Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Μιλούσαν στη πόρτα ψιθυριστά
Τους άκουγε μα δεν καταλάβαινε τί έλεγαν
Προσπάθησε να μιλήσει κι αυτός
Δεν τα κατάφερε
Πνίγονταν
Ανήφορος πολύς μπροστά του
Κόβονταν η ανάσα του
Οι γιατροί έφυγαν κι εκείνη πλησίασε στο κρεβάτι του
Κάτι της είπε η ιδιαιτέρα νοσοκόμα κι έφυγε
Δεν άκουσε
Εκείνη ήρθε κοντά του χαμογελαστή και κάθισε δίπλα του
Του χάιδεψε το χέρι
Έσκυψε και τον φίλησε απαλά στα χείλη
“Όλα καλά”, του είπε
Χαμογέλασε κι αυτός
Προσπάθησε να μιλήσει, κάτι να της πει
Δεν είχε ανάσα
Λίγο ακόμα και θα έφτανε στην κορυφή
Λίγο ακόμα
Εκείνη του μιλούσε ακατάπαυστα, χαμογελούσε και μιλούσε, μιλούσε μα αυτός άκουγε μόνο τον ήχο της φωνής της
Λέξεις δεν ξεχώριζε
Σαν τότε στους καταρράκτες
του Σαφχάουζεν
Στην εκδρομή τους
Τί θυμάται τώρα!
Η ζωή του…. η ζωή τους…
……………………………
Δεν μπορεί πια να ανασάνει
Δεν θέλει άλλο
Δύο χρόνια το πάλεψαν μαζί
Δύο ολόκληρα χρόνια….
Το στήθος του ανασηκώνεται σε μια ύστατη προσπάθεια
Παίρνει βαθιά ανάσα
Επιτέλους έφτασε ψηλά, στο τέρμα
Ένα βήμα ακόμα
Την κοιτά στα μάτια
“Υπομονή”, του λέει εκείνη
Της σφίγγει το χέρι, κλείνει τα μάτια του και καταφέρνει να ψιθυρίσει
“Κουράστηκα ψυχή μου…κουράστηκα… άφησέ με… να φύγω θέλω … όχι άλλο…. ,…..,…..,…..”
Γύρω του φως πολύ….
Ένα τελευταίο βήμα του μένει….
Απύθμενος του Σύμπαντος ο καταρράκτης τον παρασέρνει στην άβυσσο…
Λύτρωση…
Μάρτιος του 2021
*****
Το άρωμα των νεκρών μας χρόνων