Dark Mode Light Mode

Η Γειτονιά μου, ο Παράδεισός μου: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Τα Αμάραντα Λουλούδια της Γειτονιάς μου άνθισαν σε μια γωνιά του κόσμου που για μένα ήταν ο Παράδεισός μου. Ήταν η πιο όμορφη γειτονιά του κόσμου αυτή που μου έτυχε εμένα. Τα πέτρινα, κεραμοσκέπαστα σπίτια της ήταν χτισμένα αμφιθεατρικά, με κατεύθυνση προς τον Νοτιά. Η γειτονιά μου βρεχόταν από θάλασσα και περιβάλλονταν από μια δαντελένια πετρώδη ακτή με πολλές κολπώσεις.

Η εικόνα της στην σελίδα 118 του βιβλίου. Τον περισσότερο χρόνο, εμείς τα παιδιά, μέχρι τα δώδεκα μας χρόνια, τον περνούσαμε σ’ αυτές τις δαντελένιες ακτές από τις αρχές του Μάρτη μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη.

Μέρες μαγικές και ονειρεμένες, που έμειναν στην μνήμη μου και με συντροφεύουν. Στην εικόνα όπως τη βλέπουμε στο βιβλίο, φαίνονται τα σκαλάκια της οδού Νοταρά. Από εκεί κατεβαίναμε στη θάλασσα και πρώτη μας κατεύθυνση να πάμε δυτικά στο Βαθάκι.

Εκεί, στις θαλάσσιες τρύπες του, ξετρυπώναμε τα καβούρια και από τις παράλληλες και ίσες πλάκες του, τις πεταλίδες και τους αυγομένους αχινούς. Τα βάζαμε στο δίχτυ μας.

Τις προμήθειες αυτές τις κουβαλούσε πάντα ο Κώστας: αυτός ήξερε, οι άλλοι αγκυλωνόμασταν από τα αγκάθια των αχινών. Μ’ αυτές προχωρούσαμε δυτικότερα και καταλήγαμε στην πλάκα.

Από εκεί βγάζαμε τα πιο μεγάλα και τα πιο νόστιμα μύδια, τα πιο γλυκά. Όλα αυτά τα αποθηκεύαμε στην υποθαλάσσια αποθήκη μας και προχωρούσαμε δυτικότερα. Με είκοσι απλωτές βρισκόμασταν στη φωλιά της Φώκιας.

Από εκεί, από τα βαθειά, βγάζαμε τις φούσκες: ήταν το επιδορπίου μας. Τελευταία, μετά το δυστύχημα του Χριστόφορου δεν πηγαίναμε προς το Ντίπ για τις βουτιές που κάναμε από τον δεκάμετρο βράχο.

Ο Χριστόφορος ήταν ένας από μας. Έχασε την ζωή του από την αγάπη του για τα περιστέρια. Είχε τα καλύτερα της γειτονίας και τα πιο όμορφα, γιατί τα έκανε από άγριες φυλές.

Σκοτώθηκε επειδή ανέβηκε στις απόκρημνες φωλιές των άγριων περιστεριών να τους πάρει τα αυγά. Δεν αντέχαμε να ξαναδούμε την πλάκα, επάνω στην οποία τον είδαμε για τελευταία φορά, έχοντας στην αγκαλιά του τα αυγά προφυλαγμένα από τα χέρια του για να μη σπάσουν, τα αυγά των άγριων περιστεριών που είχε μαζέψει, εκείνος σκοτώθηκε και ο μαύρος λεκές εκεί που ήταν ακουμπισμένο το κεφάλι του ήταν εκεί και μας τον υπενθύμιζε.

Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και μας κοίταζε και στα χείλη του είχε χαραχθεί ένα χαμόγελο. Δεν πηγαίναμε από τότε δυτικότερα, γυρνούσαμε στην Πλάκα, που ήταν η βάση μας.

Από εκεί ένα τσούρμο δέκα δεκαπέντε πιτσιρικάδες πηδούσαμε όλοι μαζί στην θάλασσα, άλλος με τα πόδια, άλλος με τον ποπό, άλλος με την πλάτη, δημιουργώντας έναν πανζουρλισμό και ανοιγόμασταν μέσα στη θάλασσα, εκεί που ήταν οι γλάροι και τα αλλά θαλασσοπούλια, εκεί που ήταν η ελεύτερη ζωή.

Η πρώτη στάση ήταν εκεί από όπου βλέπαμε την συνοικία της Παναγίας μέχρι εκεί έφταναν τα μικρά μας των πέντε και έξη χρόνων. Μετά, δεύτερη στάση ήταν όταν εμφανίζονταν στο βάθος οι καμάρες, άλλη στάση όταν συναντούσαμε το Σανατόριο στη ματιά μας και τελευταία των δωδεκάριδων ο Άγιος Σίλας.

Τα μήκη της απόστασης κάθε στάσης ήταν περίπου από 200 μέτρα η πρώτη μέχρι το 1,5 χιλιόμετρο η τελευταία. Δυο φορές από ότι θυμάμαι ήρθε και μας βρήκε το Λιμεναρχείο και μας γύρισε πίσω.

Εμείς γυρνούσαμε πίσω, όχι τόσο από κούραση αλλά από το κρύο. Τουρτουρίζοντας, ψάχναμε να βρούμε τις μαύρες τις ζεστές πλάκες για να ξαπλώσουμε τα παγωμένα κορμιά μας.

Οι άλλοι, αυτοί που βγήκαν πρώτοι, ήδη είχαν ετοιμάσει το γεύμα μας. Με ξερόχορτα άναψαν φωτιά, έβαλαν επάνω στη λαμαρίνα την πραμάτεια μας: από τα μύδια τις πεταλίδες, τις πορφύρες και τα καβούρια και μας μεθούσαν οι μυρωδιές από την πυρωμένη λαμαρίνα μας.

