• 15 Μαΐου 2024,

Η Αγγελοκρουσμένη

 Η Αγγελοκρουσμένη

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Γίνεσαι καλός στο τρέξιμο σαν σε κυνηγούν.

Σ’ όλη σου την ζωή σαν σε κυνηγούν συνέχεια και άνθρωποι πολλοί…..Λούης γίνεσαι.

Έτσι έλεγε: Λούης.

Και αυτή, όλοι οι άνθρωποι την κυνηγούσαν. Και όχι μόνο όλοι οι άνθρωποι, αλλά κι όλα εκείνα που σε ησυχία το μυαλό της διόλου δεν το άφηναν.Το μέσα της πολύ την τυραννούσε. Ένα κουβάρι μπερδεμένο ήταν το μυαλό της. Ένα κουβάρι με λογιώ λογιώ πολύχρωμες κορδέλες, και κλωστές γερές σαν πετονιές που σιγά σιγά γίνονταν συρματόσχοινα και που όλο μεγάλωνε και μεγάλωνε. Πώς μέσα στο κεφάλι να χωρέσει όλο αυτό. Και να ήταν μόνο αυτό. Ήταν και κείνα τα παράξενα πουλιά. Κοπάδι ολόκληρο. Και τα άλλα ήταν.Τα πράγματα της φαντασίας της τα φοβερά. Κι όλα μαζί φτεροκοπούσαν μέσ’ το μυαλό της. Κι άλλη λύση αυτή δεν είχε παρά μόνο να τρέξει. Και έτρεχε μακριά τους να φύγει. Να σωθεί.

Όλοι κι όλα την κυνηγούσαν. Συνέχεια την κυνηγούσαν κι αυτή να μην σταματά να τρέχει, δεν μπορούσε.

Είχε μάθει πια στο τρεχαλητό.

Μια ολόκληρη ζωή στο κυνηγητό την είχαν.

Από μικρή την κυνηγούσαν κι έτρεχε, μα όσο μεγάλωνε τόσο πιο πολύ την κυνηγούσαν γιατί όλο και πιο πολύ τους άλλους πείραζε και λόγια περίεργα κι ακατανόητα τους έλεγε.

Τους ενοχλούσε, τους έσπαζε τα νεύρα.

Έτσι οι άλλοι έλεγαν.

Πολύ διαφορετική από τους άλλους ήταν και άλλες σκέψεις βασάνιζαν τον νου της. Αλλιώς τον κόσμο έβλεπε. Κανένας να την καταλάβει δεν μπορούσε. Και το ήξερε καλά πως αυτός ήταν ο λόγος που ούτε έναν φίλο ποτέ δεν είχε, μια φιλενάδα αληθινή όπως τα κορίτσια όλα.

Κι έτρεχε απ’ όλους μακριά να φύγει.

Τα πέλματά της μάτωναν, και πολύ, πάρα πολύ πονούσαν απ’ την πολλή τρεχάλα.Τόσο πολύ πόνο τής έκαναν που για χρόνια της ζωής της πολλά, τα πόδια της μυρμήγκιαζαν και έτζουζαν. Και έκαιγαν πολύ τα πόδια της, καμίνι. Φορές φορές κι όλο το σώμα  της φωτιά το έκαιγε, λαύρα. Ήταν σαν σε πυρωμένα κάρβουνα να περπατούσε πάνω, να έτρεχε. Γι αυτό  χοροπηδούσε.

Σαν τους αναστενάρηδες χοροπηδούσε, κι αυτή δρομέας μεγάλων αποστάσεων σε πυρωμένη διαδρομή να τρέχει. Όλο να τρέχει.

Χοροπηδώντας έτρεχε.  Ύστερα…..αργότερα, συνήθισε, και τα πέλματά της σκλήρυναν. Κι έπαψε πια να πονά. Μόνο μέσα της τώρα πονούσε, γιατί, να τα βγάλει πέρα με όλους τους φυσιολογικούς ανθρώπους δεν μπορούσε, κι ούτε όμως ήξερε, άνθρωπος φυσιολογικός τι είναι. Αλλά κι ύστερα αμέσως, ο πόνος στην ψυχή της γίνονταν χαρά, γιατί, όλα τα ξεχνούσε και γιατί έτσι της άρεσε να ζει. Γιατί έτσι την ζωή της χαίρονταν. Παράπονο δεν είχε απ’ την ζωή της, ούτε κι από κανέναν άλλον. Της είχε μάθει η ζωή, εκείνη τον πόνο να διαλέγει κι όχι ο πόνος να διαλέγει αυτή. Γι αυτό και την λύπη, τον πόνο, εύκολα γέλιο και χαρά τον έκανε.

 

Τρελή.

