Γράφει η Λιάνα Κουτσογιαννάκη
Αγαπητό ημερολόγιο,
Σου έχω νέα. Ευχάριστα ή δυσάρεστα; Για να είμαι ειλικρινής αυτό δεν το γνωρίζω. Θα φανεί στην νεκροψία. Να εύχεσαι μόνο να μην έχουμε σημαντικές απώλειες μέχρι τότε. Γιατί όσα φέρνει ο κορονοϊός δεν τα φέρνει ο καιρός. Και εξηγούμαι ευθύς αμέσως.
Πριν λίγες εβδομάδες πήρα μία απόφαση. Το συζήτησα με τους γονείς, τους φίλους και τους συγγενείς. Άκουσα προγνωστικά και μπόλικα στατιστικά. Μου διάβασαν το φλιτζάνι, το γιαούρτι, το αριάνι. Ρώτησα γιατρούς και ψυχολόγους. Είδα ειδήσεις. Ξεπέρασα τις όποιες παρορμήσεις. Με πιάσανε και κάποιες τύψεις.
Ένα βράδυ, λοιπόν, κοιμήθηκα σκεπτόμενη το πρόβλημα. Το άλλο πρωί ξύπνησα με την λύση.
«Ένα χειμωνιάτικο πρωί
έφυγα απ’ το σπίτι σαν τρελή
ο αέρας μου τρυπούσε
το κορμί και μου ζητούσε
μια απόφαση ηρωική.»1
Και την πήρα την απόφαση. Αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα και η στιγμή… για την μεγάλη επιστροφή.
Και ποιος παρακαλώ θα με αδικήσει; Το πανεπιστήμιο ένα χρόνο ολόκληρο δεν λέει να ανοίξει. Η σχολή μου είναι θεωρητική. Σπουδάζω, βλέπεις, στην Νομική. Δεν είναι λοιπόν προτεραιότητα να ξαναλειτουργήσει. Όταν μάλιστα η χώρα βιώνει τέτοια κρίση! Τα μαθήματα θα συνεχιστούν διαδικτυακά. Συνεπώς, θα παρακολουθώ τις παραδόσεις από μακριά.
Πονάει, όμως, η ψυχή μου. Θα αφήσω την Κομοτηνή μου. Ομολογώ πως στην αρχή δεν ήθελα να πάω. Μα να που πια την αγαπάω.
Μου λείπουν οι φίλοι μου πολύ. Τα όνειρά μας μπήκαν σε αναστολή. Πέρυσι τέτοιο καιρό ήμουν σε πάρτι. Φέτος με τίλιο και κουβέρτα στο κρεβάτι.
Τα φοιτητικά μου χρόνια κοπήκαν στην μέση. Και αυτό καθόλου δεν μ’ αρέσει.
Δεν έχει όμως λογική να περιμένω μια ζωή. Ο κορονοϊός είναι μια πραγματικότητα. Μπήκε στην ζωή μας από την κερκόπορτα. Και έτσι ένα χρόνο τώρα δεν νοικιάζω σπίτι. Νοικιάζω «αποθήκη»! Για τα έπιπλα μου.
Σου ζητώ συγνώμη, αγαπητό ημερολόγιο, για την τόση γκρίνια. Κάποιες στιγμές, όμως, με πιάνει το παράπονο με τόση γκίνια.
Δεν ήθελα να έρθουν έτσι τα πράγματα. Αυτό είναι γεγονός.
Αλλά έτσι είναι η ζωή. Και το κατάλαβα νωρίς.
Γι’ αυτό και εγώ το πήρα απόφαση. Τα μαζεύω τα προικιά μου και γυρίζω στην μαμά μου.
«Στην κάμαρά μου την παιδική, μήπως βρω τον χρυσό πρίγκιπά μου, που τον εψάχνω εδώ και μια ζωή».2
Γυρίζω στην Καβάλα. Στην πόλη μου. Της δίνω μια δεύτερη ευκαιρία.
Πρώτα, όμως, «μια μετακόμιση θα κάνω απ’ το σπίτι το παλιό».
«Μια μετακόμιση για πλάκα ή με σοβαρό σκοπό…
Παμ παράμ….παράμ παράμ…..
μια μετακόμιση που θα βοηθήσουν φίλοι και γνωστοί….
Παμ παράμ….παράμ παράμ……
μια μετακόμιση που θα ’χει τρελαθεί…».3
Μαζεύω δίσκους και βιβλία. Μην ξεχάσω τα ηχεία. Τα ρούχα σε βαλίτσες. Τα καλοκαιρινά στις ειδικές τις θήκες. Το πικάπ μέσα στην κούτα. Πιατικά και κατσαρολικά τι να τα κάνω πια; Μην ξεχάσω την μπιγκόνια και τα ζάρια ή τα πιόνια. Τα κεριά από το σαλόνι. Τις κορνίζες, τα σεντόνια, τα παπούτσια, τα κραγιόνια.
Τις αναμνήσεις τέλος να τις βάλω στη σειρά. Να τις πακετάρω πολύ προσεκτικά. Μην και ξεχαστεί καμία. Και, αν δεν τις πάρω μαζί μου, θα περάσω μεγάλη αγωνία.
