• 20 Απριλίου 2024,

Σεπτά ορεινά απομεινάρια (φωτογραφίες)

 Σεπτά ορεινά απομεινάρια (φωτογραφίες)

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής.

Πέμπτη 13-12-18, εφτά το βράδυ στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, ο Νίκος Κούτρας, κομψός όπως πάντα, με προσεγμένη την παραμικρή λεπτομέρεια, όχι μόνο στην εξωτερική του εμφάνιση αλλά και σε κάθε σελίδα του καινούργιου του βιβλίου. Η αίθουσα εκδηλώσεων ασφυκτικά γεμάτη κι αυτός στο βήμα πλαισιωμένος από δύο άξιους επιστήμονες, τον Κομνηνό Απότα και τη Δημητρία Μαλαμίδου. Το λόγο πήρε πρώτη η παλιά μαθήτριά του Νίκου και τώρα διδάκτορας και προϊσταμένη της Εφορίας Αρχαιοτήτων Νομού Σερρών, που τόνισε την αξία των ιστορικών μνημείων όχι απλά ως προς το επιστημονικό τους ενδιαφέρον αλλά και ως προς την αυτογνωσία των ανθρώπων και των λαών. Υπογράμμισε ακόμη την αξία της καταγραφής και την αξιέπαινη προσπάθεια του συγγραφέα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις δυσκολίες ενός τέτοιους εγχειρήματος. Τέλος συνεχάρη το Νίκο Κούτρα για το υλικό που συγκέντρωσε με αγάπη, σεβασμό κι ενθουσιασμό. «Η δική του ματιά», δήλωσε. «δίνει φωνή σε αντικείμενα και σε πέτρες, που αλλιώς θα έμεναν βουβές… πέτρες που κουβαλούν ανθρώπινες ψυχές».

Στη συνέχεια ο Κομνηνός Απότας, ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, διηγήθηκε τα όσα μεσολάβησαν από την παρουσίαση του πρώτου ιστορικού βιβλίου του Νίκου Κούτρα το 2014 μέχρι την πρόσφατη έκδοση του δεύτερου βιβλίου, το οποίο ανοίγει – χρονικά και πολιτισμικά – τα περιθώρια της έρευνας της τοπικής ιστορίας των ορεινών κοινοτήτων της περιοχής μας. Επισήμανε ακόμη δύο άξονες στο βιβλίο, ένα γενικό που καθιστά το έργο εγχειρίδιο δημόσιας ιστορίας (καθώς αναφέρεται σε μνημεία: κρήνες, δράμια, νομίσματα, σκεύη και λοιπά παρόμοια) και έναν ειδικό που αφορά στην ιστορία του χωριού ως το 1926, οπότε πήρε το όνομα Λεκάνη. Μίλησε ακόμη και ταφικές επιγραφές σε σωζόμενες επιτύμβιες στήλες. Έκλεισε την αναφορά του τονίζοντας ότι το βιβλίο του Νίκου Κούτρα αξίζει την προσοχή όλων: πρώτα των Λεκανιωτών και των ανθρώπων που ζουν στις ορεινές κοινότητες ή κατάγονται από αυτές, όπως ακόμη και των επιστημόνων και ιστορικών ερευνητών.

Αμέσως έπειτα το λόγο πήρε ο συγγραφέας, ο οποίος αρχικά ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους αφιέρωσε το πόνημά του «σε όλους εκείνους που με τρόπο βίαιο, άδικο και παράλογο ξεριζώθηκαν και ξεριζώνονται από τις πατρογονικές τους εστίες». Ακολούθως περιέγραψε, με αναφορά σε πολλές πηγές, την εξέλιξη του ονόματος του χωριού του από «Μούντζινος» το 937 μέχρι «Λεκάνη» το 1926. Αναφέρθηκε στις πρώτες του επαφές με τη Μουσουλμανική παρουσία στην περιοχή της Λεκάνης: στα κέρματα που είχαν βρεθεί και στην επιτύμβια στήλη που αποτελούσε το πρέκι πάνω απ’ το παράθυρο της αποθήκης του παππού του.

