• 8 Μαΐου 2024,

Η μπουγάδα: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

 Η μπουγάδα: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Αναπάντεχα σήμερα μας χάλασε το πλυντήριο. Έγινε ένας μικρός χαμός στο σπίτι! Ψάχναμε για τεχνίτη αλλά όπου και αν αποτανθήκαμε δεν βρήκαμε διαθέσιμο για άμεση τακτοποίηση.

Ο τεχνίτης που μας εξυπηρετεί έλειπε και η απουσία του θα κρατούσε. Τη θεραπεία της βλάβης θα έπρεπε να την περιμένουμε μετά από δύο μέρες, μας ενημέρωσε τηλεφωνικά. Ψάχναμε για αντικαταστάτη αλλά μάταια.

Όπου και αν ψάξαμε, βρήκαμε άρνηση λόγω αναλυμένων υποχρεώσεων των Ειδημόνων. Στη μνήμη μου ξύπνησε μια άλλη εποχή, η εποχή που τα ευεργετικά αυτά μηχανήματα δεν υπήρχαν ακόμη, τουλάχιστον στα φτωχά νοικοκυριά της γειτονιάς μου.

Προσπάθειες, στο απώτερο παρελθόν γίνανε πολλές, για να εφευρεθούν τέτοια μηχανήματα που θα απάλλασσαν κυρίως τις γυναίκες απ την βασανιστική αυτή, απαραίτητη όμως εργασία. Ηλεκτρικό όμως πλυντήριο σχεδόν της ίδιας τεχνικής μορφής σαν τα σημερινά, παρουσίασε για πρώτη φορά η Γερμανική SIEMΕNS το 1928.

Είναι λογικό λοιπόν αυτή η σπουδαία συσκευή, στις αρχές του 1950 που αναφέρομαι παρακάτω, δεδομένων των συνθηκών και των γεγονότων που ακολούθησαν, να είναι άγνωστη στη χώρα μας.

Η μπουγάδα εκείνη την εποχή στην φτωχική γειτονιά μου με τη λειψυδρία που μας ταλάνιζε τότε ήταν ένα μαρτύριο. Για τον λόγο αυτόν οι οικογένειες που έμεναν στο ίδιο διαμέρισμα ή αυλίζονταν από την ίδια εξώπορτα των προσφυγικών διαμερισμάτων, συνεργάζονταν για να μοιραστούν τις κοπιώδεις προεργασίες που έπρεπε να γίνουν για να μπορέσει να γίνει η «Πλύση».

Ο χώρος πού στήνονταν οι πυροστιές, οι σκάφες και τα καζάνια ήταν ο κοινόχρηστος κοντά στην εξώπορτα συνήθως. Η ημέρα της μπουγάδας ήταν πάντα απόγευμα Σαββάτου μετά το σκόλασμα από το καπνομάγαζο.

Τελείωνε την Κυριακή το μεσημέρι περίπου. Ολόκληρη την εβδομάδα που ακολουθούσε οι ελάχιστες στιγμές σχόλης ξοδεύονταν στο σιδέρωμα των πλυμένων. Οι άλλες μέρες της εβδομάδας ήταν για το μεροκάματο και ο αγώνας για τον επιούσιο τον οποίο εμάς μας τον έδινε ελλειμματικό όσα Πάτερ Ημών και αν λέγαμε.

Η μητέρα μου συνεργάζονταν για την μπουγάδα με την κυρία Αθήνα που κάθονταν στο ισόγειο. Χήρες και οι δύο και συναγωνίστριες στον αγώνα να αναστήσουν τα παιδιά τους. Δύσκολα εκείνα τα χρόνια των πολέμων, της κατοχής, του εμφυλίου, για δυο γυναίκες απροστάτευτες.

Ένωσαν όμως τις δυνάμεις τους ,μοιράστηκαν τη βουκιά τους και πορεύτηκαν και επιβίωσαν και πέτυχαν. Και στην μπουγάδα μαζί. Εμείς, η Ελευθερία και εγώ, οι πιο μικροί της κάθε φαμίλιας, είχαμε αναλάβει να κάνουμε όλες τις προεργασίες για την μεγάλη ημέρα της μπουγάδας που δεν ήταν και λίγες.

Πρώτο μέλημά μας ήταν να αποθηκεύσουμε το νερό. Με δεδομένο τον μικρό χρόνο ροής του δικτύου του νερού, στήναμε τους κουβάδες μας στην σειρά στη βρύση κατά τέτοιο τρόπο ώστε όταν γέμιζα εγώ η Ελευθερία μετέφερε τους κουβάδες μου να τους αδειάσει και να ξαναγυρίσει και εγώ κρατούσα τη δική της σειρά και έτσι κερδίζαμε χρόνο που μεταφράζονταν σε περισσότερους κουβάδες νερό.

Παρασκευή, τελευταία ημέρα που έτρεχε η Δημοτική βρύση και το μισό κυβικό που αποθηκεύσαμε ήταν αρκετό για τα δυο μας νοικοκυριά. Σαββάτο πρωί, πρωί καπαρώναμε το μέρος που θα στεγνώναμε τα ρούχα.

Υπήρχαν και άλλες οικογένειες που έκαναν μπουγάδα εκείνη την ημέρα και έπρεπε να μαρκάρουμε τον χώρο μας. Συγκεκριμένα απλώναμε ένα σκοινί σαράντα περίπου μέτρων από τη μουριά της κυρά Ελένης της Μακρέσσας (το Μακρέσσα λόγω ύψους) μέχρι τη συκιά του κ. Αναστάση, στήναμε και δυο κοντάρια από κάτω για να αντέξει η απλώστρα μας το βάρος των πλυμένων.