Έτσι όλοι την έλεγαν, τρελή κι αλλόκοτη και στο κυνήγι από μικρή την έβαζαν. Παράξενη πολύ ήταν. Από μικρή έτσι ήταν και όλους να τους πειράζει και μ’ όλους να μαλώνει, ήθελε. Γιατί όλα αλλιώς αυτή τα έβλεπε. Δεν ήταν φυσιολογική σαν τους άλλους όλους. Μα φυσιολογικό τι είναι, κανείς ποτέ δεν της το έμαθε. Αφύσικη ήταν, κι αυτό το ήξερε πολύ καλά, και ας η λέξη αφύσικη δεν γνώριζε τι σημαίνει, τι πα να πει. Γι αυτό και πολύ στεναχωριόνταν. Μα και ύστερα χαίρονταν κιόλας πολύ, γιατί έτσι της άρεσε αυτηνής.Το ήξερε όμως, το καταλάβαινε πόσο πολύ ενοχλητικό ήταν αυτό που έτυχε η ζωή να της δωρίσει κι ας μερικοί που δεν την κυνηγούσαν της έλεγαν να μην στεναχωριέται. Να μη στεναχωριέται της έλεγαν, γιατί, καλή κοπέλα ήταν και έξυπνη πολύ. Κι ακόμα μερικοί της έλεγαν ότι, όταν κάποιος σκέφτεται αλλιώς, κι αλλιώς την βλέπει την ζωή κι άλλες γι αυτήν απόψεις έχει, παράξενο και τρελό τον λένε όλοι οι άλλοι. Γι αυτό να μην στεναχωριέται αυτοί της έλεγαν.

Μα το ήξερε κι αυτή πως φυσιολογική δεν ήταν, μα κι αλλιώς να κάνει δεν μπορούσε. Να συμπεριφερθεί με άλλο τρόπο δεν ήξερε, δεν μπόραγε. Γι αυτό και λόγια άσχημα της έλεγαν και πέτρες τής πετούσαν. Το πόνο από τις πέτρες καθόλου δεν λογάριαζε, αλλά τα λόγια ήταν άσχημα, κακά, πίκρα την ψυχή της γέμιζαν και στην καρδιά της πυρωμένα γίνονταν καρφιά. Και ήταν και κείνο, το μέσα στο κεφάλι της που σε ησυχία δεν την άφηνε.

Έτσι περνούσαν χρόνια και χρόνια, χρόνια πολλά και είχε συνηθίσει πια.

Κι όσο τα χρόνια περνούσαν άρχισε και η ψυχή της να σκληραίνει. Όπως τα πέλματά της πέτρα σκληρή γίνονταν κι η ψυχή της, μα η χαρά στο πρόσωπό της έλαμπε.

Έλαμπε η χαρά.

Νάταν αλήθεια;

Ή μήπως νάταν ψέμα;

 

Την ήξερα, την έβλεπα.

Την έβλεπα. Την ήξερα;

Πολλές φορές στο δρόμο δίπλα στην θάλασσα την αντάμωνα, μα και στο λιμάνι, και κει ψηλά στο κάστρο. Κι άλλοτε, στο καρνάγιο, παρέα με τους γλάρους την έβλεπα. Ώρα πολύ κουβέντα μαζί τους έστηνε. Γλάρος ελεύθερος κι αυτή με τα κατάλευκά της ρούχα και τα χρωματιστά καπέλα της.

Ζήλευα την τρέλα της και την χαρά της. Και τα πειράγματά της ζήλευα.

Και την ζωή της.

Δεν είχα στην ζωή μου συναντήσει πιο ζωντανό και πιο όμορφο, και πιο χαρούμενο κι αληθινό ανθρώπου πρόσωπο.

Φεγγάρι ολόγιομο και  φωτεινό το πρόσωπό της.

Φεγγαροπρόσωπη  ομορφογλυκοστολισμένη.

Νάταν αλήθεια άραγε;

Λες νάταν ψέμα;

Να είχε κι αυτή κρυφή μεριά  σαν το φεγγάρι λες;

Και ποιά να ήταν η κρυφή μεριά της;

Γιατί άραγε το φεγγάρι δεν μας δείχνει ποτέ το άλλο πρόσωπό του;

Το κρυφό.

 

Μια μέρα υγρή συννεφιασμένη, όλη της την ζωή μου είπε.

Με δυο λέξεις μου την είπε.

 

“Πίκρα πολύ” ομορφόπαιδο … μου είπε.

Έτσι μου είπε κι αμέσως έφυγε γελώντας. Χοροπηδηχτά έφυγε τρέχοντας, τρέχοντας και χορεύοντας.

Λίγο πιο κάτω σταμάτησε και γύρισε το πρόσωπό της προς τα πίσω.

Σε μένα.

Με κοίταξε, μου χαμογέλασε, και ένα φιλί μού έστειλε….

 

Το φιλί της κράτησα….εικόνα ζωντανή μού γίνηκε…κι η θέληση μου, η επιθυμία μου για ένα ταξίδι στην κρυφή τού φεγγαριού πλευρά μεγάλωσε, γιγαντώθηκε….

Να μάθω ήθελα, να μάθω το γιατί…..

 

Και ταξίδεψα…….

Διαβάστε επίσης