Πίσω τώρα στην Καβάλα. Ήρθε η ώρα να βγάλω τα όνειρα και τις ελπίδες μου από την γυάλα.
Στο σπίτι είμαστε πολλοί. Τέσσερεις οι βασικοί. Δύο οι αναπληρωματικοί.
Τα πλυντήρια αμέτρητα. Το ίδιο και τα πιατικά. Ο νεροχύτης μας γεμίζει στο λεπτό. Και η κουζίνα μας δεν παίρνει πια ποτέ ρεπό.
«Μην αρχίζεις την μουρμούρα» και το «Ράδιο Αρβύλα» κάθε βράδυ στην TV. Και ο Παπαδάκης το πρωί.
Επτά η ώρα εγερτήριο και στις έντεκα το σιωπητήριο. Άλλοι έχουν εξετάσεις στην σχολή. Και άλλοι φροντιστήρια. Τα τηλέφωνα χτυπούν βράδυ πρωί και κάποιοι τρέχουν για να φέρουν στο σπίτι το ψωμί. Όσοι μένουμε στο σπίτι με δουλειές καταπιανόμαστε. Και έτσι σπάνια συναντιόμαστε.
«Το Σάββατο μπορείς;
όχι, όχι
Την Κυριακή μπορείς;
όχι, όχι
Παρασκευή μπορείς;
μπορώ, μπορώ
αλλά δεν μπορώ εγώ
Δεν μπορεί, δεν μπορεί
κάπου θα συναντηθούμε
Δεν μπορεί, δεν μπορεί
στο ίδιο σπίτι ζούμε».4
Και όντως συναντιόμαστε τελικά. Μαλώνουμε. Φιλιώνουμε.
Και έτσι γίναμε και πάλι «δυο, γίναμε τρεις, γίναμε χίλιοι δεκατρείς».5
Μαζευόμαστε κάθε Κυριακή. Τρώμε όλοι μαζί. Και είναι πάντα σαν γιορτή.
Ησυχία δεν υπάρχει.
Η ανακατωσούρα όμως είναι μπόλικη. Και η μαμά να φωνάζει «γιατί πάλι περπατάμε ξυπόλυτοι».
Γιατί όσο έχω εσάς δεν υπάρχει μοναξιά. Είμαστε πάντα μαζί. Όλοι μαζί!
Γελάμε και κλαίμε. Γκρινιάζουμε. Φωνάζουμε. Να πούμε την κακία μας δεν διστάζουμε. Μα και ο καλός ο λόγος περιμένει πάντα στην γωνία. Και έτσι δεν χάνουμε ευκαιρία.
Ο ιούλης ο κορονοϊούλης μάς άλλαξε τα φώτα. Κάποιοι λένε ότι δεν είδαμε τίποτε ακόμα.
Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Το σαββατοκύριακο μετακομίζω.
Έκλεισα την μεταφορική. Έκοψα το ρεύμα και το νερό. Όλα είναι έτοιμα. Έτοιμη, λοιπόν, και εγώ.
Εσύ μόνο κάνε μια ευχή: να μην μου βγει η απόφαση ξινή. Να πάνε όλα κατ’ ευχή.
Μια νέα μέρα ξημερώνει. Δεν είναι πισωγύρισμα. Είναι ένα νέο γύρισμα. Και την δική μου την ταινία την σκηνοθετώ εγώ. Εξάλλου πρωταγωνιστώ .
Πράξη πρώτη. Κατ. Πάμε πάλι από την αρχή. Πίσω στο σπίτι.
Με λίγη αγωνία για το τι με περιμένει,
η έγκλειστη φοιτήτρια
- Από το τραγούδι «Ένα Χειμωνιάτικο πρωί» σε στίχους και μουσική της Ελένης Βιτάλης. Το τραγούδι είναι από τον δίσκο «Το απέναντι μπαλκόνι» που κυκλοφόρησε το 1989. Η πρώτη ερμηνεία του τραγουδιού είναι από την ίδια την δημιουργό.
- Από το τραγούδι «Τσάι Γιασεμιού» σε στίχους της Κριεζή Μαριανίνας και μουσική του Λάκη Παπαδόπουλου. Πρώτη εκτέλεση από την Αρλέτα στον ομώνυμο δίσκο, που κυκλοφόρησε το 1985.
- Από το τραγούδι «Μετακόμιση» σε στίχους και μουσική του Ανδρέα Μικρούτσικου. Η πρώτη εκτέλεση είναι της Σοφίας Βόσσου στον δίσκο με «Χίλιες Στροφές». Έτος κυκλοφορίας 1987.
- Από το τραγούδι «Κάπου θα συναντηθούμε» σε στίχους και μουσική του Γιάννη Μηλιώκα, ο οποίος το ερμήνευσε πρώτη φορά μαζί με την Γλυκερία το 1991 στον δίσκο «Οι μεγαλύτερες επιθυμίες του».
- Από το τραγούδι«Είμαστε δυο είμαστε τρεις» σε στίχους και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. To τραγούδι ερμήνευσε ο Αντώνης Καλογιάννης. Προέρχεται από τον δίσκο «Τα τραγούδια του Ανδρέα» (1968). Ο δίσκος είναι αφιερωμένος στον Αντρέα Λεντάκη, Έλληνα πολιτικό και συγγραφέα που συνελήφθη και βασανίστηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών.