• 29 Απριλίου 2024,

Οι τρεις τελείες…

 Οι τρεις τελείες…

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Τί είναι πάλι αυτό με τις τελείες και με το τέλος;
Βάλε σου λέει ο άλλος μια τελεία.

Αυτό ήταν.
Τέλος. Τελειώσαμε. Τελείωσε.
Πως τέλειωσε ρε φίλε;

Τι τέλος μου λες;
Εγώ σου λέω ότι τίποτα δεν τελειώνει.
Μόνο οι προτάσεις στα γραπτά μας τελειώνουν και θέλουν τελεία.

Τα ίδια τα γραπτά μας και οι σκέψεις μας όμως δεν τελειώνουν. Ποτέ.
Εγώ, ποτέ δεν ξεχνώ όταν γράφω και ολοκληρώνω μια πρόταση να βάζω τελεία στο τέλος, αν και τώρα που το σκέφτομαι το έχω συνήθεια πολλές φορές, αντί για μια τελεία να βάζω τρεις και τέσσερις και μερικές φορές και περισσότερες….
Θα μου έμεινε φαίνεται από την θητεία μου στον κόσμο των μαθηματικών όπου οι τρεις τελείες στο τέλος μιας σειράς – ας πούμε αριθμών – σημαίνουν την πορεία προς το άπειρο.

Και με την ευκαιρία.

Τελειώνει ο κόσμος των μαθηματικών;

Τελειώνουν τα θεωρήματα, οι μαθηματικές προτάσεις και οι αποδείξεις τους;

Επειδή ίσως κάποιοι δεν το γνωρίζουν, σας το δηλώνω απερίφραστα.
Όχι.

Δεν τελειώνουν και ποτέ δεν θα τελειώσουν……

Στον άγνωστο κόσμο των μαθηματικών, εκεί στην άκρη βρίσκονται.

Όλα εκεί βρίσκονται.

Στο άγνωστο – πέρα από το γνωστό.

Όπως του σύμπαντος το άγνωστο, το ανεξερεύνητο ψάχνουμε να μάθουμε κι όλο αναζητούμε, έτσι κι όλα αυτά τα παράξενα και ομορφοκαμωμένα παιδέματα του νου, την εξερεύνησή τους, την ανακάλυψη, και την ανάσυρσή τους από το πηγάδι της γνώσης περιμένουν.

Και εγώ πάντα από μικρός κι αργότερα ακόμα, ακόμα και μεγάλος, την ίδια απορία είχα:
“Έχει κι άλλα μαθηματικά;”

“Δεν τελειώνουν αυτά τα μαθηματικά ποτέ;”

Ως που έμπλεξα κι εγώ με αυτά και κατάλαβα ότι όλα τα όμορφα στη ζωή μας αν δεν τα σκαλίσουμε, δεν τα ποτίσουμε, δεν τα αγκαλιάσουμε με την ματιά μας και τρυφερά λόγια δεν τους πούμε όπως του κήπου μας τα λουλούδια, μαραίνονται, τελειώνουν, εκτός όμως από τα μαθηματικά.

Αυτά δεν τελειώνουν…..

Μ’ αυτά και με τ’ άλλα λοιπόν μου καρφώθηκε στο μυαλό ότι:
Τίποτα δεν τελειώνει….. Τίποτα και Ποτέ…

Και το “αεί” και “πάντα” από τις πιο όμορφες λέξεις είναι.
Και δεν μου καρφώθηκε έτσι, δίχως λόγο, χωρίς το αίτιον που λέμε, το κατάλαβα, το διαπίστωσα στην πορεία τής (ατελείωτης) ζωής μου.
Κάθε πράξη στη ζωή μου, κάθε γεγονός, κάθε κατάσταση ήταν δίχως τέλος, κι ας προς ώρας φαίνονταν το αντίθετο. Άσε που και εγώ ότι άρχιζα, δεν έκανα καν προσπάθεια να το τελειώσω, αφού πολύ καλά ήξερα ότι έτσι κι αλλιώς όλα τα πράγματα συνεχίζονται στο διηνεκές και ατελείωτα πάντα μένουν.
Τί και ποιά να τελειώσουν;
Τα παιδικά χρόνια;….
Τελειώνουν τα παιδικά και τα σχολικά μας χρόνια;
Πως να τελειώσουν αφού πάντα μέσα στο μυαλό μας είναι και όσο τα χρόνια μας περνούν και το Αλτσχάιμερ κατατρώει λαίμαργα σαν άγριο της ζούγκλας θεριό την μνήμη μας, αυτό που πάντα θυμόμαστε είναι τα παιδικά μας χρόνια και απ’ την αρχή τα ζούμε. Θυμάμαι εκείνη την αδελφή τής μάνας μου που στα τελευταία τής ζωής της χρόνια, έπαιρνε με τον νου της την σχολική της τσάντα να πάει σχολείο κι όταν μαγείρευε τραγουδούσε παιδικά σχολικά τραγουδάκια ή απήγγειλε ποιήματα.
Ο αγαπημένος της ποιητής ήταν ο Ιωάννης Πολέμης και επειδή ήταν φτωχικό πολύ το σπιτικό της – ένα σπίτι του συνοικισμού των χιλίων των προσφύγων τού είκοσι δύο – το αγαπημένο της ποίημα που για την φτώχεια μιλούσε, ήταν:
“Δε θέλω εγώ φανταχτερά
παλάτια, που λαμποκοπούν,
μηδέ την ψεύτικη χαρά
που με τα πλούτη τους σκορπούν.
Εγώ ποθώ το φτωχικό
το σπίτι μου το πατρικό.”
Μόνο αυτό το κομμάτι έλεγε ολόκληρο και καθαρά και μάλιστα στο τέλος του μαγειρέματος.
Όλα τα προηγούμενα στιχάκια τα ψιθύριζε αποσπασματικά κουνώντας κουτάλες κι ανακατεύοντας τις κατσαρόλες.

