• 26 Απριλίου 2024,

Ωρείθυια

 Ωρείθυια

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Ώρες ώρες ανασύρονται από την μνήμη μου λέξεις ή εκφράσεις, εικόνες και ήχοι και αφές, αγγίγματα θωπείες και μυρωδιές και γεύσεις. Ξέχωρα ανασύρονται. Ένα προς ένα, μία προς μία, αλλά και μερικές φορές όλα κι όλες μαζί, δίχως να το θέλω ξεπροβάλλουν. Στα ξαφνικά. Και τότε είναι που μια σύγχυση, ένας αναφυρμός, μια αλαμπούρα το μυαλό μου πλημμυρίζει. Κι αυτό, ως ενεργό ηφαίστειο από τα προϊστορικά τα χρόνια ακόμα, ψάχνει την δίοδό του για να ‘βρεί, να αδειάσει, να ‘λαφρώσει. Έκρηξη, εκτόξευση, ζωές ξεχασμένες, παλιές, κλεμμένες απ’ το παρελθόν στη λήθη αφημένες, μα που έρχεται όμως η ώρα τους και παίρνουν ζωή, και λένε.
Διέξοδο ψάχνω τότε εγώ, και σαν την Ωρείθυια, την: “εν τω όρει μανιώδη τρέχουσα”, τρέχει ο νους μου. Προς τη γειτονιά της τρέλας τρέχει. Μιας τρέλας γλυκιάς, που την προκαλεί στον ταλαιπωρημένο μου τον νου, η Τιτανίδα Μνημοσύνη. Και είναι τότε, που προς στιγμήν νομίζω ότι έφτασε πια τής λογικής μου το τέλος, που ούτως ή αλλέως με υπομονή προσμένω….και…είναι έτσι αυτό, γιατί…. γιατί μια τρέλα είναι η ζωή. Μια όμορφη τρέλα είναι η ζωή και χαρά σ’ όποιον την τρέλα αυτή τη ζει.

***

Στον δρόμο περπατώ, και σε ένα σοκάκι η μυρωδιά τα πόδια μου τα πάει. Αθέλητα τα οδηγεί. Νομίζω ότι κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στην αίσθηση αυτή, σε τούτη τη θεογέννητη τη μυρωδιά.
Αχάραγα τους δρόμους πήρα για μια κορυφή ακόμα. Μια παγωμένη αχλή ζώνει ολόκληρο πέρα ως πέρα το ορεινό χωριό. Στο ραντεβού με την παρέα μου πηγαίνω. Κρύο πολύ. Άγριο καταχείμωνο. Ο καπνός από τις καμινάδες που άρχισαν ήδη να ξυπνούν γίνεται ένα με την ομίχλη. Παγωμένη και η ανάσα μου, και η εκπνοή μου ομιχλώδης και αυτή. Παίρνω τον ανήφορο και εκεί σε μια μικρή διασταύρωση που ο δρόμος ένα σοκάκι ανταμώνει, μια μυρωδιά αλλάζει την προκαθορισμένη πορεία μου.
Όσφρηση.
Ποιος μπορεί να αντισταθεί στη μυρωδιά, στο άρωμα που ξετρυπώνει από κάθε μικροχαραμάδα και από την καμινάδα ενός παραδοσιακού φούρνου με ξύλα που ψήνει ψωμί. Κέδροι, πουρνάρια και λιόκλαδα. Φωτιά. Κι ύστερα, εκείνο το μαγικό ζυμάρι πάνω στις πυρωμένες πλάκες.
Προχωρώ αλλά τώρα, με ένα μικρό καρβελάκι ζεστό στα χέρια μου.
Αφή. Θέρμη, θωπεία γυναίκας, μάνας, ερωμένης το άγγιγμα του.
Ζεστός ο άγιος άρτος στα χείλη μου. Ψίχα, η ψυχή τού καρβελιού και η γεύση του ερωτικό φιλί.
Σπάζει με ήχο η κόρα ανάμεσα στα δόντια μου κι η σκληράδα της πληγώνει τον ουρανίσκο μου. Ηδονικές οι χαρακιές.
Πανδαισία αισθήσεων και αισθημάτων.
Και να η μνήμη!
Και χάνομαι στους δρόμους. Το κρύο καθόλου δεν το νιώθω. Φεύγει ο νους. Ταξιδευτής.

