“…voglio che tu mi dica che la mia storia, che è diventata anche la tua, per cui la nostra storia, è la storia di questo paese…” Paolo Grugni
«… Θέλω να μου πεις πως η ιστορία μου, που έγινε επίσης και δική σου, οπότε η ιστορία μας, είναι η ιστορία αυτής της χώρας … »
Tο Κίνημα αμφισβήτησης του ’77 γίνεται σαράντα πέντε χρόνων. Είναι καιρός απολογισμών, προβληματισμών, στοχασμού και νέων συνειδητοποιήσεων. Σκεπτόμενοι εκ νέου γι’ αυτό, αρχής γενομένης από το σήμερα και από τα θέματα που το διέσχισαν προσφέρει μια ανάγνωση των σύγχρονων καιρών μη τετριμμένη. Πρόκειται για ένα ταξίδι μετ‘ επιστροφής μεταξύ εκείνου του παρελθόντος τόσο κοντινού που όμως δραματικά απομακρύνθηκε και ποινικοποιήθηκε, και ενός παρόντος που διασχίζεται από πολλά παραδείγματα και περιπτώσεις παρόμοιες με αυτές της εποχής εκείνης.
Γι‘ αυτό, δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή για τη νέα έκδοση του μυθιστορήματος του Paolo Grugni , «H ξινή μυρωδιά εκείνων των ημερών» (Laurana Εκδότης), γράφει η Pina Zechini.
Νουάρ μυθιστόρημα, που γεννήθηκε από την ικανότητα ενός από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς του είδους, μιλά για το κυνήγι σε ένα τρομοκράτη της φασιστικής ομάδας Νέα Τάξη, Ordine Nuovo, κυνήγι στο οποίο παρά την θέληση του, εμπλέκεται ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Alessandro Bellezza, o οποίoς εργάζεται συλλέγοντας τραυματισμένα ζώα τη νύχτα στο δρόμο Persicetana, τον δρόμο που συνδέει την Μπολόνια με ένα τμήμα της επαρχίας της.
Ο Αlessandro, παρά το γεγονός ότι συμπαθούσε την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, έχει αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική πάλη, αλλά θα συνεχίσει να συμμετέχει εξ αιτίας μιας σειράς γεγονότων, αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένων από τον συγγραφέα.
Η μυθιστορηματική ιστορία μας μεταφέρει στην καρδιά της ιταλικής κοινωνίας, που διασχίζεται από συγκεκριμένες καταστάσεις που απαιτούσαν μια αλλαγή: ο φεμινισμός και o αυτοπροσδιορισμός, oι παρουσίες των εργαζομένων, η απαίτηση για μια πραγματικά δημοκρατική εκπαίδευση. Ο πρωταγωνιστής μας παρασέρνει κυριολεκτικά μαζί του, στις σημαντικές στιγμές της διαμαρτυρίας του ’77, όταν οι φοιτητές διώχνουν από το Πανεπιστήμιο τον Luciano Λάμα και την Cgil του, το συνδικάτο του, και στο δρόμο και στους χώρους εργασίας όπου αμφισβητείται η πολιτική λιτότητας του κομουνιστικού κόμματος, το οποίο προτίμησε να συμμαχήσει με τους Χριστιανοδημοκράτες, αντί να ακούσει τα αιτήματα και τις ανάγκες για αλλαγή από τα κάτω.
O Paolo Grugni μας οδηγεί στους δρόμους της Bologna και της Ιταλίας, μέσα από την φωνή του Radio Alice η οποία διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα και που υφαίνει και ξαναυφαίνει την πλοκή και δρα ως συγκολλητικό στοιχείο ιστορικό και λογοτεχνικό.
