Ο Τρύφωνας και ο Κωνσταντής

 Ο Τρύφωνας και ο Κωνσταντής

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


“Τι όμορφοι άνθρωποι!”

Κοιτούσε τις φωτογραφίες που κρέμονταν πλάι πλάι στο τοίχο.

“Κι αυτός ειδικά ο νεαρός με το λευκό πουκάμισο και τον ανοιχτό γιακά, σαν άγγελος μοιάζει. Τί σου είναι;”

“Ζωντανοί ήσαν ακόμη πιο ωραίοι, τώρα είναι κάδρα”, της απαντά η φίλη της.

Δαγκώθηκε και ζήτησε συγνώμη.

“Μη στεναχωριέσαι, μη ζητάς συγνώμη”.

“Μα γιατί, τι έγινε;”

“Ο αξιωματικός είναι αδελφός τής μάνας μου. Ο άλλος που είναι σαν φως, σαν άγγελος που είπες και εσύ, αδελφός μου. Στον Γράμμο. Πολεμούσαν ο ένας ενάντια στον άλλο. Ο ένας ήταν στον ένα στρατό και ο άλλος στον άλλο. Ποιος θα πατήσει το κάστρο της ουτοπίας. Γι’ αυτό πολεμούσαν, και χάθηκαν και οι δύο. Κι ύστερα χάθηκαν και οι άλλοι. Όλοι. Και είμαι τώρα μόνη. Μόνη μου”.

 

Τι όμορφος άνδρας.

Διαβάζω την είδηση και κοιτώ την φωτογραφία του συντοπίτη μας, του Καβαλιώτη Λευτέρη Ξανθόπουλου που έφυγε πριν λίγες μέρες για εκείνο το μακρινό, το ατέλειωτο ταξίδι.

Είχε όμορφη ψυχή.

“Καλή πατρίδα σύντροφε”.

Είδα για μια ακόμα φορά στη δημόσια τηλεόραση την εξαιρετική ταινία του. Και τα είδα όλα. Τα έργα των ανθρώπων είδα. Όλα, που όμως ένας μονάχα πόνος ήταν. Ένας μεγάλος πόνος. Και τον είδα αυτόν τον πόνο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους. Πίνακας ζωγραφικής σε πέτρινο καμβά ήταν, που άλλοτε τούτη η πέτρα γίνονταν ζυμάρι κι έσταζε δάκρυ ο πόνος τούτος. Είδα μα και άκουσα και ένιωσα. Άκουσα το τραγούδι τους, ένιωσα την αλησμονιά της ψυχής τους για την πατρίδα, και για μια ακόμα φορά γέμισα με ερωτηματικά. Ερωτήματα…. και ποιός να τα απαντήσει.

Αυτή η χώρα; Ποιά είναι αυτή η χώρα, η Ελλάδα, που άλλοτε εμείς που ζούμε μέσα της τη λέμε κακόμοιρη Ελλαδίτσα, κι άλλοτε πατρίδα μας μεγάλη;

Λέω εγώ μα το λένε κι άλλοι, πως ένας όμορφος τόπος είναι. Αυτό είναι, αλλά και μια χρυσή πύλη ανάμεσα στη δύση και στην ανατολή είναι. Από πάντα. Και τότε και τώρα. Και αυτή είναι η δυστυχία της. Γι’ αυτό θυσιάστηκαν χιλιάδες άνθρωποι. Και για τα συμφέροντα αλλωνών.

Και ήταν τότε από πάνω μας, όργωναν τους ουρανούς μας και τη γη μας και ορέγονταν τη σάρκα μας ”φίλοι” πολλοί, άσπονδοι φίλοι, που καλύτερα νάχαμε μονάχα εχθρούς. Αυτούς τους τελευταίους, εύκολα τους αναγνωρίζει κανείς. Τί ζητούσαν τότε; Και τώρα πάλι τί ζητούν; Το καλό μας ήθελαν; Τη προκοπή μας επιθυμούν; Γιατί; Κι αυτό; Δίχως ανταλλάγματα αυτό; Όχι βέβαια. Και αυτά τα ανταλλάγματα…. αυτά….ποιός είναι αυτός που τα ισοζυγιάζει αυτά τα ανταλλάγματα;

Και στέκουμε εμείς εκεί, άβουλοι θεατές, αφημένοι στην τύχη μας. Παραδομένοι. Άμοιροι ικέτες μιας ζωής, ψεύτικης, κλεμμένης. Ίσα για να ελπίζουμε, ίσα για να επιζούμε χωρίς να ζούμε.

Να ζούμε! Τη ζωή που μας χαρίστηκε να ζούμε. Αυτή τη ζωή να ζούμε, αυτή που μας πρέπει.

Και έτυχε κιόλας αυτές τις μέρες να κρατώ στα χέρια μου και να διαβάζω τη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία μιας ογδανταοχτάχρονης έφηβης. Της Γεωργίας.

“Δραπετσώνα, η θυμωμένη μαγιά”. Με τους ξεριζωμένους. Κι αν δεν έχει αυτή η ταλαίπωρη η χώρα μας, μα και όλος ο ντουνιάς, ξεριζωμένους.

