• 24 Απριλίου 2024,

Η Γεύση….της Γεύσης

 Η Γεύση….της Γεύσης

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Τα βλέφαρά μου δεν έχουν κλείσει εντελώς. Μια ανεπαίσθητη χαραμάδα ανάμεσα στα ματοτσίνορά μου που κανένας δεν την πρόσεξε, με κρατά ακόμα στον κόσμο των ζωντανών. Για την ακρίβεια, των τάχατες – λέω τώρα εγώ – ζωντανών. Ακόμα δεν το συνειδητοποίησα. Ήταν τόσο απρόσμενο αυτό, αυτό που άπαξ μονάχα στη ζωή μας συμβαίνει, αυτό, που οριστικό και αμετάκλητο είναι, αλλά που για μένα ήταν γεμάτο άμετρη γλύκα κι ευτυχία, καθώς με πέτυχε ακριβώς πάνω στη μέγιστη των ηδονών του ευτελούς τούτου κόσμου. Μόλις χτες ήμουν στην αγκαλιά τής Γεύσης και τώρα μέσα στη νεκρόκασα δίχως ανάσα, ακίνητος και με σταυρωμένα τα χέρια. Δίπλα στο κεφάλι μου, καθισμένη πάνω στη ντιβανοκασέλα, η Φρόσω, η γυναίκα μου μουτσοκλαίει. Πίσω της ο Παύλος, ακουμπά το δεξί του χέρι στον ώμο της. Παρηγορητικά. Δήθεν. Για του κόσμου τα μάτια. Ήταν όμορφη γυναίκα η Φρόσω όταν την γνώρισα μικρή και άβγαλτη και τώρα στα τριάντα δύο της ακόμη ομορφότερη, μεστωμένη και ζουμερή.

Μα η Γεύση! Η Γεύση… .

 

Η Φρόσω ήταν που μου έκλεισε χτες τ’ απόγευμα τα μάτια ή εν πάσει περιπτώσει που προσπάθησε να μου τα κλείσει πιέζοντάς τα θαρρείς με μίσος. Πριν καν φύγω. Πριν να πάρω την τελευταία μου ανάσα έβαλε το χέρι της στα μάτια μου. Μα εγώ, εγώ κατάφερα και ρούφηξα λίγη ζωή ακόμα και κράτησα μισάνοιχτα τα μάτια. Ύστερα άρχισαν να χαμηλώνουν σιγά σιγά κι απόμεινε η χαραμάδα.

Ούτε που με νοιάζουν όμως εμένα αυτά…..όλη η σκέψη μου εμένα στη Γεύση.

Η Γεύση… αχ η Γεύση…ο έρωτάς μου…ο λυσιμελής άκρατος πόθος μου…

Πάει χρόνος τώρα που γεύομαι την τάρτα λεμονιού της Γεύσης κι οσμίζομαι του κορμιού της τα αρώματα. Υγρές γευστικές εκτινάξεις κι οσφρητικά πυροτεχνήματα με στέλνουν στα ουράνια κάθε που κολλάνε τα κορμιά μας κι αφήνονται στη πάλη την αρχέγονη.

Στα ουράνια!

Χτες ήταν. Χτες πρωί πρωί που μ’ έπιασε το ντελίριο. Στο κρησφύγετό μας – εν πλήρη παρανομία -, στο hotel “Γη του Απόλλωνα” in the “Bay Room” έσβηνα τον άσβεστο τον πόθο μου, όταν με χτύπησε πόνος οξύς στο στήθος, πάνω ακριβώς στην έκρηξη. Φωτιά και λάβα.

Έπεσα στο πλάι.

“Γεύση σβήνω“.

“Αγάπη μου!”…..εκείνη.

“Γεύση πεθαίνω”.

“Κι εγώ έρωτά μου”.

Γεύση η καρδιά μου”.

“Και η δική μου μωρό μου”.

Ως ότου να καταλάβει η Γεύση τι συμβαίνει καθότι δεν είναι κι από τα πρώτα μυαλά εν αντιθέσει με την ομορφιά της και τα θέλγητρά της, εγώ άρχισα να βλέπω Θεϊκά οράματα.

Κι αυτό ήταν. Άκουσα σειρήνες και φωνές και ποδοβολητά. Άνοιγαν πόρτες κι έκλειναν καθώς τις χτυπούσε το φορείο. Τον καρδιακό μου φίλο τον Παύλο τον καρδιολόγο είδα να σκύβει πάνω μου. Κι άλλους δίπλα του ασπροντυμένους είδα, με χέρια σαν χταπόδια που κρατούσαν μεταλλικές βεντούζες. Κι εγώ να τινάζομαι ψηλά κι ύστερα να πέφτω κάτω. Έβλεπα κι Αγγέλους με τα φτερά τους ανοιχτά να με αγγίζουν. Έτοιμοι για πτήση επουράνια.

“Γεύση μωρό μου, τελειώνω”.

Δεν μου απάντησε εκείνη.

 

Σε ένα δωμάτιο βρέθηκα αργότερα μονάχος. Γύρω μου μηχανήματα. Δεν μπορούσα να μιλήσω, να κουνηθώ ήταν αδύνατο. Ώρα πολλή. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα. Ύστερα άκουσα κάποιους να μιλούν ψιθυριστά. Ήταν ο Παύλος και η Φρόσω. Σιγομιλούσαν.

Ήταν στο όνειρό μου; Ήταν στα ζωντανά μου;

Άνοιξα τα μάτια μου. Αυτοί ήταν. Εκείνος με ένα μικρό φακό κοίταξε τις κόρες των ματιών μου.

“Είναι σε καταστολή”, είπε.

“Καταλαβαίνει τίποτα ο μαλάκας;” ρώτησε εκείνη.

Άκου ο μαλάκας!

Ο Παύλος δεν απάντησε παρά πήρε μια γεμάτη σύριγγα και την κάρφωσε στο σακουλάκι με τον όρο που κρέμονταν από πάνω μου. Λίγο αργότερα είδα τους Αγγέλους να κουνούν τα φτερά τους. Ανάμεσά τους και ο δικός μου Άγγελος, η Γεύση μου. Ένας οξύς συνεχής ευθύς παρατεταμένος μεταλλικός ήχος ακούστηκε. Είδα το Παύλο να αγκαλιάζει παρηγορητικά την γυναίκα μου. Εκείνη έσκυψε και με το χέρι της μου έκλεισε τα μάτια. Απόμεινε όμως, η χαραμάδα.

Από αυτή τη χαραμάδα, λίγο πριν ένα από τα κοράκια μου σκεπάσει με το νεκροσέντονο το πρόσωπό μου, είδα το χέρι του Παύλου να χαϊδολογά τους τροφαντούς γεμάτους σφριγηλότητα γλουτούς της Φρόσως.

Μου φάνηκε ότι άκουσα και κάποια πνιχτά γελάκια ανάμεσα στους διαδοχικούς ξερούς ήχους που έκανε το χώμα καθώς έπεφτε πάνω στην κάσα μου, μα καθόλου δεν με ένοιαξε…

 

Γεύση μου….μωρό μου….θα σε περιμένω….μαζί σου και στη κόλαση… .

*****

Εν μέσω quadraginta και βάλε!

Διαβάστε επίσης