Σήκωσέ το (Στο Γλυκοπουλέικο)

 Σήκωσέ το (Στο Γλυκοπουλέικο)

 

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Τρεις μήνες πρωτύτερα φρόντισε να ζητήσει άδεια από την Υπηρεσία για το μήνα της Ήρας. Δυο μήνες δούλεψε σκληρά, σκυλί μονάχο. Μάζευε τις οικονομίες του, ένα ποτό μόνο στο μπαρ, κάνα καφέ, καμιά μπουγάτσα, αυτά τα έξοδά του.

Έφτασε ο καιρός, πήρε την άδεια, πήρε και μια γερή ενίσχυση απ’ τον πατέρα του. Χαλάλι σου, ρε μάγκα, να περάσεις όμορφα και να προσέχεις. Όχι κολπάκια κουτσαβάκικα και σαλτανάτια. Σε ξένη χώρα θα ‘σαι όσο και να ‘ναι. Μπουνάτσα!

Τον έσφιξε γερά, τον ευχαρίστησε. Μην έχεις έγνοια, ρε πατέρα. Για την ομάδα πάμε. Θα σου παίρνω και τηλέφωνο. Πήρε στον ώμο και τον έτοιμο από μέρες σάκο του και τράβηξε για το σταθμό. Στο δρόμο του είδε το πρακτορείο. Μπήκε και έπαιξε ένα στοίχημα. Είκοσι ευρώ χαλάλι στην ομάδα μας, έτσι για το γούρι.

Στον αερολιμένα της Θεσσαλονίκης μεγάλος χαμός. Όλη η Βόρεια Ελλάδα έτοιμη. Λισαβόνα, τρέμε! Ερχόμαστε. Να σου μεγαλώσουμε τα ποτάμια. Να σου τραγουδήσουμε Τσιτσάνη. Να σου δώσουμε άλλη πνοή. Φωνές, συνθήματα, ελπίδα, αισιοδοξία. Κι ας λεν οι διάφοροι σοφοί πως δεν έχουμε τύχη. Βρε, θα τα ρίξουμε τα τείχη και θα φωνάζουνε κι οι τοίχοι. Μπήκε κι αυτός στο χορό του οπτιμισμού.

Πρώτος αγώνας με τους Πορτογάλους. Δύσκολα τα πράγματα. Πώς να τα βάλεις με την παρέα του Φίγκο; Αλλά κι εμείς έχουμε εκείνον το μικρό το Ρίγκο. Που το ‘κανε τελικά το θαύμα του, το πέταξε το τεμάχιο στα πρώτα κιόλας λεπτά, παρ’ ότι τραυματίας. Μπήκε και σκέφτηκε. Ρε συ, αυτό είναι εύκολο, βάλ’ το! Στο κάτω κάτω ποιους έχουμε απέναντι. Πες πως είναι η Λίβερπουλ Ακροποτάμου ή η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Ακροβουνίου. Κι εκείνα δυνατά παιδιά είναι… Το ‘βαλε ο μπάσταρδος. Μπράβο ρε… Γκουζγκούνη! Κι εκείνο το όρθιο χιλιόμετρο, πώς μπαίνει έτσι από δεξιά και πώς να τον ανακόψουν. Νά το το πέναλτι. Έλα, ρε Άγγελε! Μπράβο ρε!

Σας το ‘λεγα, ρε μάγκες. Αυτοί έχουν προστάτες θεούς αρχαίους. Άλλοι μεγαλωμένοι δίπλα σε ιερά προστατευμένα από το Δία, τον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τις Μούσες. Μαζί τους οι ιερείς της Ολυμπίας, μαζί τους οι Σελλοί, μαζί τους οι άγριοι θεοί των Μακεδόνων, μύστες ιερουργοί αρχαίων τελετών, μαζί τους λάμιες των Τεμπών του Νέστου, μαζί τους και οι πρώτοι προσχωρήσαντες στη Νέα Θρησκεία απ’ τον κάμπο των Φιλίππων, μαζί τους οι Άγγελοι, μαζί και ο Αρχάγγελος ο αργυροσπάθης, μαζί τους κι οι Ρωμιοί οι μεθυσμένοι, ολάκερος στρατός, Αννίβες, Σπάρτακοι και Μεγαλέξανδροι ενωμένοι για μιαν καινούργια εκστρατεία νικηφόρα, αιώνες διψασμένοι για στεφάνια και για κότινους, για κύπελλα θεόρατα γεμάτα νέκταρ, όπως αρμόζει σε αρχαίους θεούς.

Μπαφιάσαμε μια ζωή να βλέπουμε την κοτσαδούρα των άλλων, μια αλυσίδα από σφαλιάρες και κάποτε από μικρές Πύρρειες νίκες, σημαντικές, δε λέω, αλλά ακολουθούμενες από καινούριες καρπαζιές. Μη φοβάστε, ρε μάγκες! Θα την ισοφαρίσουμε την Ισπανία, θα προκριθούμε και με ήττα απ’ τη Ρωσία. Ρε σήκωσέ το το γαμημένο! Πατέρα, στείλε λεφτά επειγόντως! Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Η πεντακοσάρα που μού ‘στειλες τελείωσε. Ακριβά τα εισιτήρια. Έχει κι εδώ μαύρη αγορά. Πεινάω και διψάω. Και πού ‘σαι: θα σου τα οφείλω, έτσι; Μπράβο, πατέρα! Έπρεπε να σε είχα εδώ, να το σηκώσουμε μαζί το γαμημένο! Ευχαριστώ, φιλιά σε όλους.