***
Απέναντι από τον Άη Γιώργη ήταν ο φούρνος στα μικρά μου χρόνια, στο δικό μου το χωριό. Ημιορεινό είναι το χωριό μου με έναν κάμπο….πράσινη θάλασσα την άνοιξη, μαύρη τον χειμώνα. Η τύρφη. Ζωντάνεψαν μπροστά μου μυρωδιές, ήχοι και εικόνες. Ανεβαίνω τα λίγα σκαλοπάτια κι αν καλά βλέπω, κι αν καλά θυμάμαι, πράσινα τζαμένια είναι τα πορτοπαραθυρόφυλλα τού φούρνου. Μοσχοβολά ολοτρίγυρα ο τόπος όλος. Μπαίνω μέσα.
Πού είστε χρόνια μου;
Σε ποιά άκρη του σύμπαντος ταξιδεύετε, να ψάξω να σας βρω και να σας ξαναζήσω;
Λίγο πιο πάνω το μαγαζάκι τού μπάρμπα Θωμά του τενεκετζή. Το τενεκετζίδικο. Με το αμόνι, τα λαμαρινοψάλιδά του, τα σφυριά, τα καλέμια, τα σιδηροπρίονά του και τα άλλα εργαλεία. Άλλα σκόρπια στον πάγκο πάνω, άλλα στο πάτωμα, κι άλλα κρεμασμένα δω και κει στους τοίχους. Νάτος κι ο μπάρμπα Θωμάς που κάθεται κατάχαμα με το ξύλινο σφυρί στο χέρι. Χτυπά ρυθμικά τη λαμαρίνα στο αμόνι.
Ποτιστήρια, λεκάνες, φανάρια, χωνιά, κρατούνες, βαρελάκια για νερό κι ένα σωρό άλλα οικιακά και αγροτικά σκεύη και εργαλεία. Ο μπάρμπα Θωμάς, ο κουμπάρος τού μπάρμπα Άγγελου. Ο νονός. Κάθομαι στο πεζούλι δίπλα του και χαζεύω για λίγο τη δουλειά του.
Θυμάμαι. Καλά θυμάμαι.
Νάμαι εκεί κι εγώ. Στο πεζούλι κάθομαι και περιμένω να τελειώσει την παραγγελία τού παππού μου. Συνεχίζει τα ρυθμικά χτυπήματα ο μπάρμπα Θωμάς ο τενεκετζής και να, πήρε σχήμα ο κουβάς. Έκοψε από το φύλλο της λαμαρίνας και τον πάτο, έκανε τα κολλήματα με το καλάι, τοποθέτησε και τα τσέρκια, έβαλε και το χερούλι και έτοιμος ο κουβάς.
«Θα σε πληρώσει ο παππούς μου μπάρμπα Θωμά…καλά;»
Αδύνατη η φωνή μου. Ούτε που ακούστηκα.
«Φεύγα τώρα σε λέω, πήγαινε από δω. Άιντε στην ευχή της Παναγιάς. Χαιρετίσματα.»
Παίρνω στα χέρια τον κουβά κι ανηφορίζω.
Πού είσαι μικρέ καχεκτικέ πιτσιρικά;
Σε ποιά μεριά του Γαλαξία αρμενίζεις;
Στο πεζούλι κάθομαι ακόμα. Ώρα πέρασε. Ο ήλιος έπεσε. Γρήγορα πέφτει στο χωριό μου ο ήλιος. Λίγες μονάχα ώρες βαστά ο ζωοδότης σε τούτη τη βουνίσια κόγχη του Παγγαίου που είναι χωμένο το χωριό μου. Από τη μεριά που είναι το κάστρο ανατέλλει κι ύστερα χάνεται πίσω από το βουνό που είναι τα ερείπια του Παλαιόκαστρου. Προς την μεριά εκείνη των Σερρών.
Σηκώνω το βλέμμα μου ψηλά και κοιτώ το καμπαναριό. Η γλυκόηχη καμπάνα στη θέση της. Κάποιες φορές την χτυπούσα και εγώ. Με στεναχωρούσε, ένα σφίξιμο με έπιανε όμως όταν χτυπούσε πένθιμα. Γι αυτό και ποτέ δεν πήγαινα μεγάλη Παρασκευή να την χτυπήσω. Λένε ότι την καμπάνα την ανέβασε κουβαλώντας την στους ώμους του κάποιος με το όνομα Φασουλής. Ένας άνθρωπος μονάχος του. Αν είναι δυνατόν. Χωριανός μας. Κι ύστερα καμπούριασε κι απόμεινε έτσι. Έτσι θυμάμαι που έλεγαν. Και ο πατέρας μου το έλεγε.
Και κει παραδίπλα και μπροστά απ’τον Άη Γιώργη, ένα μεγάλο διόροφο σπίτι. Ήταν λέει το σχολείο. Το γραμματοδιδασκαλείον. Από τα χρόνια των Τούρκων ακόμα. Έτσι θυμάμαι να λένε μα μπορεί και καλά να μην θυμάμαι. Δεν έχει όμως και πολύ σημασία σε τούτο το ταξίδι μου. Νάτο το σπίτι. Εκεί ακόμα στέκει, μα κάπως αχνοφαίνεται. Μια κυρία, η δασκάλα της ταπητουργικής σχολής μένει στο σπίτι τώρα. Με ενοίκιο. Ένα ξανθό αδύνατο μικρό παιδί με ένα κεσεδάκι γιαούρτι στο χέρι στέκει στον δρόμο. Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Την ανοίγει. Μια απότομη σκάλα με πολλά σκαλοπάτια ανεβάζει στο πάνω πάτωμα. Ανεβαίνει τα σκαλιά κι ύστερα χάνεται ψηλά στο βάθος. Δεν διακρίνεται….
Το κρύο έσφιξε για τα καλά.
Δεν υπάρχει τίποτα ολόγυρα μου τώρα πια.
Μόνο ο Άη Γιώργης. Γκρεμούλια και μια μικρή αλάνα απόμεινε μονάχα. Πάρκινγκ το λένε.

***

Κόβω ένα κομμάτι από το καρβέλι. Ζεστό ακόμα παρόλο το κρύο. Άρχισε να χαράζει και σιγά σιγά να σηκώνεται και η ομίχλη. Ψηλά, στο βάθος του ανηφορικού δρόμου σταματώ και ώσπου να επιστρέψει ο νους μου πίσω, στο τώρα, στο σημερινό πρωινό, κατέφτασε και παρέα μου, και ξεκινούμε.

«Καλή κορυφή», η ευχή μας….

Παλαιοχώρι Παγγαίου
Ιανουάριος 2019

Διαβάστε επίσης