Εγώ πήγαινα στο δασάκι της γειτονιάς μάζευα φρύγανα, πιτίκες και ξεροκλάδια, σ’ ένα τσουβάλι, από τα πεύκα για προσανάμματα. Τα ξύλα τα κουβαλούσε η Ελευθερία από τον κ. Αχιλλέα τον καρβουνιάρη.

Εκείνη κρατούσε το τεφτέρι με τα βερεσέ. Την φωτιά κάτω από την πυροστιά που ήταν το μεγάλο καζάνι την ανάβαμε την ορισμένη ώρα για να βρουν ζεστό νερό όταν θα άρχιζαν τον αγώνα με το πλύσιμο των ρούχων εναλλακτικά πότε στην μεγάλη ξύλινη σκάφη η μια και στην μεταλλική η άλλη.

Τα σκούρα τα άπλωνε η Ελευθερία με την βοήθειά μου και τα μαζεύαμε αν ο καιρός βοηθούσε λίγο πριν νυχτώσει. Για τα ασπρόρουχα υπήρχαν δυο πυροστιές που επάνω είχαν δύο καζάνια όπου στο καθένα βρίσκονταν τα ασπρόρουχα κάθε οικογένειας.

Αυτά θα έβραζαν όλη την νύχτα μέσα στο καυτό νερό για πλήρη απολύμανση με δύο πλάκες ασπροσάπουνο Μυτιλήνης. Η ευχάριστη μυρωδιά της καθαριότητας γέμιζε τη γειτονιά και την ένιωθες για πολλές μέρες, όταν τα ρούχα αυτά τα φορούσες μετά κατάσαρκα.

Εμείς όμως είχαμε και μια άλλη πυροστιά. Στην πυροστιά αυτή υπήρχε ένα μεγάλο χάλκινο, καλά κασσιτερωμένο καζάνι που μέσα έβραζε η προσφορά για τους ζωντανούς και τους πεθαμένους. Το περιεχόμενο στο καζάνι αυτό ήταν ότι μπορούσα να προσκομίσω από την βοήθεια που έδιναν πρώτα στους Σφάχτες στα Σφαγεία.

Η δουλειά που μπορούσα να προσφέρω στα δέκα μου χρόνια τότε ήταν να κρατώ το κρεμασμένο σφάγιο και να μη κουνιέται ώστε να μπορεί να δουλεύει με άνετα ο Σφάχτης. Για αμοιβή μου έδιναν τα πόδια των μεγάλων ζώων και την ουρά του, και κανέναν κοψίδι στα κρυφά.

Βοηθούσα ακόμη και τον άνθρωπο που έπαιρνε τις κοιλιές για τον πατσά. Ήταν μεγάλος στην ηλικία και δεν έμπαινε στην θάλασσα για να καθαρίσει το εμπόρευμα του. Την δουλειά αυτή την έκανα εγώ και η ανταμοιβή μου από αυτόν ήταν να μου γδάρει τα Βοδινά πόδια και τις ουρές που κέρδισα από την προηγούμενη εργασία μου και μερικά χοιρινά πόδια ακόμη για συμπλήρωμα.

Όλα αυτά μαζί και με μια αγκαλιά κόκαλα που έφερνε η κυρά Αθηνά από τον χασάπη της γειτονιάς, βρίσκονταν σε εκείνο το χάλκινο καζάνι και έβραζαν όλη την νύχτα. Πρωί, πρωί την άλλη μέρα, όταν πια ξεχώρισαν οι σάρκες από τα οστά μετά από το δωδεκάωρο βράσιμο, γίνονταν το καθάρισμα και το στράγγισμα.

Στον «Μέλανα ζωμό» που προέκυπτε, πρόσθεταν και το περιεχόμενο από το πάνινο σακούλι που έφερε από νωρίς χτες βράδυ η κυρά Ελένη η Μακρέσσα για να ολοκληρωθεί το γεύμα. Πραγματικά το πλιγούρι της κ. Ελένης απογείωνε την γεύση και ήταν η πρώτη που έπαιρνε το μερίδιο της.

Ακολουθούσε σχεδόν όλη η κάτω γειτονιά, όπου τουλάχιστον έφτανε το άρωμα του περιεχομένου του χάλκινου καζανιού. Ήξεραν ότι οι Χήρες είχαν κάνει πάλι τα ιδιότυπα κόλλυβα τους και έδιναν το «παρών», κρατώντας στο χέρι το σεφερτάσι τους.

Τώρα, για να δώσω στον αναγνώστη αυτών των γραμμών, να καταλάβει την νοστιμιά εκείνου του εδέσματος δεν βρήκα τα κατάλληλα λόγια, μπορώ μόνο να πω όμως ότι οι σιελογόνοι αδένες μου βρίσκονται σε υπερδιέγερση μόνο με εκείνη την ανάμνηση που έχει μείνει για πάντα στην μνήμη μου.

Ήταν πράγματι δύσκολα εκείνα τα χρόνια, υπήρχε όμως αλληλεγγύη, συναδέλφωση, εκτίμηση και σεβασμός των ανθρώπων μεταξύ τους που δυστυχώς σήμερα έχει χαθεί.

Παναγιώτης Φώτου

Διαβάστε επίσης