Ο φεγγαρόδρομος

 Ο φεγγαρόδρομος

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Το μισό δωμάτιό μου είναι θαμμένο μέσα στη γη. Έχει όμως ένα μεγάλο παράθυρο που βλέπει στο πεζοδρόμιο. Το εξωτερικό περβάζι του είναι δεν είναι δυο τρία δάχτυλα πάνω από το πεζοδρόμιο. Σχεδόν εφάπτεται στις πλάκες του. Το σπαστό τραπέζι με την πράσινη φορμάικα όπου διαβάζω, το έχω τοποθετημένο κάτω από το παράθυρο.
Κάνει ζέστη σήμερα από το πρωί και εγώ δεν είμαι καθόλου καλά αυτό το απόγευμα. Αύριο δίνω Στατιστική I. Σκατά. Τραβώ τη κουρτίνα στην άκρη και βλέπω από το μισό παράθυρο πόδια να πηγαινοέρχονται πέρα δώθε, και από το άλλο μισό βλέπω από το ανοιχτό πορτόνι τον κώλο του κυρ-Θόδωρου του περιπτερά, καθότι το περίπτερό του είναι μπροστά από το παράθυρό μου και μου κόβει τη μισή θέα.
Αυτή είναι η οπτική επαφή μου με τον έξω κόσμο. Εντάξει όμως, ας μη παραπονιέμαι, βλέπω και λίγο ουρανό. Χαραμάδες. Χαραμάδες που ξανοίγονται ανάμεσα στις κακόγουστες βρώμικες πολυκατοικίες που υψώνονται απειλητικές μπροστά μου. Τσιμεντένια θηρία.
Δεν είμαι καθόλου καλά τούτο το απόγευμα. Ξαπλώνω λίγο στο κρεβάτι μου, κλείνω τα μάτια μου, μπαίνω στις σκέψεις μου, και λίγο πριν με γλυκοπιάσει ο ύπνος, πετάγομαι πάνω. Ελατήριο. Φορώ τα πέδιλά μου, χαιρετώ τον συγκάτοικό μου και βγαίνω έξω. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
“Γειά σου κυρ-Θόδωρε”. Μου κουνά το χέρι. Ανηφορίζω, και μετά από δέκα λεπτά κάθομαι στο πεζούλι ψηλά στο τουριστικό περίπτερο του Φρόντζου. Άρχισε να φυσά ένα αναζωογονητικό αεράκι. Η πόλη, κάτω, χαμηλά. Στα αυτιά μου φτάνουν διάφοροι ήχοι, ο αχός της ζωής της. Δηλώνει έτσι τη παρουσία της. Πιο χαμηλά η λίμνη. Στα αριστερά μου μια σγουρομάλλα καστανή δηλώνει κι αυτή την παρουσία της.
“Όμορφα δεν είναι εδώ ψηλά;”
“Ναι”.
Μιλήσαμε, νυχτωθήκαμε.
Της έπιασα το χέρι. Απαλό, ζεστό. Έρωτας. Τη βοήθησα να κατέβει από το πεζούλι και πήραμε να κατηφορίζουμε. Έξω από το σπίτι μου ένα ασθενοφόρο και μαζεμένος κόσμος πολύς. Ο κυρ-Θόδωρος. Η καρδιά του. Το κορίτσι, η σγουρομάλλα καστανή, πήρε το αστικό. Για την Ελεούσα. Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Έδωσα το μάθημά μου. Τα αποτελέσματα βγήκαν την επόμενη Παρασκευή. Πήρα πέντε. Καλά είναι. Ο κυρ-Θόδωρος το ξεπέρασε και γύρισε στο περίπτερό του. Τούτο το απόγευμα της Παρασκευής είμαι πλήρης. Είμαι σχεδόν ευτυχισμένος. Όχι σχεδόν, είμαι ευτυχισμένος. Φορώ τα πέδιλα μου. Είμαι μόνος στο σπίτι, κλείνω τη πόρτα πίσω μου και βγαίνω έξω.
“Γειά σου κυρ Θόδωρε”. Μου κουνά το χέρι.
Ανηφορίζω. Φυσά ένα αεράκι δροσερό, μα εγώ καίγομαι. Σε δέκα λεπτά κάθομαι στο πεζούλι του Φρόντζου. Δίπλα μου εκείνη.
Εγώ και εκείνη… .
Νύχτωσε.
Κάτω τα φώτα της πόλης, μου χαμογελούν…
Λάμπει ο φεγγαρόδρομος στης λίμνης τα νερά…

Γιάννινα ’74

Διαβάστε επίσης