Και διάβασα μέσα εκεί τα λόγια μιας δεκαεπτάχρονης μαθήτριας που έζησε κι άρχισε να νιώθει, να μαθαίνει τη ζωή της σε αυτή τη φτωχογειτονιά, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Και σκέφτομαι τώρα και εγώ ακριβώς τα ίδια της λόγια. Στα χείλη μου ανεβαίνουν λέξεις όμοιες με αυτές.

“Τί ήταν μωρέ ο μουρλοτρύφωνας; Ένα  κουταβάκι ήταν. Ένα άβλαβο ανθρωπάκι, αλλοπαρμένο από τα ανάποδα που συνέβαιναν στη κοινωνία μας, ήταν. Ένας τέτοιος ήταν, απ’ αυτούς που άλλοι τους λέγανε κακούς κι άλλοι ονειροπόλους που πάλευαν για έναν άλλο κόσμο καλύτερο, που έγινε χίμαιρα. Ένας άγγελος που εξέπεσε ήταν ο Τρύφωνας. Τον είχε φάει η φτώχεια και η ανέχεια, τον κυνήγησαν, τον εξαγρίωσαν τον φουκαρά κι έγινε φτωχοδιάβολος. Αποκλεισμένος ήταν σε όλη τη σύντομη ζωή του από το σύστημα, από ένα σύστημα που κάνει μονάχα τα δικά του κουμάντα. Κι έβγαλε μαχαίρι. Και έβγαλαν όμως και οι άλλοι μαχαίρια. Γέμισαν τα ροζιασμένα από τη σκληρή δουλειά χέρια, όπλα φονικά. Και γίνηκε κακό μεγάλο. Εχύθει αίμα, αίμα πολύ κόκκινο πηχτό που πότισε τη γη μας, τη μαράζωσε.

 

Κάθε άνθρωπος είναι μια ιστορία. Έχει μια ιστορία ξεχωριστή. Δική του. Και ποτέ δύο ιστορίες δεν είναι ίδιες.

Κι έχει και ο Κωνσταντής τη δική του.

Τί ήταν μωρέ και ο Κωνσταντής και πήγε εκεί πάνω στα βουνά; Πήγε γιατί το ήθελε; Πήγε γιατί τον πήγαν;  Και έγραψε εκεί πάνω και αυτός τη δική του ιστορία. Άφησε το τσεκούρι που έκοβε ξύλα από το βουνό για να ζεστάνει τις παγωμένες μέρες του χειμώνα τη φαμελιά του, και κίνησε κι αυτός. Και ζώστηκε σφαίρες δολοφονικές, πήρε στον ώμο του το πολυβόλο που ξέρασε μολύβι και ξέσκισε σάρκες. Σάρκες ανθρώπων, φίλων κι αδελφών. Κι ύστερα γύρισε στο χωριό του με ένα πόδι, δίχως χέρια, χωρίς την ίδια του τη ψυχή. Και πως να ζήσει τώρα;

 

Έπεσα να κοιμηθώ.

Ήμουν κουρασμένος πολύ, μα δεν μου κολλούσε ύπνος. Το μυαλό μου συνέχεια στριφογύριζε σε εκείνον τον άγνωστο, κι άρχισε να πλάθει την ιστορία του. Αυτή που θα μπορούσε να είναι και δική μου και δική σου ιστορία. Την ιστορία αυτού που διάλεξε ο ίδιος πώς να τη γράψει, πως να ζήσει, κι ας ήταν λάθος. Λάθος… σωστό…. ποιός θα μπορούσε να το κρίνει αυτό δίχως μεροληψία όταν τα σκεπάζει ο πόνος. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε με τις σκέψεις μου να σκίζουν το μυαλό μου όπως οι αστραπές τον μαύρο ουρανό…..

Κι ύστερα δίχως να το καταλάβω βυθίστηκα σε ένα βαθύ ύπνο….

Είχα πολύ καιρό να κοιμηθώ έτσι, τόσο πολύ…

Σαν σε χειμερία νάρκη…

Κι άκουσα λόγια μέσα μου.

Νάταν στον ύπνο μου, ή μήπως στα ζωντανά μου;

“Δεν έχω άλλο να στεναχωριέμαι. Πέτρωσα πια. Μα έχω σκοπό να ζήσω. Να ζήσω για να θυμάμαι, για να κάνω αυτά που δεν πρόλαβε εκείνος. Εκείνος και ο άλλος, ο φίλος μου, ο συγχωριανός, ο αδελφός μου. Δίχως φωτιά και αίμα. Με κατατρώει ακόμα το άδικο της χίμαιρας που τότε πίστεψα. Και με βαραίνει ακόμα. Μα θέλω να ζήσω. Σε μια κοινωνία δίκαιη να ζήσω. Αυτό μονάχα θέλω”.

 

Εμείς είμαστε.

Πάνω σ’αυτόν τον όμορφο γαλάζιο πλανήτη ζούμε και το μερίδιο της γης που πρέπει στον καθένα μας, το ίδιο είναι.

Εγώ, εσύ και ο άλλος, ίσοι.

Βασιλιάδες και εξόριστοι!

 

Ιούνιος του 2020

_____________________________

Λευτέρης Ξανθόπουλος

https://www.proininews.gr/pethane-o-kavaliotis-skinothetis-amp-poiitis-leyteris-xanthopoylos/

_____________________________

Γεωργία Δ. Καρατζιά

Η μετεμφυλιακή Δραπετσώνα μέσα από την «πένα» της Γεωργίας Δ. Καρατζιά

Διαβάστε επίσης