Οι διαχρονικές ανάγκες των προσφύγων μέσα από μια προκήρυξη του 1923

 Οι διαχρονικές ανάγκες των προσφύγων μέσα από μια προκήρυξη του 1923

 

Μνήμες μιας άλλης εποχής “ξυπνά” στους κατοίκους της Καβάλας η σύγχρονη προσφυγική κρίση και οι εικόνες ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν στην πόλη τους, ανήμποροι να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη βόρεια Ευρώπη εξαιτίας των κλειστών συνόρων. Στο ίδιο λιμάνι, απ’ όπου συνέχιζαν τη μακρά πορεία τους για τη “γη της Επαγγελίας” -αυτή του “Αποστόλου Παύλου”- προτού σφραγίσει ο λεγόμενος βαλκανικός διάδρομος, το 1922 αποβοβάζονταν κάποιοι άλλοι πρόσφυγες και αντίκριζαν τη νέα τους πατρίδα.

Και μπορεί οι πρόσφυγες του 2016 να μην αντίκρισαν μέσα από τα λεωφορεία έναν άνυδρο, μικρό και φτωχό ξερότοπο, όπως εκείνοι το 1922, που ένιωσαν θλίψη, αφού άφησαν πίσω τους έναν πλούσιο και κοσμοπολίτικο τόπο, ωστόσο οι ανάγκες τους είναι εξίσου μεγάλες και η θλίψη τους αντίστοιχη. Η υποδοχή των προσφύγων τον περασμένο Φεβρουάριο στην Καβάλα ήταν θερμή.

Η δημοτική Αρχή άνοιξε το κλειστό κολυμβητήριο, όπου διέμειναν για δυο 24ωρα. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο εκθεσιακό – συνεδριακό κέντρο “Απόστολος Μαρδύρης” στη Νέα Καρβάλη (επίσης προσφυγικός οικισμός) όπου εκεί διέμειναν για δυο μήνες περίπου και ο Δήμος Καβάλας ανέλαβε εξολοκλήρου όλα τα έξοδα διαβίωσης και περίθαλψης. Όσοι δε μετακινήθηκαν σε κέντρα φιλοξενίας, μεταφέρθηκαν σε σκηνές σε μια νέα προσφυγική δομή που δημιουργήθηκε κάπου έξω από την Καβάλα. Αφού εκεί πέρασαν ένα δύσκολο καλοκαίρι, τελικά μετακινήθηκαν στις εγκαταστάσεις του παλιού στρατοπέδου Ασημακοπούλου.

Η διαδρομή αυτή της εγκατάστασης των προσφύγων φέρνει στο μυαλό το δράμα της προσφυγιάς και μια άλλη πορεία, αυτή που διέγραψαν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας το 1922, όταν αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Καβάλας και ξεκίνησαν τις προσπάθειες για να δημιουργήσουν μια καινούργια ζωή σ’ έναν νέο τόπο που ίσως δεν ήταν και τόσο φιλόξενος για τους ίδιους, αν και στην πορεία η κοινωνία της Καβάλας τους αγκάλιασε, τους στήριξε, τους ενσωμάτωσε και κέρδισε πολλά από την παραμονή τους.

Παρ’ όλα αυτά πολλές ανησυχίες και προβληματισμοί μοιάζουν κοινοί τότε και τώρα- για τη στέγασή τους, τις συνθήκες υγιεινής, τη σίτιση, την περίθαλψή τους κ.ά. Μια επίσκεψη στο νεοσυσταθέν μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού που λειτουργεί στην Καβάλα από τον Σύλλογο Μικρασιατών Καβάλας “Μνήμη Μικράς Ασίας” έρχεται να επιβεβαιώσει τα παραπάνω. Χαρακτηριστική είναι μια σπάνια τυπωμένη προκήρυξη της τοπικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων “Προς τους εν Καβάλλα διαμένοντας πρόσφυγας”, με ημερομηνία 12 Μαΐου 1923, που φυλάσσεται στο αρχείο του μουσείου.

“Οι γνώσεις μας για την πρώτη περίοδο της προσφυγιάς στην Καβάλα, περίπου μέχρι το 1926, είναι ελλιπείς” σημειώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιστορικός, συγγραφέας και πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών Κυριάκος Λυκουρίνος και συνεχίζει: “Οι τοπικές εφημερίδες της εποχής δεν έχουν διασωθεί, τα αρχεία των δημοτικών και δημόσιων υπηρεσιών έχουν καταστραφεί και οι λίγες διαθέσιμες μαρτυρίες των προσφύγων της πρώτης γενιάς αναφέρονται συνήθως σε προσωπικές εμπειρίες και δεν δίνουν μια συνολική εικόνα για την κατάσταση στην πόλη. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, η προκήρυξη αποτελεί ένα πολύτιμο έντυπο. Έρχεται να ρίξει φως σε αρκετές πτυχές της προσφυγικής πραγματικότητας στην Καβάλα του 1923, εννιά μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και πριν τεθεί σε εφαρμογή η Σύμβαση για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών”.

