Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Από σήμερα, με την έναρξη του Δωδεκαημέρου, εισερχόμεθα, ημερολογιακώς τουλάχιστον, στον χειμώνα (21 Δεκεμβρίου). Από πολυετή συνήθεια, στις χρονιάρες μέρες, Χριστούγεννα και Πάσχα, ανατρέχω στα γραπτά του Αγίου των γραμμάτων μας, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Έτσι και εφέτος. Η επικρατούσα ακαταστασία στο παλιό μισοφαγωμένο συρτάρι όπου φυλάσσω τα «κομμάτια» των εφημερίδων που είλκυσαν κάποτε την προσοχή μου, απεδείχθη παραμονές Χριστουγέννων, χρήσιμη. Βάζοντας τις προάλλες μια τάξη στα ατάκτως ερριμμένα αποκόμματα, ανeκάλυψα την επιστολή ενός αναγνώστη δημοσιευθείσα στην Καθημερινή (14/09/2019) που ανεφέρετο, στον πάμπτωχο Σκιαθίτη λογοτέχνη φωτογραφηθέντα, καθήμενο στην καρέκλα ενός λαϊκού καφενείου, (όπως του άρεζε) από τον Παύλο Νιρβάνα που πάντα έλεγε «μνημονεύετε Παπαδιαμάντη». Ήταν υπογεγραμμένη από τον κ. Γιώργο Κωστούλα, και ετιτλοφορείτο -είτε από τον επιστολογράφο, είτε από την σύνταξη- ως εξής στα γαλλικά: «N’ excitons pas la curiosité du public» (στα ελληνικά: Ας μην ερεθίζουμε την περιέργεια του κοινού). Και στον τίτλο προσετίθετο στα ελληνικά βεβαίως: «Ό Σκιαθίτης, ο Νιρβάνας και η ιστορική φωτογραφία».
Κάτωθεν αυτής υπήρχε η λεζάντα που θα έλεγε κανείς ότι την συνέταξε ιδίοις χερσί ο συγγραφεύς: «Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας…».
Για τον μεγάλο πεζογράφο μας ξέρουμε ότι αδιαφορούσε, τουλάχιστο έτσι έδειχνε, για την συγκατοίκησή του με την λιτότητα και δεν δυσανασχετούσε λόγω φτώχειας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που όταν κάποτε ο τότε ο διευθυντής της εφημερίδος «Ακρόπολις» Βλάσης Γαβριηλίδης του ενεχείρισε την αμοιβή του για κάποια εορταστικά διηγήματα, ο ασκητικός διηγηματογράφος παρετήρησε: Μου δίνετε πολλούς παράδες για αυτά που έγραψα. Δεν περιφρονούσε τον καπνό και τα οινοπνευματώδη, ιδίως, όπως φαίνεται από τα γραπτά του, το ρούμι και τον αρετσίνωτο οίνο, απέφευγε δε όπως ο διάβολος το λιβάνι τις κοσμικότητες.Κανόνας της ζωής του ήταν το επικούρειο λάθε βιώσας, νεοελληνιστί: το να ζείς στα κρυφά. «Το διακόνημα που επέλεξε ήταν να πορεύεται κατά το δυνατόν απαρατήρητος», επεξηγεί δικαίως η Καθημερινή
Για τον έτερο του τίτλου, τον Παύλο Νιρβάνα, χάρις στην μηχανή ηλεκτρονικής αναζητήσεως (Ιντερνέτ), πληροφορούμεθα ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Κ. Αποστολίδης και ότι γεννήθηκε στην Μαριούπολη της Ουκρανίας το 1886 και πέθανε στην Αθήνα το 1937. Είχε σπουδάσει ιατρική, και ήταν μέλος, επί Ελευθερίου Βενιζέλου, της διοικήσεως του Εθνικού θεάτρου. Πρωτίστως όμως ήταν σπουδαίος χρονογράφος σε εφημερίδες, εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, συνδέθηκε δε με στενή φιλία με τον Παπαδιαμάντη. Από τον επιστολογράφο της Καθημερινής μαθαίνουμε ότι το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» είχε δημοσιεύσει, το 1933, ένα «κείμενο, (του Παύλου Νιρβάνα) που δυστυχώς μόνο ως παπαδιαμαντικό χριστουγεννιάτικο μπορεί να δημοσιευθεί και να διαβαστεί. Έτσι σαν κάτι το διαφορετικό, σαν ένα ξεκουραστικό διάλειμμα, χαριτωμένο ίσως, μεταξύ των τόσων «σπουδαίων» που περιλαμβάνει η καθημερινότητά μας».
