Κλέφτη ουρανέ

 Κλέφτη ουρανέ

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Την είδε να βγάζει τα γυαλιά ηλίου από τα μάτια της και να στέκεται μπροστά σε κείνη την κολώνα κοιτώντας προς αυτήν.
Μια κολώνα της ΔΕΗ ήταν, και πάνω της καρφιτσωμένα είχε πολλά χαρτιά. “Ενοικιάζεται”, “πωλείται”, “μερεμέτια ο Παύλος”, έγραφαν τα χαρτιά. Κι άλλα πολλά χαρτιά είχε που ενημέρωναν για διάφορα πράγματα τους γείτονες και τους περαστικούς.
Σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Ολόκληρη ζωή, με λίγες λέξεις τυπωμένες με μαύρα γράμματα πάνω στο καρφωμένο στην κολώνα της ΔΕΗ, χαρτί.
Λίγο πιο πέρα ήταν, στον δρόμο που ήταν και το σπίτι του. Εκεί ήταν η κολώνα, εκεί στεκόταν κι αυτή και κοιτούσε το καρφιτσωμένο αγγελτήριο. Το τελευταίο.
“Τον αγαπημένο μας….”

Ήθελε λίγο να περπατήσει, του είπε αργότερα όταν πήγε κι αυτός στο σπίτι της, γι αυτό πάρκαρε το αυτοκίνητό της στον αποκάτω δρόμο, στον δρόμο που βρίσκονταν το σπίτι του. Με τα πόδια ήθελε να πάει στο πατρικό της.
Ειρωνία.
Το πατρικό της.
Έτσι χαρακτηρίζονται τα σπίτια των γονιών ακόμα κι όταν αυτοί….

Στην ανηφορική μεριά αυτού του δρόμου, αρκετά χρόνια πριν, υπήρχε ένα μεγάλο ανηφορικό – όπως το έβλεπε αυτός από την μεριά τού σπιτιού του – οικόπεδο, χωρίς περίφραξη και γεμάτο βράχια και πουρνάρια.
Ψηλά πάνω από το οικόπεδο αυτό ήταν το πατρικό της, και πάνω από το πατρικό της ο άλλος δρόμος, παράλληλος προς τον δικό του. Ανάμεσα από τα βράχια και τα πουρνάρια, είχε σιγά σιγά χαραχθεί από τους λίγους κατοίκους της περιοχής, ένα μικρό απότομο μονοπάτι που κατέβαζε από τον πάνω στον κάτω δρόμο πιο σύντομα, όπου εκεί ήταν η στάση του αστικού λεωφορείου και μια παιδική χαρά.

Την είδε να στέκει εκεί και να
κοιτά το χαρτί που ήταν κολλημένο στην κολώνα. Έμεινε αρκετή ώρα ακίνητη, μετά άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε ένα μαντήλι. Σκούπισε τα μάτια της, ξαναφόρεσε τα γυαλιά της και ξεκίνησε για το σπίτι της. Το οικόπεδο δεν υπήρχε πια ή μάλλον υπήρχε αλλά είχε γεμίσει σύγχρονες μεζονέτες. Το μονοπάτι χάθηκε. Θάφτηκε κάτω από το μπετόν όπως και τα  βράχια και τα πουρνάρια. Θα ανέβαινε στον πάνω δρόμο από τα σκαλιά που ήταν λίγο πιο πέρα. Πέρασε μπροστά από το σπίτι του, τον είδε και του χαμογέλασε. Αυτός της ανταπέδωσε το χαμόγελο κατέβηκε τα δύο σκαλάκια τής αυλής, άνοιξε το χαμηλό πορτάκι και βγήκε στο δρόμο. Την πλησίασε και της έπιασε το χέρι. Δεν της είπε απολύτως τίποτα, μόνο ένα ακόμα χαμόγελο αντάλλαξαν και κατάλαβαν. Έτσι έπρεπε. Καλύτερη είναι η σιωπή. Εξάλλου τι να της έλεγε. Η σιωπή τα λέει όλα σε τέτοιες στιγμές.
Άφησαν τα χέρια.
“Πήγαινε”, της είπε.
Εκείνη προχώρησε, έφτασε στα σκαλιά και πριν αρχίσει να ανεβαίνει γύρισε και τον είδε. “Θα σε δω;” τον ρώτησε χαμηλόφωνα με μια βραχνάδα στην φωνή της.
“Θα έρθω σε λίγο”, της είπε αυτός.

