Επτά επί Θήβας – Σ’ ένα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς!

 Επτά επί Θήβας –  Σ’ ένα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς!

Διαφορετικό ήταν το ρίγος που μας συνεπήρε το βράδυ της Παρασκευής όταν έκλεισαν οι προβολείς του αρχαίου θεάτρου των Φιλίππων κι απέμεινε το φεγγάρι της όμορφης βραδιάς να φωτίζει το σχεδόν ανύπαρκτο σκηνικό της παράστασης «Επτά επί Θήβας». Η χαρά ήταν διπλή όχι μόνο για την εξέλιξη του φετινού Φεστιβάλ Φιλίππων αλλά και λόγω της ανακοίνωσης που μόλις είχε προηγηθεί, δια στόματος προέδρου του ΔΗΠΕΘΕ Πέτρου Πετρόπουλου.

Ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων, κατ’ επέκταση και το αγαπημένο μας θέατρο, είχε εγκριθεί πλέον από την UNESCO κι άρα αποτελεί το 18ο ελληνικό Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς. Εκείνη τη στιγμή βεβαίως αγνοούσαμε τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που σημειώνονταν στην Τουρκία και το γεγονός ότι τα μέλη της καβαλιώτικης αποστολής στην Κωνσταντινούπολη παρέμεναν καθηλωμένα στο λεωφορείο κι εγκλωβισμένα εντός συνόρων σε μια χώρα που κλυδωνιζόταν από στρατιωτικό πραξικόπημα. Μάθαμε τα νέα όταν επιστρέψαμε στο σπίτι μας, ύστερα από μια εποικοδομητική εμπειρία την οποία μας προσέφερε με την ευρηματική σκηνοθεσία του ο Τσέζαρις Γκραουζίνις.

Η διπλή παράσταση, Παρασκευής και Σαββάτου, προφανώς ήταν η αιτία για το μισογεμάτο θέατρο. Το κοινό παρακολούθησε την αισχυλική τραγωδία που ανέβασε φέτος το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και μπιζάρισε τρεις φορές το θίασο. Η διάρκεια των 85 περίπου λεπτών του έργου δεν κούρασε τον κόσμο, έστω κι αν αρχικά οι ρυθμοί της πλοκής εξελίχθηκαν σχετικά αργά. Το ενδιαφέρον ωστόσο αυξανόταν σταδιακά και το «ταμείο» του τέλους άφησε θετικό πρόσημο. Η αισχύλεια τραγωδία δε θεωρείται μια εύκολη επιλογή στο ανέβασμά της, γι’ αυτό και δεν είναι πολυχρησιμοποιημένη όπως η Αντιγόνη και η Μήδεια.

 

ΠΕΡΑΣΑΝ ΗΔΗ 12 ΧΡΟΝΙΑ

Η τελευταία φορά για παράδειγμα που είχαμε παρακολουθήσει «Επτά επί Θήβας» στους Φιλίππους, ήταν την Τετάρτη 28 Ιουλίου 2004 από το Σύγχρονο Θέατρο Αθηνών. Μια παραγωγή διάρκειας μιας ώρας, σε μετάφραση – σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη με εκείνον στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ετεοκλή. Ήταν μια αξέχαστη παράσταση, που είχε διακοπεί δυο – τρεις φορές από την καθιερωμένη εμφάνιση του φιδιού – φαντάσματος στις κερκίδες. Μάλιστα ο Γιώργος Κιμούλης είχε αναγκαστεί να διακόψει την παράσταση, να σταθεί στο κέντρο της σκηνής και με τα φώτα ανοικτά να ορκιστεί προς το κοινό ότι το «φίδι» που σουλατσάριζε στα βράχια δεν ήταν το δικό του!

Δώδεκα χρόνια λοιπόν κύλησαν από την προηγούμενη φορά που ο αντιπολεμικός λόγος του Αισχύλου για τον αδερφοσκοτωμό των δύο γιων του Οιδίποδα και της Ιοκάστης ήχησε στ’ αυτιά του κοινού. Κυρίαρχη σε όλο το έργο είναι η κατάρα του Οιδίποδα. Οι δύο, δίδυμοι γιοι του, παρουσιάζονται από τον Αισχύλο ως οι διαφορετικές όψεις της ίδιας προσωπικότητας, του ίδιου του Οιδίποδα. Ο μεν Ετεοκλής αντιπροσωπεύει την «εγχώρια» πλευρά του Οιδίποδα, ο δε Πολυνείκης την «αλλότρια». Όταν ο ένας πεθαίνει, το ίδιο συμβαίνει -όπως πρέπει εξάλλου- και στον άλλο. Εκείνη την ταυτόχρονη στιγμή του θανάτου τους, το τέλος του οίκου των Λαβδακιδών είναι πλέον πιο ορατό από ποτέ.

 

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΗΧΟΣ

Δομώντας την πυραμίδα των θετικών στοιχείων της παράστασης, στη γερή βάση πρέπει να τοποθετήσουμε την καθάρια μετάφραση  του Γιώργου Μπλάνα που προφανώς εξυπηρέτησε και το χτίσιμο της σκηνοθετικής γραμμής. Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις πρόσφερε μια νέα ματιά στην τραγωδία του Αισχύλου συμπεριλαμβάνοντας με μαεστρία πολυπολιτισμικά στοιχεία, καθιστώντας έτσι το κεντρικό αντιπολεμικό μήνυμα ως απροσμέτρητα οικουμενικό.