Άρχιζε το γλέντι με την σειρά και δίκαια! Ρουφούσαμε με υπέρτατη ευχαρίστηση το μισανοιγμένο μύδι και ευφραινόμασταν, τη ξεπεταγμένη από το κέλυφός της πεταλίδα την αφήναμε για τους μικρούς, την προτιμούσαν, δεν άντεχαν τα χείλη του την κάψα του μυδιού.

Εκείνο που ήταν η τέλεια γευστική απόλαυση ήταν το κριτσάνισμα με τα καλοψημένα καβουροπόδαρα, θεία και αξέχαστη γεύση. Είχαμε και το σαλατικό μας, η άγρια ρόκα και η αγριορεπανίδα που μάζευαν τα μικρά μας από το αντέρεισμα της Πλάκας.

Έτσι περνούσαμε την ημέρα μας και το βραδάκι στα σκαλάκια της Νοταρά. που συναντούσε τη Δεληγιάννη, μαζεύονταν οι απόμαχοι του καθημερινού αγώνα για την επιβίωση.

Ήταν μια άλλη εποχή, που δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Δεν υπήρχε τηλεόραση και συσκευή ραδιοφώνου: είχε μόνο στο σπίτι του Αμπάκη με εκπομπές της ΥΕΝΕΔ.

Όταν είχε τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού το έβαζε στη διαπασών και μαζεύονταν από κάτω από τα παράθυρά του κόσμος πολύς, μήπως και ακούσουν κάποια πληροφορία για τα χαμένα μέλη των οικογενειών τους.

Τέσσερα χαμένα αδέλφια είχε η μητέρα μου από εκείνη την καταστροφή, που διάλυσε μια οικογένεια πενήντα και πάνω μελών. Έπρεπε να παρακολουθώ μαζί της εκείνες τις εκπομπές.

Έβλεπα στην αρχή τη αγωνία και την λαχτάρα της ελπίδας που είχε στην ψυχή της. «Άκου Σοφία είπε είναι η δικιά μας; Πρόσεχε!». Το “όχι” μου και το τέλος της εκπομπής την έφερνε την απογοήτευση τον κρυφό πόνο.

Εκεί λοιπόν, στα σκαλάκια της γειτονιάς μου τα βραδάκια μαζεύονταν η εργατιά και έλεγαν τα βάσανα της ημέρας τους κατατρεγμούς και την απαξίωση, ξεχείλιζε ο πόνος. Έρχονταν στο νου τους τα καλά που άφησαν από τις πατρίδες που τους ξερίζωσαν.

Έλεγε την ιστορία του ο καθένας και έβγαινε από τη ψυχή του όλος ο πόνος που τον έπνιγε με ένα βαθύ αναστεναγμό ένα «αχ» ψυχής… Η νοσταλγία έφερνε στα χείλη τους τα μακρόσυρτα τραγούδια της γης που τους γέννησε και γίνονταν κοινά και τραγουδιόνταν ομαδικά από όλους.

Πολλές φορές αυτοί από το Αϊβαλή και τα Μοσχονήσια που δεν ήταν λίγοι, μερακλώνονταν περισσότερο και άρχιζαν το χορό του ενός με τον εαυτό του, τον ζεμπέκικο. Έτσι εκφράζονταν αυτοί και τους έβλεπες να απλώνουν τα χέρια στο πλάι να σηκώνουν το κεφάλι ψηλά, να ορμούν στον ουρανό και να πέφτουν κάτω με τα πόδια. τα γόνατα. τα πλευρά.

Δεν πονούσαν, εξαϋλώνονταν, γίνονταν ρυθμός. Εμείς οι πιτσιρικάδες από τα άνω διαζώματα της σκάλας εκστασιασμένοι βλέπαμε, ακούγαμε και καταγράψαμε στη μνήμη μας ιστορίες και παθήματα εκείνων των ανθρώπων, ήταν τα Λουλούδια μας που έγιναν Αμάραντα στη δική μου ψυχή και τα κουβαλούσα και με βασάνιζαν.

Τα έβαλα μέσα στο βιβλίο αυτό, τα ξεφορτώθηκα, απαλλάχτηκα γλύτωσα. Ξεπλήρωσα την οφειλή μου με το σημερινό τους μνημόσυνο. Θα πρέπει να τονίσω ακόμη ότι εκείνοι οι πιτσιρικάδες και οι άλλοι που ακολούθησαν -και ακολουθούν- ήμασταν η συνέχεια εκείνων των προσφύγων και γίναμε οι επιστήμονες, οι έμποροι, οι επιχειρηματίες, οι τεχνίτες, που χτίσαμε την πόλη μας. που οικοδομήσαμε την Ελλάδα μας και συνεχίζουν αυτοί που έρχονται από εκείνη τη γενιά των κατατρεγμένων προσφύγων.

Σας ευχαριστώ πολύ και ιδιαίτερα ευχαριστώ την κυρία Ακοκαλίδου και τον αγαπητό μου φίλο Δημήτρη Εμμανουηλίδη -που είχαν την καλοσύνη να προλογίσουν το βιβλίο μου- για τα τόσο καλά τους λόγια.

Σε όλους εσάς που ήρθατε σήμερα εδώ και με τιμάτε ιδιαίτερα να με την παρουσία σας, σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδίας μου, μου δώσατε την υπέρτατη χαρά. Να είστε όλοι καλά.

Παναγιώτης Φώτου

Προηγούμενο άρθρο

Πρόσκληση σε ημερίδα Μελισσοκομίας στην Καβάλα

Επόμενο άρθρο

Ελευθέριος Βενιζέλος: Ο ηγέτης που σφράγισε την ιστορία της Ελλάδας