Ό Π. Νιρβάνας στο γραπτό του, διευκρινίζει τινί τρόπω κατόρθωσε να πείσει τον Παπαδιαμάντη να «ποζάρει, να πάρει μόνος του την φυσική του στάση, καθήμενος επάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι γερμένο προς τα εμπρός, με το βλέμμα χαμηλωμένο σαν βυζαντινός άγιος». Και ο Π.Νιρβάνας προσθέτει: «Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός, να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά: «n’excitons pas la curiosité du public». Ακούσατε; Μην ερεθίζουμε την περιέργεια του …κοινού. Ποιου κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα…».
Δεν ήταν μόνο ο Π.Νιρβάνας που αποδίδει με την φωτογράφηση του Σκιαθίτη τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο του κύρ-Αλέξανδρου. Ένας άλλος μεγάλος χρονογράφος, ο ακαδημαïκός Σπύρος Μελάς, προλογίζοντας τα άπαντα του κυρ–Αλέξανδρου (εκδοτικός οίκος Χρ. Γιοβάνης), γράφει: «Σαν τρελλός έκανε να τελειώσει η δουλειά του στις εφημερίδες για να τρέξει στο στασίδι του δεξιού ψάλτη της μικρής εκκλησίας του προφήτη Έλισσαίου, σ’ολονύχτιες ακολουθίες και όρθρους (…) Έψελνε, χωρίς να ‘χει μάθει ποτέ μουσική, χωρίς να ξέρει καν να διαβάσει τα σημεία της και σχεδόν χωρίς να ’χει φωνή. Κι όμως συνέπαιρνε τα πληρώματα του ναού, ψέλνοντας με την ψυχή του, πού ‘δινε χρώμα στην κάθε λέξη, στην κάθε φράση, ανάλογα με το μέλος έψελνε με την μορφή του, κι έπαιρνε την έκφραση του περιεχομένου της μελωδίας και της φράσης· έψελνε με τα χέρια του, που τα χτυπούσε στο αναλόγιο, με τα πόδια του, που κρατούσαν το ρυθμό με χτύπους στο πάτωμα. Παντού αλλού ο Παπαδιαμάντη ήτανε μισός· και μονάχα στο στασίδι του δεξιού ψάλτη ολάκερος».
Γνωρίζουμε από πολλές μαρτυρίες ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν μονήρης, μοναχικός. Αυτό ουδόλως τον εμπόδιζε να δείχνει μια αθώα τρυφερότητα έναντι του γυναικείου φύλου. Στο «Ό έρωτας στα χιόνια», ο μπάρμπα Γιαννιός «επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένο, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του: Σοκάκι μου μακρό-στενό με την κατεβασιά σου,/κάμε κι εμένα γείτονα με την γειτόνισσα σου. Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως: Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα/ δεν είπες μια φορά κι εσύ, Γιαννιό μου, έλα μέσα» (…) «Την άλλην βραδιάν επανήρχετο όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κι εμορμύριζεν -Ένας Θεός θα μας κρίνη… κι ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση. Και είτα, μετά στεναγμού, προσέθετε –Κι ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη».
Υποθέτω ότι το κοιμητήρι δεν τους έσμιξε. Διότι «κι επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Και η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δυο πιθαμές, εκορυφώθη, Και έγινε σινδών, σάβανον. Και ο μπάρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κι εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρουσιασθή γυμνός και ξετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, των Παλαιών Ημερών, τουΤρισαγίου». Ευλογημένος να ‘ναι ο κυρ-Αλέξανδρος….
Σ.Σ. Έν είδει πλάκας, και μιας βλακώδους «εξυπνάδας» αναρωτιέμαι: Σε ποιά στοιχεία εστηρίχθη ο Σ. Μελάς, χαρακτηρισθείς (πολιτικώς) από τους συγχρόνους του «ως φτερό στον άνεμο», για να γράψει ότι ο Παπαδιαμάντης κατελάμβανε το στασίδι του δεξιού ψάλτου και όχι του αριστερού; Μ.Μ.