Ποιό σεκλέτι άραγε;

 Ποιό σεκλέτι άραγε;

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Το πάθος του ήταν το ρακί. Ίσως κουσούρι νά’ταν που ποιος να ξέρει πως στα μέσα του γεννήθηκε και ρίζωσε, μπορεί όμως και νά’ταν, κάποιο της καρδιάς του βαρύ σεκλέτι. Και ποιος νά’ξερε το γιατί κάτι από αυτά τον βάραινε. Αυτό ήταν όμως. Αυτό ήταν που τον έκανε να το ρίξει στο πιοτό. Έπινε. Κι έπινε μονάχος. Είτε στον καφενέ, είτε στο σπίτι του, μονάχος έπινε. Κι αμίλητος.
Κάθονταν σε μιαν άκρη στην αυλή, έστριβε ένα τσιγάρο και το άναβε. Κολλούσε στα χείλη του εκείνο κι έμενε εκεί. Ύστερα έπαιρνε στα χέρια του τη γυάλινη νταμιζάνα με το ρακί, εκείνη με την πλεγμένη καλαμωτή απ’ έξω για προφύλαξη μη σπάσει, την ακουμπούσε στο γόνατο, την έγερνε λιγάκι και γέμιζε μα όχι ως απάνω ρακί το χάλκινο καρτούτσο. Σήκωνε μετά το αγγειό με το δεξί του χέρι, ξεκολλούσε με το αριστερό το τσιγάρο από τα χείλη του, έπινε μια μικρή γουλιά, κι αμέσως με μιας το άδειαζε όλο μες στα μέσα του σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι του. Κι έμενε έτσι εκεί, εκεί έμενε λες σα με μια πληγιασμένη περηφάνεια να κοιτά στου ουρανού ψηλά τα πέρατα. Για ώρα.
Δίχως μιλιά, χωρίς μια λέξη. Μονάχα κάτι σαν “όι όι μάνα μ'” ακούγονταν να βγαίνει από τα διψασμένα για οινόπνευμα χείλη του και βάθαιναν οι ρυτίδες στο πρόσωπό του, το όργωναν και πύκνωναν από την μια ως την άλλη του μετώπου άκρη ανασηκώνοντας τα πυκνά του φρύδια, και ήταν, σαν κάτι νά’θελε να πει, να μολογήσει. Άηχες λέξεις, νοήματα της όψης, μυστικά.
Ύστερα έστρεφε το βλέμμα του προς τον κάμπο που απλώνονταν μπροστά του ανάμεσα στις δυο ορεινές αποκλίσεις του βουνού που αγκάλιαζαν το χωριό του, έκλεινε για λίγο τα μάτια του, τα ξανάνοιγε, με κοιτούσε κάπως παραξενεμένος σαν τύχαινε μερικές φορές νά’μαι κι εγώ εκεί, “ποιός να ήμουν άραγε;” σηκώνονταν μετά και πήγαινε στη κάμαρά του τη χειμωνιάτικη. Ξάπλωνε στο σιδερένιο κρεβάτι του και σκεπάζονταν ως απάνω με την ξεβαμμένη κόκκινη βελέντζα.
Μονάχα τα μάτια του άφηνε απ’έξω να κοιτούν το ξύλινο ταβάνι….
Έκαιγαν τα σπλάχνα του….
Έλιωναν καιρό τώρα…
Εκεί έσβησε…

Έτσι τον έζησα το πιο πολύ…
Έτσι τον θυμάμαι…

Αύγουστος το 2021
*****
Το άρωμα των “νεκρών” μας χρόνων

Διαβάστε επίσης