Το Αντιγονάκι, με το άσπρο φανελάκι της και το άσπρο της βρακάκι.Την είδε ξανά εκεί μπροστά του ζωντανά μετά από τόσα χρόνια να κατεβαίνει το απότομο μονοπάτι. Ήταν δεν ήταν τρία τότε που ξεπόρτισε. Μόλις την είχε κάνει μπάνιο η μητέρα της και ως που εκείνη να σημαζέψει και τακτοποιήσει, το Αντιγονάκι άνοιξε την πόρτα τής κάτω αυλής και πήρε δρόμο. Κατέβαινε τρέχοντας από το μονοπατάκι προς την παιδική χαρά με τις κούνιες. Κάπου στα χόρτα σκάλωσε το ποδαράκι της, έπεσε, γέμισε χώματα, έκλαψε για λίγο, σηκώθηκε και συνέχισε απτόητη προς τον στόχο της.

Και τώρα γυναίκα ώριμη και μικροκαμωμένη όπως πάντα ήταν. Και όμορφη, πολύ όμορφη. Έτσι ήταν πάντα, μικροκαμωμένη και όμορφη. Από τα γυμνασιακά της χρόνια έτσι την θυμάται. Αλλά και στο Λύκειο έτσι παρέμεινε.
Μετά έφυγε για σπουδές και άλλαξε τόπο. Χρόνια πολλά είχε να την δει.

Πάντα του χαμογελούσε όταν τον έβλεπε. Από μακριά ακόμα του χαμογελούσε.
Το ίδιο και τώρα.
Στην δύσκολη αυτή στιγμή τής ζωής της.

Την ξαναείδε με το άσπρο της φανελάκι και το άσπρο βρακάκι της να κατεβαίνει το απότομο κατηφορικό μονοπάτι,το γεμάτο βράχια και πουρνάρια.
“Πρόσεξε”, της φώναξε, “πρόσεχε θα πέσεις”.
Κι ακόμα άκουσε και τον πατέρα της: “Αντιγονάκι πρόσεχε κοριτσάκι μου”.
Μια φωνή σβησμένη που σιγά σιγά χανόταν, άκουσε.
Παραισθήσεις ή μαγική επιστροφή στον χρόνο πίσω;
Δεν έχει απάντηση.

Πόσα χρόνια πέρασαν.
Δέκα, είκοσι, τριάντα.
Άλλοι φεύγουν, άλλοι έχουν φύγει και κάποιοι μένουν πίσω. Άλλοι έρχονται, άλλοι θα έρθουν αργότερα.Τίποτα ίδιο δεν μένει.
Όλα γύρω μας αλλάζουν, αλλάζουμε κι εμείς μα είναι αλλαγές ανθρώπινες, μικρές.
Κι ολάκερο το σύμπαν αλλάζει, μα όμως εμείς ίδιο το βλέπουμε στον λίγο χρόνο που μας χάρισε η φύση.
Και ο ουρανός ίδιος μας φαίνεται, αλλά αν μια νύχτα αφέγγαρη μα αστροστολισμένη τον κοιτάξουμε και μετά κλείσουμε τα μάτια, τα κρατήσουμε για λίγο κλειστά και ύστερα τα ανοίξουμε και τον ξανακοιτάξουμε με προσοχή θα μπορέσουμε να διακρίνουμε μικρές αλλαγές στον κατάμαυρο θόλο του. Άλλες μας γεμίζουν με χαρά, κι άλλες μας δίνουν πόνο.

Ένα αστέρι χλωμό αγαπημένο για κείνη, λατρεμένο, που κάποτε της χάρισε την ζωή ανέβηκε στον ουρανό, κι ένα μικρό φωτεινό αστεράκι ξεκόλλησε από κει πάνω ψηλά και κατέβηκε στην γη.
Έτσι του είπε εκείνη καθώς έφευγε και του χαμογέλασε.

“Έχω ένα αστεράκι εδώ μέσα”, του είπε και του έδειξε κάτω από το στήθος της.

Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου της, γύρισε, του έριξε μια τελευταία ματιά, του χάρισε ένα χαμόγελο ακόμα, μπήκε μέσα, απομακρύνθηκε αργά και χάθηκε στη στροφή, στη στροφή του χρόνου που κυλά και μετρά τη ζωή μας..…

Διαβάστε επίσης