Το μυθιστόρημα είναι ένα είδος χρονικού και χωρικού τηλεσκόπιου: τα γεγονότα της επαρχίας της Εμίλια λειτουργούν σαν καταπέλτης και μας ρίχνουν σε εκείνα τα χρόνια, όμορφα και τρομερά, στην διάρκεια των οποίων το Κράτος με τους μηχανισμούς του, απροκάλυπτους και συγκαλυμμένους, έκανε ότι μπορούσε, έκανε τα πάντα για να εμποδίσει οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπούσε στην αλλαγή. Χρόνια νεο-φασιστικών επιθέσεων, βομβών, μασονικών στοών, της στρατηγικής της έντασης. Το Κίνημα του ’77 ήταν μια απειλή για αυτό πλαίσιο αρμοδιοτήτων, γι αυτή την εικόνα των εξουσιών, επειδή, όπως ισχυρίζεται ο Roberto Pedretti στην τελική του ανάλυση που κλείνει την έκδοση του μυθιστορήματος, αυτό το κίνημα αποδιοργάνωνε και συνέθλιβε τα θέματα, τα ζητήματα του καπιταλιστικού μετασχηματισμού και πρότεινε νέους τρόπους άσκησης πολιτικής.
Την 12 Μάρτη 1977 η Radio Alice, τύμπανο του Κινήματος υφίσταται την εισβολή της αστυνομίας και τα μικρόφωνα της απενεργοποιούνται για πάντα. Την προηγούμενη ημέρα, στους δρόμους της Μπολόνια, ο φοιτητής Francesco LORUSSO είχε σκοτωθεί από έναν καραμπινιέρο κατά τη διάρκεια διαδήλωσης. Η πόλη θα στρατιωτικοποιηθεί και καταλαμβάνεται από τα τεθωρακισμένα που στάλθηκαν από την Χριστιανοδημοκρατία με την έγκριση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Μετά τίποτα δεν θα είναι όπως πριν και εκείνη η εκπληκτική ενέργεια διασπάρθηκε από πυροβολισμούς διαταγμάτων κατά ριπάς. Ο Alessandro, ο κύριος χαρακτήρας, συμμετέχει και παρακολουθεί ανήμπορος σε αυτά τα γεγονότα, βλέπει τον Francesco να σωριάζεται χάμω κάτω από την στοά της οδού Mascarella και «διαβάζει» τα σημάδια αυτού που θα είχε επακολουθήσει στο πολιτικό και κοινωνικό μέλλον της Χώρας μας.
Η συναρπαστική περιπετειώδης πλοκή παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον οδηγεί με κομμένη την ανάσα μέχρι την τελευταία σελίδα, ωστόσο, αφήνοντας μια πικρή γεύση στο στόμα, ή όπως υποδηλώνει ο τίτλος, την ξινή μυρωδιά των δακρυγόνων μέσα στα ρουθούνια, μια μυρωδιά που λάμπει μέσα από κάθε σελίδα. Λίγοι συγγραφείς είναι σε θέση να πλέξουν τα νήματα και να μας δώσουν ένα έργο που, αν και με τη μορφή μυθιστορήματος, μας προσφέρει μια δυναμική ανάγνωση των γεγονότων.
Βέβαια σήμερα δεν υπάρχει ένα κίνημα τόσο ισχυρό και συνεκτικό, ωστόσο, όταν οι φοιτητές προσπαθούν να επανακτήσουν την κατοχή των χώρων, τρομάζουν, προκαλούν τον φόβο και βρίσκουν τα ίδια εμπόδια, πέφτουν επάνω και ενάντια στις ίδιες αρχές και στα ίδια ραβδιά, ρόπαλα. Διαδοχικές γενιές, αλλά το κράτος δεν αλλάζει τις κατασταλτικές μεθόδους του.
«Kαθαρίστε τους δρόμους από τα όνειρα» τραγουδούσε ο Claudio Lolli, ο οποίος ενέπνευσε και τον τίτλο του μυθιστορήματος, ήταν αδύνατο για το Κίνημα να αγωνιστεί ενάντια σε τόσους πολλούς και τέτοιους εχθρούς και πολλές ενέργειες διασκορπίστηκαν ή ακολούθησαν άλλους δρόμους.
Αλλά στις 11 Μαρτίου κάθε έτους, οι ιδέες του Francesco επιστρέφουν στους δρόμους, τρέχουν σε άλλες εκβολές, διασχίζουν άλλες γενιές, σαράντα χρόνια έχουν περάσει, και όμως δεν φαίνεται γερασμένες.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org