Αμ η μάνα τού Βαγγέλη όπως μου τα διηγούνταν μια φορά ο ίδιος καθώς πίναμε τα ατέλειωτα τσιπουράκια μας, εκείνες τις ατέλειωτες μεταμεσονύχτιες ώρες.
“Άκου που λες να δεις Μιχάλη.

Την είχε στείλει εκείνα τα χρόνια η γιαγιά μου – η μάνα της – όταν ήταν μικρή, αντί για το σχολείο, να πάει να φέρει ξερόκλαδα και τσάκνα από το βουνό για να ανάψει τον φούρνο και να φουρνίσει της βδομάδας τα ψωμιά.
Και προχτές που λες Μιχάλη την βλέπω να κατεβαίνει από το βουνό φορτωμένη με κλαδιά, και πίσω της έσερνε κι ένα κέδρινο κούτσουρο.
<<Για να πάρουν τα ψωμιά την μοσχοβολιά του κέδρου.>>
Έτσι μου είπε Μιχάλη.”

Μόνο που τον φούρνο τον είχε γκρεμίσει ο πατέρας τού Βαγγέλη πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Το διαπίστωσε κι αυτή κι απόρεσε, απόθεσε σε μια άκρη στον μπαξέ τα ξύλα, κι αμέσως ήρθε στα σύγκαλά της.
“Άντε στην υγειά μας και στις ατελείωτες μνήμες μας Μιχάλη.”

Αμ τα όνειρα;
Τελειώνουν ποτέ τα όνειρα;
Με ένα όνειρο ζούσε ο μπάρμπα Γιάννης….να κερδίσει έλεγε….αυτό μόνο στην ζωή του ήθελε…..στο λαχείο να κερδίσει επιθυμούσε κι ονειρεύονταν….

Να αγοράσει το αυτοκίνητο των ονείρων του ονειρεύονταν. Το Volkswagen το Golf.
Και ονειρεύονταν, και σχέδια για τα μακρινά ταξίδια που θα πήγαινε, έκανε. Σύγχρονος Οδυσσέας της ασφάλτου έλεγε θα γίνει και την Ιθάκη του θα γύρευε στους κάμπους, στα όρη, στα βουνά.
Προς ώρας όμως κι αφού δεν του έφταναν τα λεφτά είχε αγοράσει το Yugo το Zastava μιας και ήταν κι αριστερός, κι ήταν τότε θυμάμαι ακόμα ηγέτης στην Γιουγκοσλαβία, ο αγαπημένος του ο Τίτο.
Αριστερός, ξαριστερός όμως του είχε γυαλίσει το Γερμανικό το μοντελάκι.
Το όνειρό του αυτό ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε ή μάλλον δεν τελείωσε κι ας ο μπάρμπα Γιάννης ταξίδεψε για το ατελείωτο ταξίδι του.
Στα άστρα, στον απέραντο τον ουρανό συνεχίζεται. Εκεί ψάχνει τώρα να βρει τον τόπο του. Αιωνίως ως φαίνεται, εις την αιώνιον ζωή όπως λέει και η θρησκεία μας, γιατί μπορεί αριστερός να ήταν αλλά και πολύ πίστευε κι αριστερός ψάλτης στην Αγία Σοφία ήταν.
Ατέλειωτο το όνειρό του έμεινε εδώ στη γη, σαν την μνήμη του.

Και επειδή κι εμένα τίποτα να τελειώνει δεν μου αρέσει έτσι απλά, μόνο να σταματά για λίγο δεν πειράζει, τρεις ομορφοστρογγυλεμένες τελείες βάζω . . .

Διαβάστε επίσης