Είναι άραγε απορίας άξιο πώς τόσα άρθρα, τόσος διάλογος, τόσες απόψεις, δεν έχουν καταφέρει μέχρι και σήμερα να δώσουν μία οριστική απάντηση στο ζήτημα;
Πώς χαρακτηρίζεται κάποιος που εγκαταλείπει τη χώρα του και περνά τα σύνορα μιας άλλης; Πρόσφυγας ή Μετανάστης;
Η απάντηση λοιπόν, δεν μπορεί να είναι μία και οριστική, ακριβώς επειδή εκείνος που θα επιχειρήσει να την δώσει, θα το κάνει χρησιμοποιώντας την δική του, αποκλειστικά και μόνον, οπτική.
Εάν επιχειρήσει να το κάνει ένας νομικός, θα δώσει το σαφή ορισμό του «πρόσφυγα», όπως αυτός αναφέρεται στη Σύμβαση της Γενεύης, απορρίπτοντας ταυτόχρονα να δώσει τον ίδιο, ή κάποιο παρόμοιο, ορισμό, για τον «μετανάστη», ακριβώς επειδή ένας τέτοιος, -αποδεκτός από όλους τους νομικούς κύκλους- ορισμός, δεν υπάρχει σε κανένα απολύτως κείμενο που να δεσμεύει νομικά εκείνον ή εκείνους που θα τον χρησιμοποιήσουν.
Με δυο λόγια. Ενώ υπάρχει νομικά αποδεκτός ορισμός του «πρόσφυγα», δεν υπάρχει για τον «μετανάστη». Και αυτό, είναι κάτι που αποδέχεται ακόμη και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Εάν τον ίδιο «διαχωρισμό» των χαρακτηρισμών, επιχειρήσει να τον κάνει κάποιος που εξετάζει το όλο ζήτημα αποκλειστικά και μόνο υπό την οπτική του «ανθρωπισμού» και της «αλληλεγγύης των λαών», τότε δεν πρόκειται να μπει καν στον «κόπο» να το πράξει, μιας και -για τον ίδιο- είτε «πρόσφυγας» είτε «μετανάστης», έχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα, ανεξάρτητα από το ποιος είναι, από πού κατάγεται, τι τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει τη χώρα του, ή ό,τι άλλο. Κατά συνέπεια, δε χρειάζεται καν να υπάρξει τέτοιος διαχωρισμός.
Εάν πάλι για το ίδιο ζήτημα, επιχειρηθεί μία προσέγγιση από κάποιον που εξετάζει τα πάντα κάτω από το πρίσμα του «πατριωτισμού» και της αναλλοίωτης διατήρησης της προσωπικής, οικογενειακής ή και -γενικότερα- της πολιτισμικής και εθνολογικής του ταυτότητας, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως το βάρος της αξιολόγησής του, θα τον στρέψει προς την κατεύθυνση του χαρακτηρισμού των πάντων, ή τουλάχιστον των συντριπτικά περισσότερων,ως «μεταναστών».
Τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, τρία διαφορετικά συμπεράσματα.
Κι εάν κάποιος αναγνώστης σκεφτεί πως, υπάρχουν και οι περιπτώσεις που νομικοί εξετάζουν το ζήτημα είτε υπό το πρίσμα του «ανθρωπισμού», είτε υπό αυτό του «πατριωτισμού», τότε, κατά τη γνώμη μου, ναι μεν θα δώσουν την τεκμηριωμένη (ως άνω) νομική τους άποψη επί του θέματος, θα την «χωρέσουν» όμως ερμηνεύοντάς την, μέσα στο «κουτί των συναισθημάτων τους».
Γιατί, στο τέλος, ο ήδη διαμορφωμένος από τις εμπειρίες, τις επιρροές και τα διαβάσματα που επιλέγουμε χαρακτήρας μας, επικρατεί -στις περισσότερες των περιπτώσεων- των θεωρητικών επιστημονικών μας γνώσεων.
Κι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε μόνο στο απλό επίπεδο μιας καθημερινής συζήτησης, μετατρέπεται σε πρόβλημα προς επίλυση, όταν συμβαίνει στο επίπεδο μιας πολιτικής συζήτησης, πόσω δε μάλλον όταν αυτή η συζήτηση έχει ως στόχο της την καθιέρωση συγκεκριμένης πολιτικής στρατηγικής.
Γι’ αυτό λοιπόν, μην απορείτε.
Στο ερώτημα «πρόσφυγας ή μετανάστης», δεν υπάρχει μία και μόνη απάντηση.
Πάντα θα παίζει ρόλο ο «χαρακτήρας» αυτού που απαντά, ακόμη κι εάν αυτός είναι… Διεθνής Οργανισμός.
Γιώργος Τσακίρης