Ώσπου η Φράνκα και ο σινιόρε Λουΐτζι εντόπισαν, μέσα στα μπάζα που είχαν μεταφερθεί στο σπίτι που έχτιζε ο Νίκος στη Λεκάνη, εντελώς τυχαία κάποιες επιτύμβιες οθωμανικές στήλες, με ταφικές επιγραφές γραμμένες με αραβικά στοιχεία. Ο Νίκος τότε άρχισε συστηματική έρευνα σε σχέση με το χώρο της Λεκάνης και ευρύτερα του Δήμου Ορεινού. Ενημερώθηκε και βρήκε υλικό από βοσκούς της περιοχής, που ήξεραν καλά το χώρο. Οι πληροφορίες αφορούσαν στις επιτύμβιες αυτές στήλες.

Δύο κίνητρα ενίσχυσαν στο μεταξύ τον ιστοριοδιφικό του οίστρο. Το πρώτο ήταν το 2000, όταν μια Πολίτισσα Τουρκάλα, διευθύντρια Τράπεζας, ήρθε με το σύζυγο και τα δυο τους παιδιά στη Λεκάνη, για να γνωρίσει τα μέρη όπου μεγάλωσε και εντέλει αναπαύθηκε ο ιεροδιδάσκαλος παππούς της. Οι στήλες ακόμη δεν είχαν διαβαστεί, αλλά ο Νίκος της έδωσε μια πλάκα, που ίσως να ήταν και του ιμάμη.

Το δεύτερο κίνητρο ήταν η επίσκεψη του Νίκου Κούτρα στο Άνω Νεοχώρι Κυζίκου, το χωριό του πατέρα του, όπου και η Παναγία Φανερωμένη, ο ναός όπου λειτούργησε και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος μετά από 93 χρόνια. Ο Νίκος βρήκε το πατρικό σπίτι, επισκέφθηκε το νεκροταφείο για προσκύνημα και στη συνέχεια γνώρισε εκεί κι έναν Τούρκο πρόσφυγα απ’ τα Κόκαλα, λίγο πιο πάνω απ’ τις Κορυφές, όπου υπάρχει ένα νεκροταφείο κι εκεί αναπαύονται οι δικοί του συγγενείς.

Στη δεύτερη επίσκεψη του Νίκου ο Τούρκος γέροντας δε ζούσε. Παρακάλεσε το γιο του να τον πάει στον τάφο του, όπου και έκανε το σταυρό του. Ένας Έλληνας γεννήθηκε εκεί και πέθανε και θάφτηκε εδώ. Κι ένας Τούρκος γεννήθηκε εδώ και πέθανε και θάφτηκε εκεί. Κατά τα άλλα κάποιοι εμφορούμενοι από εθνικιστικές τάσεις προκαλούν φθορές και καταστροφές σε ταφικά μνημεία κι εδώ κι εκεί…

Στις 8 του Μάη του 2018 ένα λεωφορείο ήρθε από την Κωνσταντινούπολη και ανέβηκε και στη Λεκάνη. Ήταν όλοι τους μέλη του «Συλλόγου Απογόνων Προσφύγων της Συνθήκης της Λωζάνης». Οι πρόγονοί τους ήταν πρόσφυγες από τη Λεκάνη, που κατοίκησαν στην περιοχή της Σαμψούντας. Ήταν να μείνουν 10 λεπτά κι έφυγαν σε 2 ώρες. Προσευχήθηκαν στο κοιμητήριο. Διάβασαν και τις πλάκες, που έχουν πλέον μεταφραστεί από τον Αντώνη Αναστασόπουλο, καθηγητή Οθωμανολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ένας δάσκαλος από τον Πόντο είπε στο Νίκο φεύγοντας: «Σ’ εμέν θα έρχεσαι σην Σαμψούντα!».

Ένα βιβλίο γραμμένο με την ψυχή και την καρδιά για το χωριό, τον τόπο και τους ανθρώπους του, που αξίζει να διαβάσει ο καθένας.

 

Διαβάστε επίσης