Τον άκουσαν και οι άλλοι. Σήκωσέ το το γαμημένο: δεν μπορώ να περιμένω! Πλήθυναν οι φωνές κι έπαιρναν θάρρος τα παλικάρια που αγωνίζονταν. Κι αν η Γαλλία είναι πρωταθλήτρια λαμπερή, τι τρέχει; Θα φοβηθούμε την παρέα του Ζιντάν και του Ανρί; Έχουμε κι εμείς εκείνον τον Μερακλαντάν και το άλλον με την κεφαλιά την τρομερή. Θα στείλει ο πρώτος τον Λιζαραζού για μπιζού, θα ρίξει μια ματιά αριστερά, θα μπει καρφί ο σεμνός ο Κατσουράνης από μπρος, ο Χαριστέας από πίσω, γαρίφαλο τα δίχτυα του Μπαρτέζ. Ρε τον Αχαριστέα, τους έκανε να κλάψουνε τους Γάλλους… Ρε σήκωσέ το το γαμημένο. Τώρα το σύνθημα δονεί τους ουρανούς. Ρε πατέρα, θα σου τα χρωστάω, σου λέω. Δανείσου εν ανάγκη! Θα σου τα δώσω, μόλις γυρίσω. Δυο αγώνες μείνανε. Κρίμα είναι να γυρίσω τώρα…

Κι εκείνοι οι σοφοί οι σεμνότυφοι, οι σοβαροφανείς που ενοχλούνται… Μα δεν είναι βρισιά. Εξάλλου δεν υπάρχουν λέξεις άσχημες. Οι έννοιες μετρούν. Ποτέ δεν έχουμε κατακτήσει ένα τέτοιο τρόπαιο. Η ιστορία μας δεν το δικαιούται; Εξάλλου πάμπολλους αιώνες πριν απ’ τους Εγγλέζους οι Έλληνες δεν έπαιζαν ποδόσφαιρο; Γιατί λοιπόν αλλάζετε το σύνθημα; Γιατί το ντύνετε με ψευδεπίγραφες φορεσιές; Εμείς το θέλουμε γυμνούλι, δίχως κάπα. Ούτε ποτέ μας το τιμήσαμε ούτε αυτό μας τίμησε, το γαμημένο! Γάμος σημαίνει παντρειά. Κι εμείς να το νυμφευθούμε θέλουμε, ρε πατέρα! Πώς λέει κι ο αρχαίος ποιητής: «Πέλοψ ὁ Ταντάλειος ἐς Πῖσαν μολὼν Οἰνομάου γαμεῖ κόρην…»; Παραμερίστε τα κηρύγματα! Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ. Όχι, δεν θέλω άλλα χρήματα. Μου φτάνουν. Λένε πως παίζουμε αμυντικά. Εδώ μέχρι κι ο Νικοπολίδης κοντεύει να σκοράρει…

Δεν είδες εκείνο το έρκος των Αχαιών; Άρχων Μακεδών, σκουτάρι τεράστιο μα και σαρισοφόρος. Βέβαια την έκανε και πάλι εκείνος ο σεμνός τη βρώμικη δουλειά. Μπήκε και τράβηξε τους άλλους στο πρώτο δοκάρι, ήταν κι η σέντρα του άλλου Μακεδόνα αλφαδιά, άστραψε η Μακεδονική φάλαγγα, αξεπέραστη ακόμη κι από την καλύτερη Τσεχία… κι όλο κλαίνε τα καβουράκια στου γιαλού τα βοτσαλάκια.

Έπειτα κάποιοι Έλληνες δημοσιογράφοι ρώτησαν τον βετεράνο Ισπανό πριν απ’ τον τελικό: Πώς βλέπετε το ματς, κύριε Μίτσελ; Κι εκείνος είπε: Κοιτάξτε, προτού αρχίσει ο αγώνας, θα στήσει την μπάλα ο Τσιάρτας στο κόρνερ, θα σεντράρει, θα πιάσει μια άπιαστη κεφαλιά ο Δέλλας, γκολ. Κατόπιν θ’ αρχίσει ο αγώνας, θα στηθούν πίσω οι Έλληνες, θα παίξουνε με αντεπιθέσεις, θα κρατήσουν ενενήντα λεπτά το σκορ και θα πάρετε το κύπελλο. Μα, κύριε Μίτσελ, αυτά που λέτε, γίνονται; Γιατί, αγαπητοί μου, αυτά που κάνατε μέχρι τώρα, γίνονταν; Ή ξαναγίνονται;

Εγώ σου το ‘λεγα, ρε πατέρα! Όλα γίνονται. Έλα τώρα, σε παρακαλώ! Πάρε τα χίλια πεντακόσια. Τα κέρδισα στο στοίχημα που έπαιξα πριν φύγω. Αν είχα έμπνευση; Όχι, απλά έβλεπα τα βλέμματα των παλικαριών και του προπονητή τους. Όλοι είχαν κάτι αγέρωχο στο μέτωπο, μια πίστη μες στην κόρη του ματιού, μια αυτοπεποίθηση στην ίριδα, μια αποφασιστικότητα στα χείλη τους και ένα πείσμα στο πηγούνι. Θεριά ήταν όλοι, όσοι έπαιξαν κι όσοι δεν έπαιξαν. Σαν Ηρακλήδες θεόρατοι. Ολύμπιοι, μέχρι να τους ξεζουμίσουν τα εντόπια θηρία…

Διαβάστε επίσης