Η τυπωμένη προκήρυξη της τοπικής Επιτροπής Περιθάλψεως Προσφύγων “Προς τους εν Καβάλλα διαμένοντας πρόσφυγας” έγραφε -μεταξύ άλλων- πολύ ενδιαφερόντων: Η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος/
Όσοι μένετε στις καπναποθήκες πρέπει να φύγετε το γρηγορώτερο, γιατί τώρα το καλοκαίρι με τες ζέσταις θα πέσουν αρρώστειες/

Όσοι είναι Γεωργοί πρέπει να πάνε στα τούρκικα χωριά όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν/
Οι Θαλασσινοί, Περάμιοι και Γανοχωρίτες πρέπει να πάνε στας Ελευθεράς. Η κυβέρνησις μας έστειλε 400 χιλ. δραχμάς για να κτισθούν τα σπίτια των Ελευθερών και θα μας δώση και καΐκια για να μεταφέρετε τα πράγματά σας. […]

Εις το τέλος του μηνός όσοι μένουν στες Καπναποθήκες θα διαγραφούν από τους καταλόγους της Περιθάλψεως και δεν θα παίρνουν ούτε αλεύρι, ούτε ψωμί, ούτε τίποτε. / Από τις 10 Ιουνίου θ’ αρχίσωμε με τη βία και με την Αστυνομία να αδειάζωμε τες Καπναποθήκες […]”.

Η Επιτροπή επισημαίνει επιτακτικά ότι “η Καβάλλα πρέπει ν’ αραιώση, γιατί μαζεύτηκε πολύς κόσμος”. Πόσος άραγε; Η πρώτη ατελής απογραφή των αστών προσφύγων έγινε το καλοκαίρι του 1923, αλλά τα στοιχεία της Καβάλας παραμένουν άγνωστα.

Όπως σημειώνει ο κ. Λυκουρίνος, τον Νοέμβριο του 1924 ο υπουργός Μπακάλμπασης δήλωνε ότι “υπάρχουν σήμερον εντός της Καβάλλας 60.000 πρόσφυγες και τα ατμόπλοια εξακολουθούν να αποβιβάζουν. Πού βαίνομεν αδυνατώ να προΐδω”. Λίγο αργότερα, ο ανταποκριτής της δραμινής εφημερίδας “Θάρρος” στην Καβάλα και η καβαλιώτικη εφημερίδα “Κήρυξ” έγραφαν ότι την επαύριον της Μικρασιατικής Καταστροφής η πόλη συγκέντρωνε 75.000 κατοίκους.

Όπως είναι γνωστό, η Καβάλα αποτέλεσε έναν από τους βασικούς προορισμούς της προσφυγικής ροής εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης και του λιμανιού της αλλά και λόγω της οικονομικής της ευρωστίας.

Η πόλη φημιζόταν για το καπνεμπόριο που επέφερε μεγάλο πλούτο και οικονομική άνεση μαζί με εξίσου πολλές θέσεις εργασίας και οι πρόσφυγες προσδοκούσαν ότι θα βρουν εργασία στα πολυάριθμα καπνεργοστάσιά της. Όλα αυτά συντέλεσαν στην απότομη αύξηση του πληθυσμού της πόλης, που μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε περίπου 25.000 κατοίκους. Τα επόμενα χρόνια, με τη συρροή νέων προσφύγων, το πρόβλημα θα έπαιρνε εκρηκτικές διαστάσεις…

Η μετακίνηση του προσφυγικού πληθυσμού της Καβάλας στην αγροτική ενδοχώρα”, τονίζει ο κ. Λυκουρίνος, “ήταν, μόνιμο αίτημα των Αρχών και του Τύπου της πόλης από τους πρώτους κιόλας μήνες. Όπως είναι ευνόητο, με τον ερχομό χιλιάδων ανθρώπων η πόλη δέχτηκε έναν ισχυρό κλονισμό. Σε όλα τα σημεία της, ακόμη και στα κεντρικότερα, φύτρωσαν σκηνές και άθλια παραπήγματα. Οι καπναποθήκες, τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα τζαμιά κατακλύστηκαν από πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να αποδιοργανωθεί η οικονομική και κοινωνική ζωή.

Οι γηγενείς νοικοκυραίοι είδαν την ανθρώπινη δυστυχία να σκιάζει την καθημερινότητά τους, φοβήθηκαν το ετερόκλητο πλήθος των ξένων, τη βρωμιά και τις αρρώστιες τους. Οι αστοί είδαν την εξαθλιωμένη προσφυγιά να καταλαμβάνει τις λέσχες, τα κέντρα διασκέδασης, τα ξενοδοχεία, τους κινηματογράφους, όλους τους δημόσιους χώρους ακόμη και τα σπίτια τους.

Οι φτωχοί ένιωσαν αδικημένοι, καθώς είδαν την κρατική μέριμνα να στρέφεται στους νεοφερμένους. Οι γυναίκες φοβήθηκαν ότι οι νόστιμες προσφυγοπούλες θα ‘κλέψουν’ τους άνδρες και τα παιδιά τους. Την ίδια ώρα οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον εφιάλτη που έζησαν και αναζητούσαν απεγνωσμένα τα απολύτως αναγκαία όπως την ανύπαρκτη στέγη, το λιγοστό νερό, τα υπερτιμημένα τρόφιμα, τα ρούχα για να καλύψουν τη γύμνια τους, τα απαραίτητα φάρμακα”.

