Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Εστάθηκα για λίγο στης γριάς το λάκκο. Να πάρω μιαν ανάσα. Έτσι μου είπε. Μιαν ανάσα, μου είπε. Τί; Με ρωτάς κι εσύ τί είναι μια ανάσα; Μια ανάσα καμιάφορα, η ζωή ολόκληρη είναι. Κι εγώ έτσι τον ρώτηξα τότες, κι εκείνος έτσι τότες μ’ αποκρίθηκε. Μια ανάσα, η ζωή ολόκληρη καμιάφορα είναι. Έτσι μ’ αποκρίθηκε κι ύστερα έμεινε για λίγο σκεφτικός, σήκωσε τη ζουπανίκα του, σύντροφο προέκταση του χεριού του, στο περπάτημα βοηθό και αποκούμπι στο σταματημό, έδειξε στον ουρανό, κατά τη δύση μεριά, και συμπλήρωσε. Και ο πεθαμός. Κι αυτός. Μια ανάσα και ο πεθαμός είναι. Η τελευταία. Και, ή φουσκώνουν τα πλεμόνια σου, μένει μέσα σου τούτη η ανάσα που όλης σου της ζωής η ζήση είναι, και μαζί της κουβαλάς εκεί αψηλά τον κόσμο σου, τις μυρωδιές του, και τις ανασαιμιές των αγαπημένων σου που ζούσαν γύρω σου, ή αδειάζουν τα πλεμόνια σου κι αφήνεις πίσω σου μαζί με τη πνοή όλα αυτά που σου κατέτρωγαν τα σωθικά. Μαζί και το άδικο. Γιατί, να το ξεύρεις, και έτσι λέω εγώ, όσοι πεθαίνουν με μιαν τελευταία ανάσα και την κρατούν μέσα τους είχαν καλή κι ευτυχισμένη ζωή, μα όσοι κλείνουν τα μάτια τους, με στεναγμό και κάπως ξεφυσούν, αφήνουν πίσω τους πόνο, πόνο, και του θανάτου τους το άδικο. Μνήμη και τιμωρία για τους ζωντανούς που δεν τους ελογάριασαν σα ζούσαν. Δεν τους άκουσαν σαν έπρεπε στη δύσκολη στιγμή τους, δεν είδαν τη ψυχή τους. Τους μιλούσε η καρδιά τους όσο αυτή εχτυπούσε, και τούτοι έκλειναν, τα αυτιά τους. Έτσι είναι. Στο λέω εγώ.
Δεν είναι κουβέντες λογικές αυτές που λες γέρο, του είπα. Είναι και παραείναι, μ’ απαντά. Ανάσανα τη τελευταία της πνοή και τώρα τυραννιούμαι. Και έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί το άδικο εγώ το είχα. Το τζγιέρι μ’ ήταν κι ούτε που τη ελογάριασα. Λες και ψυχή δεν είχε. Και πήρε το δηλητήργιο. Νάθεμά με.
Μου δείχνει με τη ζουπανίκα προς το βουνό. Το βλέπεις, το διακρίνεις το μονοπάτι. Γεμάτο πέτρα. Κάποτε στα παλιά χρόνια ήταν πελεκητή εμορφοστρωμένη η πέτρα. Με το καιρό, με τα χιόνια τις βροχές και τη μανία της παλιοκαιριάς, εχάλασε το καλντερίμι, κι άλλες πέτρες εξεστράτισαν κι άλλες έλιωσαν από των ανθρώπων και των ζώων τα ποδάρια, στράβωσαν και γλιστρούν. Λιώνουν κι οι πέτρες γέρο; Λιώνουν, ναι λιώνουν, αργούν, μα λιώνουν. Οι πέτρες όμως δεν πονούν παλικάρι μ. Αλλά οι ψυχές παλικάρι μ…αχ οι ψυχές…. τούτες παλικάρι μ λιώνουν σιγά σιγά και με πόνο πολύ….
Πήρε μια ανάσα και ξανασήκωσε τη ζουπανίκα. Εκεί, εκεί στο μέσον του μονοπατιού είναι της γριάς ο λάκκος. Αντιλαλεί η φωνή σα φωνάς εκεί ψηλά. Εεεεεε γριάαααα, φωνάς, και σ’ απαντά εκείνη…. γριάααα… γριάααα….γριάααα ….γριάααα…κι ύστερα σιγά σιγά σβήνει η αντηχειά.
Εκεί εστάθηκα κι εγώ, σαράντα μέρες μετά. Σα πήρα το μονοπάτι για της Παναγιάς το Μοναστήρι. Παραμονή της Κοίμησης. Εστάθηκα, εφώναξα με δυνατή φωνή το όνομά της στης γριάς το λάκκο, μ’ απόκριση δεν επήρα. Ξαναεφώναξα με δυνατότερη φωνή. Βασιλική, εεεεε Βασιλικήηηη. Τίποτες. Καμιά απόκριση.
Εθυμήθηκα μοναχά που σαν ήτανε μικρή δω επάνω και εκείνη, τότες που τραβούσαμε με τα τσόλια μας και τα φαγιά μας παραμονή της Παναγιάς για το μοναστήρι όπως τόχαμε συνήθειο, εθυμήθηκα που φώναζε, εεεεεε πατέρα, πατέραααα κι ανταπαντούσε η γριά.
Πατέραααα…. πατέραααα…. πατέραααα….κι έσβηνε ύστερα σιγά σιγά η φωνή.
Χαμογελούσε εκείνη τότες γεμάτη ευτυχία….
Παραμονή της Παναγιάς κίνησα να πάω στο μοναστήρι. Σαράντα μέρες μετά. Το πενήντα επτά.
Στάθηκα να πάρω μιαν ανάσα….
Την επαρακάλεσα. Την επαρακάλεσα τη Παναγιά να είναι η τελευταία μου, μα σα βλέπεις, σα βλέπεις είμαι ακόμα εδώ ο διάβολος και ανασαίνω…
Τριάντα χρόνια ανασαίνω την τελευταία της πνοή….
Βάσανο παλικάρι μ’. Ακούς. Καημός μεγάλος. Τίναξε απότομα τη ζουπανίκα προς τα πάνω και άρχισε να τη πηγαίνει πέρα δώθε, πάνω κάτω. Με δύναμη. Σαν να έδερνε κάποιον, κάτι. Ποιόν; Τί; Σφυροκοπούσε τον αέρα. Έχεις ακούσει το σύριγμα του αέρα σαν τον σκίζει ο πόνος; Ουρλιαχτό. Έτσι ακούγονταν. Τον κοίταξα στα μάτια. Θόλωσαν πιότερο τα γερασμένα τσακίρικα θαμπά του μάτια…σχώρα με Βασιλική μ’, ψιθύρισε.
Ύστερα, σώπασε. Πέρασαν έτσι μερικές στιγμές. Άντε τώρα, τράβα τώρα στη δλειά σ, με είπε.
Ύστερα από λίγο καιρό, ύστερα από λίγες μετρημένες πια ανάσες, πήρε την τελευταία του σφίγγοντας τα χείλη του μέχρι που τα μάτωσε, κι έφυγε. Πήγε να τη βρει. Θα τον συγχώρεσε άραγε;
Και τώρα τί; Με ρωτάς κι εσύ τώρα, τί είναι μια ανάσα; Κατάλαβες τώρα τί είναι μια ανάσα;
Κατάλαβες;
Του Αύγουστου….Μια παραμονή της Παναγιάς της μάνας…