μορφής σύγκρουσης.

Φυσικά, το μποϊκοτάζ δεν πρέπει να θεωρηθεί ως εναλλακτική στον παραδοσιακό συνδικαλιστικό αγώνα που συνδέεται με τα εδάφη, καθώς δεν υποκαθιστά τα κινήματα. Συχνά όμως μπορεί να τον συνοδεύσει με χρήσιμο τρόπο.

Ας σκεφτούμε τη διαμάχη των εργαζομένων της Amazon για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Αυτή μπορούσε και θα μπορούσε να συνοδεύεται από μια εθνική καμπάνια που να καλεί τους πιθανούς-δυνητικούς πελάτες να μην αγοράσουν προϊόντα μέσω αυτής της εταιρείας.

Μια προτροπή με κίνητρο την καταγγελία των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων, το ύψος των μισθών, τις καταχρήσεις που υφίστανται συχνά κ.λπ. Σε αυτή την περίπτωση η αντοχή-το σθένος των εργαζομένων στη διαμάχη με την ισχυρή πολυεθνική θα αποκτούσε πολύ μεγαλύτερη δύναμη.

Εάν έχουμε ένα αποτελεσματικό οργανωτικό δίκτυο, η ζημιά που προκαλείται από τις απεργίες των εργαζομένων επιδεινώνεται από την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων αγορών. Ταυτόχρονα, η εταιρεία υφίσταται μια επιδείνωση της εικόνας της, μια πληγή στο συμβολικό της κεφάλαιο, εμφανιζόμενη κοινωνικά αποτρόπαια και ως εκ τούτου προορισμένη να χάσει μερίδιο αγοράς.

Μια ξεκάθαρη νίκη σε αυτό το επίπεδο θα μπορούσε να δημιουργήσει αλυσιδωτές μιμητικές επιδράσεις και να αλλάξει τα χαρτιά στο τραπέζι της ταξικής σύγκρουσης στην εποχή μας, ενισχύοντας το καταθλιπτικό πολιτικό φαντασιακό μας.

Είναι μόνο ένα παράδειγμα, αλλά, όπως προτείνει ο Gesualdi, αυτός ο τύπος μάχης απαιτεί μακρά μελέτη από την πλευρά των αγωνιστών, που αφιερώνονται σε αυτόν με συγκεκριμένο τρόπο, και σημαντική οργανωτική ικανότητα. Ικανότητα που σήμερα έχει δυνητικά αυξηθεί χάρη στο διαδίκτυο, αλλά είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθεί λόγω καθαρής ανικανότητας-έλλειψης συνήθειας.

Ουσιαστικά κανείς δεν πιστεύει ότι μπροστά στην υπερεθνική δύναμη των πολυεθνικών, οι οργανωμένοι πολίτες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν, να στήσουν στα πόδια, με περιορισμένο κόστος, μια «ηλεκτρονική Διεθνή», χάρη στις συνδέσεις με εκατομμύρια καταναλωτές απλωμένους σε όλο τον κόσμο.

Οι αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος μπορούν να βρουν το προνομιακό πεδίο δράσης τους εδώ. Σκεφτείτε πώς θα μπορούσαν να στοχοποιηθούν μεμονωμένες εταιρείες πετρελαιοειδών καλώντας τους πολίτες να μην γεμίζουν βενζίνη σε ορισμένα πρατήρια καυσίμων.

Αλλά οι κυβερνήσεις μπορούν επίσης να αποτελέσουν αντικείμενο πολύ αποτελεσματικής πίεσης, εάν ήμασταν καλά ενημερωμένοι και οργανωμένοι με πειθαρχία. Ας αναλογιστούμε πώς θα μπορούσαμε να χτυπήσουμε την οικονομία του Ισραήλ ενώ πραγματοποιεί, με την αδιαφορία των δυτικών ελίτ, τη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού.

Αλλά σήμερα, στην Ιταλία, [και την Ελλάδα, στμ] θα μπορούσε να οργανωθεί ένας αγώνας μεγάλης κλίμακας ενάντια σε μια εξουσία που ρυθμίζει-επηρεάζει τις εθνικές πολιτικές υποθέσεις, χειραγωγεί την τρέχουσα γνώμη, υποβαθμίζει το δημόσιο πνεύμα και την αξιοπρέπεια της Χώρας.

Αναφέρομαι στις μεγάλες εφημερίδες και κυρίως στη δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση. Ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα όργανα κάνουν τον απολογισμό της συμπεριφοράς του Ισραήλ τους τελευταίους μήνες έχει σηματοδοτήσει μια ανεξίτηλη σελίδα ατιμίας για την ιταλική [ελληνική] δημοσιογραφία.

Αν είχαμε τη δύναμη θα μπορούσαμε να οργανώσουμε μια μακρά εκστρατεία με το σύνθημα «σβήσε την τηλεόραση», καλώντας τους Ιταλούς [και τους Έλληνες, στμ] να μην ανοίξουν τις τηλεοράσεις τους για έναν ή δύο μήνες, σε μορφή διαμαρτυρίας για τη μεροληψία και την φιλοατλαντική δουλοπρέπεια των τηλεειδήσεων μας, των διαφόρων προγραμμάτων και στηλών.

Θέλω να φέρω στο μυαλό σας πως εκεί όπου θα καταφέρναμε να δημιουργηθεί μια σημαντική λιποταξία, θα προκαλείτο ζημιά τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, γιατί πολλοί διαφημιστές θα έχαναν το εισόδημά τους αφού ο αριθμός των καταναλωτών διαφήμισης θα μειωνόταν.

Η δυνατότητα δημιουργίας μιας τέτοιας σχέσης εκβιαστικής προς τις τηλεοράσεις θα έδινε στους πολίτες μια νέα δύναμη-εξουσία, τη δυνατότητα να διεκδικούν πλουραλιστικές πληροφορίες που να είναι λιγότερο υποταγμένες στον κυρίαρχο κομφορμισμό.

Μια καλά διεξαγόμενη εκστρατεία, σε θέση να πυροδοτήσει μια τεράστια συζήτηση, ικανή να φέρει το πρόβλημα της φιλαλήθειας και της ποιότητας των πληροφοριών στη γενική προσοχή της Χώρας, θα μπορούσε να είναι ο μοχλός για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας τηλεόρασης, ώστε να την αποσπάσει από τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και την κατάληψη των κομμάτων.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος   labottegadelbarbieri.org

Διαβάστε επίσης