Η Καβάλα του 1923 δυστυχώς δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε όλα αυτά. Το πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα ήταν το στεγαστικό, αφού οι μουσουλμάνοι ήταν ακόμη εδώ και οι προσφυγικοί συνοικισμοί δεν είχαν κτιστεί. Και συνεχώς κατέφθαναν νέοι πρόσφυγες.

Αυτή την πραγματικότητα απηχεί η παραπάνω προκήρυξή. Η Επιτροπή καλεί τους “γεωργούς πρόσφυγες” να φύγουν από την Καβάλα και να πάνε στα μουσουλμανικά χωριά του νομού, “όπου θα εύρουν σπήτια, χωράφια και ό,τι άλλο τους χρειάζεται για να ζήσουν”. Βέβαια τα χωριά αυτά κατοικούνταν ακόμη από τους ντόπιους μουσουλμάνους, είχαν όμως επιταχθεί όλα τα αναγκαία για την επιβίωση των νέων κατοίκων: σπίτια ή κάποια δωμάτια, χωράφια, ζώα κι ένα μέρος από τη σοδειά.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται για τους “θαλασσινούς”, δηλ. τους πρόσφυγες από τα παράλια, τους Περαμίους και τους Γανοχωρίτες, οι οποίοι καλούνται να εγκατασταθούν στην περιοχή των Ελευθερών, δηλ. στον κόλπο της σημερινής Νέας Περάμου του Δήμου Παγγαίου και στα κοντινά γυαλοχώρια. Τα μέρη αυτά είχαν παρόμοιο φυσικό περιβάλλον με τον τόπο προέλευσής τους κι αυτό θα βοηθούσε στον ταχύτερο εγκλιματισμό και στην ευκολότερη προσαρμογή τους.

Εύκολα βέβαια γίνεται αντιληπτό ότι όλα τα παραπάνω γίνονταν υπό την πίεση της ανάγκης και χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό. Όμως εκείνη τη στιγμή, τον Μάιο του 1923, έπρεπε να αποκατασταθεί -στο μέτρο του δυνατού- η ομαλή κοινωνική και οικονομική ζωή της Καβάλας. Το πιο πρόσφορο μέτρο ήταν η αποσυμφόρηση της πόλης, με την ταυτόχρονη εκκένωση των καπναποθηκών, όπου συνωστίζονταν επί μήνες χιλιάδες άνθρωποι. Στις τεράστιες σάλες τους, που είχαν χωριστεί σε “δωμάτια” με κουρελούδες και κουβέρτες, η μαζική διαβίωση ήταν αφόρητη.

Ο ιδιωτικός και οικογενειακός βίος είχε καταργηθεί και ο κίνδυνος των ηθικών παρεκτροπών ήταν καθημερινός, η συνύπαρξη του ετερόκλητου πλήθους ήταν δύσκολη και οι συγκρούσεις αναπόφευκτες, οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες και η απειλή των επιδημιών άμεση, εν όψει μάλιστα του καλοκαιριού. Υπήρχε όμως κι ένας ακόμη σημαντικός λόγος: Από την Άνοιξη μέχρι και το Φθινόπωρο ήταν η περίοδος της επεξεργασίας των καπνών. Αν συνεχιζόταν η κατάληψη των καπναποθηκών, η οικονομία και η κοινωνία της πόλης και της περιοχής θα δεχόταν μεγάλο πλήγμα.

“Όσο για τις απειλές της βίαιης έξωσης”, σημειώνει ο Κυριάκος Λυκουρίνος, “δεν ξέρουμε αν έγιναν πράξη. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αρκετές προσφυγικές οικογένειες συνέχισαν να μένουν σε καπναποθήκες και ότι πολλές καπναποθήκες, χρησιμοποιούνταν για προσωρινή στέγαση προσφύγων μέχρι και το 1926. Όπως μαθαίνουμε από τον Τύπο της εποχής, μόλις το Νοέμβριο του 1926 έγινε δυνατό οι πρόσφυγες να αποκτήσουν ‘κανονική’ στέγη”.

Αυτά όλα στο μακρινό 1922… Επιστρέφοντας στο σήμερα, τον επόμενο μήνα, οι πρόσφυγες από τη Συρία και το Αφγανιστάν που προσωρινά μετακινήθηκαν από την Καβάλα θα επιστρέψουν πίσω στις εγκαταστάσεις του πρώην στρατόπεδο Ασημακοπούλου, όμως αυτή τη φορά θα έχουν εξασφαλισμένη καλύτερη στέγαση αφού θα μπορούν να διαμένουν σε αυτόνομους χώρους ως οικογένειες βελτιώνοντας έτσι σημαντικά τη δύσκολη καθημερινότητά τους.

Πηγή: ΑΜΠΕ

Διαβάστε επίσης