Λιτό έως ανύπαρκτο το σκηνικό του Κέννυ ΜακΛέλλαν, αποτελούμενο μόνο από δύο μεταλλικές σκάλες που ίσως συμβόλιζαν την κλίμακα της εξουσίας, ένα μπαούλο με «πολεμικό» εξοπλισμό κι ένα σκαμπό όπου σκεπτόταν ο Ετεοκλής πριν πάρει σοβαρές αποφάσεις για την πόλη του. Σύγχρονα τα κοστούμια της παράστασης, επίσης του Κέννυ ΜακΛέλλαν, με τους άνδρες ενδεδυμένους με κοστούμια και τις γυναίκες με γκρι – σιέλ ρούχα, διαφορετικά ωστόσο μεταξύ τους. Έτσι αν και χορός, παρόλα αυτά κάθε μονάδα διατήρησε την αυτονομία και τη διαφορετικότητά της. Έξοχη η μουσική της παράστασης του Δημήτρη Θεοχάρη, βασισμένη κυρίως σε μοτίβα πιάνου. Ήρεμη κάποιες στιγμές, περισσότερο άγρια κάποιες άλλες, αλλά κυριολεκτικά μας άφησε ξέπνοους στη σκηνή της αδελφικής μάχης.

Το σύνολο της παράστασης θα μπορούσε να χωριστεί σε επιμέρους κεφάλαια. Το αρχικό, όπου κυριάρχησε ο θρήνος του γυναικείου χορού ήταν μακρόσυρτο και ίσως κουραστικό. Όσο όμως η ώρα κυλούσε τόσο το ενδιαφέρον αυξανόταν. Επόμενο κεφάλαιο ήταν η στιχομυθία μεταξύ του Ετεοκλή και του Άγγελου, όταν το κοινό μάθαινε τους στρατηγούς του Πολυνείκη που είχαν τοποθετηθεί σε καθεμία από τις επτά πολιορκούμενες πύλες της πόλης και τις αντίστοιχες επιλογές των στρατηγών του Ετεοκλή.

 

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΗ Η ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΜΑΧΗ

Κορύφωση των αισθημάτων συντελέσθηκε τη στιγμή που τα δύο αδέλφια ήρθαν αντιμέτωπα. Η ένταση των κινήσεών τους, οι εναγκαλισμοί τους και το χώρισμά τους, ο ήχος των «ασπίδων» που χρησιμοποιούσαν, η υποβλητική μουσική υπόκρουση, απογείωσαν τη σκηνή και την κατέστησαν επική. Δυσδιάκριτα ήταν τα όρια της αγάπης και του μίσους μεταξύ των δύο αδελφών, ενώ το αμοιβαίο τέλος τους άφησε όρθιους και σφιχταγκαλιασμένους. Το επόμενο κεφάλαιο της απόφασης να ταφεί ο Ετεοκλής και να απομείνει έκθετο το σώμα του Πολυνείκη, καθώς και ο θρήνος της Αντιγόνης και της Ισμήνης σαφώς υπολειπόταν συγκριτικά με τη μεγαλειώδη σκηνή που μόλις είχε προηγηθεί.

Η διπλή διανομή των ρόλων είναι μεν κάτι ευφάνταστο και ενδιαφέρον, παρόλα αυτά άφησε πίσω του μια αίσθηση ημιτελούς και την απορία για την ερμηνεία του έτερου πρωταγωνιστή. Το βράδυ της Παρασκευής Ετεοκλής ήταν ο Χρίστος Στυλιανού με όγκο φωνής και πειστική σκηνική παρουσία, που φλέρταρε αρκετές στιγμές με την υπερβολή κατάφερε όμως να βγει νικητής στην αναμέτρηση με το ρόλο του. Βουβός το ίδιο βράδυ ο Πολυνείκης – Γιάννης Στάνκογλου, η φιγούρα του οποίου έδεσε οπτικά με εκείνη του Ετεοκλή. Αν και χωρίς λόγια, μόνο με το σώμα μετέφερε στο κοινό την ένταση των συναισθημάτων. Για τη δική του εκδοχή του Ετεοκλή θα μπορέσουν να μιλήσουν οι θεατές του Σαββάτου. Υπέροχος κι εκφραστικότατος ήταν στο ρόλο του Άγγελου ο Γιώργος Καύκας.

Εξετάζοντας το όλον της παραστάσεως θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως μια σημαντική στιγμή για την τέχνη του θεάτρου και κυρίως για τον τομέα των αισχύλειων τραγωδιών. Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις με τη συγκεκριμένη δουλειά του επιβεβαίωσε τη φήμη του καλού σκηνοθέτη που τον συνοδεύει και απέσπασε τα δικά μας εύσημα. Η παράσταση «Επτά επί Θήβας» ήταν μια εύστοχη επιλογή του ΚΘΒΕ και είναι μια καλή πρόταση για το φετινό θεατρικό καλοκαίρι.

 

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Διαβάστε επίσης